Χάινριχ Μπελ
Λογοτεχνία των ερειπίων: η ομολογία
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Στις πρώτες
λογοτεχνικές δοκιμές της γενιάς μας, μετά το 1945, δόθηκε η ονομασία
«λογοτεχνία των ερειπίων», με ξεκάθαρη την πρόθεση της υποτίμησής τους. Από την
πλευρά μας, δεν εναντιωθήκαμε σε αυτόν τον όρο γιατί χρησιμοποιήθηκε δικαίως:
όντως, οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, επέστρεφαν από
τον πόλεμο, άντρες και γυναίκες πληγωμένοι στον ίδιο βαθμό, ακόμη και τα παιδιά.
Και ήταν άνθρωποι οξυδερκείς, έβλεπαν. Σε καμία περίπτωση δεν απολάμβαναν
απόλυτη ειρήνη· τίποτε μέσα τους ή γύρω τους, το περιβάλλον ή η κατάστασή τους, δεν ήταν
ειδυλλιακό. Και εμείς, ως γραφιάδες, τους νιώθαμε τόσο πολύ, που ταυτιζόμασταν
μαζί τους. Με τους μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με τους
πρόσφυγες και όλους εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχασαν την
πατρίδα τους, και βέβαια, πάνω απ’ όλα, με τη γενιά στην οποία ανήκαμε και
το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρισκόταν
σε μια ιδιαίτερη και ιδιότυπη κατάσταση: επέστρεφε στο σπίτι. Ήταν ο γυρισμός
από τον πόλεμο, το τέλος του οποίου κανείς ακόμη δεν τολμούσε να πιστέψει.
Γράφαμε λοιπόν
για τον πόλεμο, το γυρισμό, για όσα είδαμε στη διάρκεια του πολέμου και για όσα
βρήκαμε στο γυρισμό μας: ερείπια. Αυτό έφερε ως αποτέλεσμα τρεις χαρακτηρισμούς
που αποδόθηκαν στη νέα λογοτεχνία που γεννιόταν: «λογοτεχνία του πολέμου»,
«λογοτεχνία του γυρισμού» και «λογοτεχνία των ερειπίων».
Οι χαρακτηρισμοί
αυτοί καθαυτοί είναι εύλογοι: ήταν πόλεμος, έξι ολόκληρα χρόνια, επιστρέφαμε
από τον πόλεμο αυτό, βρίσκαμε μπροστά μας ερείπια και γράφαμε γι’ αυτά.
Αλλόκοτος και σχεδόν ύποπτος ήταν όμως ο τόνος κατηγορίας και ενόχλησης με τον
οποίο χρησιμοποιούνταν οι χαρακτηρισμοί αυτοί: ναι μεν δεν μας θεωρούσαν ένοχους
για τον πόλεμο και για τα ερείπια που προκάλεσε, αλλά ταυτόχρονα δεν μας
συγχωρούσαν το γεγονός ότι είχαμε δει τον πόλεμο κι εξακολουθούσαμε να τον βλέπουμε,
χωρίς να εθελοτυφλούμε. Πώς αλλιώς, αφού το αθόλωτο μάτι είναι ένα από τα βασικά
εργαλεία του συγγραφέα.
Το ενδεχόμενο να
παραπλανήσουμε τους συγχρόνους μας με ψεύτικες ουτοπίες μάς φάνταζε απάνθρωπο,
η αφύπνιση από αυτές θα ήταν άκρως οδυνηρή και, φαντάζομαι, δεν εννοούν στα
σοβαρά ότι θα ’πρεπε να παίξουμε αυτήν την τυφλόμυγα μεταξύ μας.
Όταν ξέσπασε η
γαλλική Επανάσταση, η γαλλική αριστοκρατία ήταν απολύτως ανυποψίαστη, με
αποτέλεσμα η επανάσταση να την αιφνιάσει όσο μια ξαφνική καταιγίδα. Η έκπληξη
ήταν τόση, όση και η σύγχυση –κανείς δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό. Σχεδόν
ένας ολόκληρος αιώνας είχε παρέλθει σε μια ειδυλλιακή απομόνωση. Οι κυρίες σε
περιβολή βοσκοπούλας και οι κύριοι σε αντίστοιχη ποιμένα, η οποία συνοδευόταν
από μια κίβδηλη ποιμενικότητα: χόρευαν, τραγουδούσαν, έπαιζαν, μιμούνταν τη
φρεσκάδα και την αθωότητα της εξοχής, ενώ μέσα τους σάπιζαν από τη διαφθορά σαν
από κακιά αρρώστια. Με άλλα λόγια, έπαιζαν μεταξύ τους τυφλόμυγα. Αυτή η μόδα,
που η γλυκερή της γοητεία μάς προκαλεί σήμερα ναυτία, ήρθε και διατηρήθηκε στη
ζωή από μια λογοτεχνία: την ποιμενική πρόζα και τα ποιμενικά δράματα. Οι
συγγραφείς που ευθύνονται γι’ αυτήν τη λογοτεχνία δέχτηκαν γενναία να παίξουν
τυφλόμυγα.
Όμως ο γαλλικός
λαός απάντησε σε αυτά τα κωμειδύλλια με μια επανάσταση, της οποίας τις
συνέπειες κι ελευθερίες απολαμβάνουμε και σήμερα ακόμη, παρόλο που έχουν
παρέλθει περισσότερα από εκατόν πενήντα χρόνια από τότε και δεν
συνειδητοποιούμε κάθε φορά ποια υπήρξε η απαρχή τους.
Στις αρχές του
19ου αιώνα ζούσε στο Λονδίνο ένας νέος με διόλου ευγενές παρελθόν: ο
πατέρας του είχε χρεοκοπήσει και φυλακιστεί για χρέη, ενώ ο ίδιος εργαζόταν σε
ένα εργοστάσιο για γυαλιστικά παπουτσιών, πριν κατορθώσει να συνεχίσει την
εκπαίδευσή του που την είχε αφήσει στη μέση και γίνει ρεπόρτερ. Σύντομα άρχισε
να γράφει μυθιστορήματα, στα οποία περιέγραφε όσα είχε μπροστά στα μάτια του:
φυλακές, πτωχοκομεία κι αγγλικά σχολεία. Όσα είχαν δει τα μάτια του δεν ήταν
διόλου ευχάριστα, όμως έγραψε γι’ αυτά στα βιβλία του και το παράξενο είναι πως
τα βιβλία αυτά διαβάστηκαν, και μάλιστα διαβάστηκαν από πολλούς, ώστε ο νέος να
αποκτήσει φήμη σπάνια για οποιονδήποτε συγγραφέα. Οι φυλακές, τα πτωχοκομεία
και τα σχολεία μεταρρυθμίστηκαν –και άλλαξαν.
Βέβαια, ο νέος
αυτός δεν ήταν άλλος από τον Κάρολο Ντίκενς που διέθετε πολύ καλό μάτι, εκείνο
το είδος ματιού που συνήθως δεν είναι ούτε πολύ στεγνό ούτε κάθυγρο, αλλά κάπως
νοτισμένο. Ας μην ξεχνάμε πως η λατινική λέξη για την υγρασία είναι ‘humor’, λέξη που
σήμερα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ισορροπημένη, θετική διάθεση. Ο
Κάρολος Ντίκενς διέθετε λοιπόν το πολύ καλό μάτι και εκείνη τη διάθεση που του
επέτρεπαν να γράφει ακόμη και για όσα το μάτι του δεν είχε δει. Δεν
χρησιμοποιούσε όμως ούτε μεγενθυντικό φακό ούτε και τη machina obscura, με την
οποία αποκτούσε κανείς εικόνα ακριβείας, παρότι μακρινή. Είχε αθόλωτο μάτι και,
όταν το επέτρεπε η διάθεσή του, έπαιζε τυφλόμυγα μόνο με τα παιδιά του.
Επαναλαμβάνω λοιπόν: το αθόλωτο μάτι ανήκει στα βασικά εργαλεία του συγγραφέα,
ένα μάτι τόσο καλό, ώστε να του επιτρέπει να βλέπει και πράγματα πέραν του
οπτικού του πεδίου αυτού καθαυτού.
Ας υποθέσουμε ότι το μάτι ενός συγγραφέα
κοιτάζει μέσα σε ένα κελάρι. Εκεί, σκυμμένος στο τραπέζι, στέκεται ένας άντρας
με αλεύρια στο πρόσωπο και ζυμώνει: ο φούρναρης. Ο συγγραφέας τον βλέπει να στέκεται
εκεί όπως τον έβλεπε ο Όμηρος και όπως δεν παρέλειψαν να τον δουν ο Μπαλζάκ ή ο
Ντίκενς: ένας άντρας που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί μας, με παρελθόν που φτάνει
ώς τις απαρχές του κόσμου και μέλλον ώς τα πέρατά του. Όμως ο άντρας αυτός κάτω
στο κελάρι καπνίζει τσιγάρα, πηγαίνει στον κινηματογράφο, ο γιος του έπεσε στο
μέτωπο της Ρωσίας τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ‒βρίσκεται
θαμμένος στην άκρη ενός χωριού, όχι σε μνήμα, δίχως σταυρό‒, τρακτέρ
οργώνουν τώρα τη γη που άλλοτε όργωναν τα αλέτρια. Όλα τούτα είναι κομμάτια που
ανήκουν στον χλωμό και σιωπηλό άντρα εκεί κάτω στο κελάρι που ψήνει το ψωμί
μας. Αυτός ο πόνος είναι δικός του, όπως και κάποια χαρά.
Πίσω από τα
σκονισμένα τζάμια ενός μικρού εργοστασίου το μάτι του συγγραφέα αντικρίζει μια
μικρόσωμη εργάτρια που στέκεται σε μια μηχανή που ανοίγει τρύπες σε κουμπιά,
χωρίς τα οποία τα ρούχα μας δεν θα ήταν ρούχα, παρά χαλαρά και δίχως σχήμα
κομμάτια ύφασμα που ούτε θα μας στόλιζαν ούτε θα μας ζέσταιναν. Αυτή η
μικρόσωμη εργάτρια βάφει τα χείλη της όταν σχολάει, πηγαίνει κι αυτή στον
κινηματογράφο, καπνίζει, βγαίνει περίπατο με έναν νεαρό που επιδιορθώνει
αυτοκίνητα ή είναι οδηγός τραμ. Κομμάτι στη ζωή αυτής της κοπέλας είναι και το
ότι η μητέρα της βρίσκεται κάπου καταπλακωμένη από ένα σωρό χαλασμάτων: κάτω
από ένα σωρό βρώμικων τούβλων, ανάκατων με κονίαμα. Εκεί κάτω είναι χωμένη η
μητέρα της κοπέλας, κι αυτής το μνήμα δίχως σταυρό, όπως και στην περίπτωση του
γιου του φούρναρη. Η κοπέλα πηγαίνει κάποτε –μια φορά το χρόνο– κι αφήνει
λουλούδια πάνω σε αυτόν τον βρώμικο σωρό από συντρίμμια που σκεπάζει τη μητέρα
της.
Οι δυο τους, ο
φούρναρης και η κοπέλα, ανήκουν στην εποχή μας, αιωρούνται στο χρόνο και οι
ημερομηνίες τυλίγονται γύρω τους σαν ιστός. Η προσπάθεια να τους αποκόψουμε από
αυτόν τον ιστό θα σήμαινε να τους αφαιρέσουμε τη ζωή. Όμως ο συγγραφέας
χρειάζεται τη ζωή. Και ποιος θα μπορούσε να τους κρατήσει στη ζωή καλύτερα, από
τη λογοτεχνία των ερειπίων; Ο συγγραφέας της τυφλόμυγας κοιτάζει εντός του και
δημιουργεί τον κόσμο γύρω του. Στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσε στις
φυλακές της νότιας Γερμανίας ένας νέος που έγραψε ένα ογκώδες βιβλίο. Ο νέος
δεν ήταν συγγραφέας και ούτε έγινε ποτέ του, αλλά έγραψε ένα ογκώδες βιβλίο που
ήταν μεν αδύνατο να το διαβάσει κανείς, πωλήθηκε δε σε εκατομμύρια αντίτυπα,
ώστε να μπορεί να παραβγεί σε πωλήσεις τη Βίβλο! Ήταν το βιβλίο ένος άντρα που
δεν έβλεπε τίποτε και εντός του υπήρχε μόνο μίσος, βασανιστήρια, αποστροφή κι
αηδία. Έγραψε όμως το βιβλίο του, και το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι να
ανοίξουμε τα μάτια: όπου και να κοιτάξουμε βλέπουμε την καταστροφή που
προξένησε αυτός ο άνρθωπος που λεγόταν Άντολφ Χίτλερ και δεν είχε ο ίδιος μάτια
για να δει. Οι εικόνες του στρεβλωμένες, το ύφος του ανυπόφορο: δεν έβλεπε τον
κόσμο με το μάτι του ανθρώπου, παρά μέσα από τη στρέβλωση που προξενούσε στην
εικόνα ο εσωτερικός του κόσμος.
Όποιος έχει
μάτια να δει, ας δει! Μάλιστα, στη δική μας όμορφη μητρική γλώσσα, τα
γερμανικά, η όραση έχει μια πιο βαθειά σημασία και δεν εξαντλείται στην
επιφάνεια των οπτικών νεύρων. Για όποιον έχει μάτια να δει, τα πράγματα
γίνονται διάφανα· θα έπρεπε μάλιστα να μπορεί να δει μέσα από τα πράγματα. Αυτό το προσπαθεί
κανείς με τη γλώσσα, με τις λέξεις. Το μάτι του συγγραφέα θα ’πρεπε να είναι
μάτι ανθρωπιάς κι αδιαβλητότητας. Γιατί δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να παίζει
κανείς τυφλόμυγα. Υπάρχουν φακοί πολλών αποχρώσεων –ροζ, μαύροι, μπλε– που χρωματίζουν την
πραγματικότητα κατά πώς θέλει κανείς κάθε φορά. Ο ροζ πληρώνεται καλά, είναι
πολύ δημοφιλής και αφήνει πολλά περιθώρια δωροδοκίας. Αλλά και ο μαύρος φακός
γίνεται πότε-πότε της μόδας και, όταν είναι η εποχή του, πληρώνεται εξίσου καλά
και, εννοείται, μαύρα. Οφείλουμε όμως να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, με
ένα μάτι ανθρωπιάς, αυτό που δεν είναι ούτε στεγνό ούτε κάθυγρο, παρά νοτισμένο
–και ας θυμόμαστε ότι ο λατινικός όρος για την υγρασία είναι ‘humor’. Οφείλουμε να
βλέπουμε έτσι, χωρίς βέβαια να ξεχνούμε πως κάποτε τα μάτια μας μπορούν να
στεγνώσουν ή να υγρανθούν, αφού υπάρχουν πράγματα που δε δίνουν αφορμή ούτε για
χιούμορ ούτε για ισορροπημένη, θετική διάθεση. Τα μάτια μας βλέπουν σε
καθημερινή βάση πολλά: βλέπουν το φούρναρη που ψήνει το ψωμί μας, την κοπέλα
στο εργοστάσιο, θυμούνται όμως και τα νεκροταφεία –τα ερείπια. Οι κατεστραμμένες
πόλεις έχουν γίνει νεκροταφεία, και γύρω τους τα μάτια μας βλέπουν κτίρια να
ορθώνονται, κτίρια που θυμίζουν σκηνικά, κτίρια, όπου δεν μένουν άνθρωποι, αλλά
όπου διοικούνται άνθρωποι ως ασφαλισμένοι, ως υπήκοοι μιας χώρας, ως δημότες,
ως φορολογούμενοι ή δανειζόμενοι. Με αμέτρητες αφορμές μπορεί να διοικηθεί ο
άνθρωπος.
Χρέος μας είναι
να υπενθυμίζουμε ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει μονάχα για να τον διοικούν και πως
οι καταστροφές στη δική μας εποχή δεν είναι μόνο εξωτερικής φύσης ούτε τόσο
αμελητέες, ώστε να θεωρούμε πως μπορούν να ιαθούν μέσα σε λίγα χρόνια.
Το όνομα του
Ομήρου είναι άμεμπτο για ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Ο Όμηρος λοιπόν είναι ο
πατέρας του ευρωπαϊκού έπους, όμως αφηγείται τον τρωικό πόλεμο, την καταστροφή
της Τροίας και την επιστροφή του Οδυσσέα: λογοτεχνία κι αυτή του πολέμου, των
ερειπίων και του γυρισμού. Δεν έχουμε κανένα λόγο να ντρεπόμαστε γι’ αυτούς
τους χαρακτηρισμούς.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "The Books' Journal", τεύχος 74.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου