της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Συναντώντας κανείς σήμερα τον Γιάννη Πατίλη, αντικρίζει έναν ευγενή, μειλίχιο άνθρωπο, με γλυκό χαμόγελο. Μόνο εκείνοι που θα προσέξουν την απροειδοποίητη αστραπή μες στο βλέμμα του ίσως κατορθώσουν να ψυχανεμιστούν το ακαταλάγιαστο πνεύμα που ανέκαθεν ασφυκτιούσε στη στενότητα της μονάδας, αποζητώντας τη λύτρωση στο πλήθος των ειδών και οδών δημιουργίας.
Είναι το πνεύμα του απερχόμενου καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ισόβιου φιλολόγου, του ποιητή και δοκιμιογράφου, του συνεκδότη λογοτεχνικών περιοδικών και του επί τριακονταετίας εκδότη και διευθυντή του Πλανόδιου, του ανθρώπου εκείνου που, όχι μόνο προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα του διαδικτύου, αλλά και το χρησιμοποίησε προκειμένου να πρωτοπορήσει στον τομέα του μικροδιηγήματος στον ελληνικό χώρο. Πάνω και πέρα απ’ όλα όμως, πρόκειται για τον-απαλλαγμένο από τη συνήθη μικρότητα-πνευματικό άνθρωπο που, με τα αισθητήρια όργανά του σε εγρήγορση, απλόχερα παραχωρεί έδαφος σε κάθε νέα και νεαρή δημιουργική φωνή, ώστε, εφόσον το αξίζει –και σε αυτό ο Πατίλης παρέμεινε αμετακίνητος–, να ριζώσει.
Τον Πατίλη είχα την αγαθή τύχη να τον γνωρίσω το 2010, ως νεαρή τότε μεταφράστρια, άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα από τη Χαϊδελβέργη, όπου –κατά τρόπο ειρωνικό ή διορθωτικό– με επέστρεψε η ζωή. Εκείνον τον καιρό ο Πατίλης έστηνε μαζί με τη ζωγράφο και ποιήτρια Ηρώ Νικοπούλου το ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι, ως αποκλειστική πλατφόρμα μικροδιηγήματος και αναζητούσε συνεργάτες που θα ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν το εγχείρημα. Σήμερα, η ηλεκτρονική αυτή σελίδα έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε τέσσερις έντυπες ανθολογίες, παντρεύοντας την παραδοσιακή, έντυπη έκφραση, με την μοντέρνα, διαδικτυακή. Παραμένει δε ανεκτίμητη πλατφόρμα διαλόγου και ανταλλαγής, καθώς ελληνικά μικροδιηγήματα μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες κι αντιστρόφως. Αυτό που μου είχε προκαλέσει τότε μεγάλη εντύπωση, ήταν η ευσυνειδησία, η υπευθυνότητα και η ευαισθησία, με τις οποίες ο Πατίλης αντιμετώπιζε το νέο αυτό μέσο, το οποίο –αντιθέτως– δε διακρίνεται για την προσοχή στις λεπτομέρειες. Το γεγονός ότι ήμουν και η ίδια διαχειρίστρια ιστολογίου (κοινώς, μπλόγκερ), βοήθησε να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος που δεν αφορούσε μόνο το τεχνικό κομμάτι, αλλά κυρίως τα θέματα του αναγνωστικού κοινού, των συμμετεχόντων, του είδους της επιδιωκόμενης επικοινωνίας και συνδιάλεξης, των απαιτήσεων του μέσου, ακόμη και της ίδιας της αναγκαιότητας ή μη του εγχειρήματος. Από την πρώτη εκείνη κουβέντα, καλούμενη να απαντήσω σε ερωτήματα, τα οποία δεν με είχαν πολυαπασχολήσει κατά τη δημιουργία του δικού μου ιστολογίου (και ας είχε παραπλήσιο στόχο και συναφές περιεχόμενο), είδα να ορθώνεται μπροστά μου η τεράστια εμπειρία ενός ανθρώπου που σμιλευόταν εδώ και δεκαετίες στο χώρο των εκδόσεων και του οποίου η βαθειά γνώση στο μετερίζι του έντυπου περιοδικού, όχι μόνο δεν τον εμπόδιζε στην ενασχόληση με το νέο αυτό μέσο, αλλά προσέφερε και ό,τι θετικό είχε να προσφέρει.
Τότε, γνώριζα επίσης το Πλανόδιον, αλλά αγνοούσα ότι η πορεία του Πατίλη στον έντυπο περιοδικό τύπο ούτε είχε ξεκινήσει το 1986, με την έναρξη κυκλοφορίας του, ούτε είχε εξαντληθεί σε αυτό. Αντιθέτως, είχε προηγηθεί μια περίοδος εντονότατης αναζήτησης, κατά την οποία ο Πατίλης είχε επιχειρήσει την από κοινού ίδρυση και έκδοση των περιοδικών Το δέντρο, Κριτική και κείμενα και Νήσος. Σήμερα, διαθέτοντας την παρακαταθήκη των 52 τευχών και 12 τόμων του Πλανόδιου από τα 26 χρόνια αδιάλειπτης κυκλοφορίας του ως έντυπου περιοδικού, μπορεί κανείς να κατανοήσει το λόγο που ο ιδρυτής και εκδότης του αποχώρησε από προηγούμενες απόπειρες του είδους. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Πατίλης δόθηκε στο Πλανόδιον ψυχή τε και σώματι, και μάλιστα με την κυριολεκτική έννοια της φράσης. Είναι από τους λίγους -τους ελάχιστους- του χώρου που, όχι μόνο ασχολήθηκε προσωπικά με την επιλογή και τη διαμόρφωση του περιεχομένου του περιοδικού, αλλά καταγίνηκε με το ίδιο πάθος –ως λάτρης της παραδοσιακής τυπογραφίας και θιασώτης του ιστορικού τονισμού– με την απτή, υλική υπόσταση του εντύπου, από τη μελετημένη χρήση γραμματοσειράς, αρχιγραμμάτων και κοσμημάτων μεταξύ των κειμένων, μέχρι τη σελιδοποίηση και την επιλογή χαρτιού εκτύπωσης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά απαιτητική εργασία, για την οποία δεν διαθέτει κανείς εύκολα την υπομονή, την επιμονή, το μεράκι και τη μαστοριά που αποδεδειγμένα κατέθεσε ο Πατίλης στο Πλανόδιον. Και όμως, ο Πατίλης δεν επένδυσε στο περιοδικό αυτό μόνο το «τεχνικό» του know-how, αλλά και το ανθρώπινο.
Πολύ πριν ασχοληθώ με τις μεταποικιοκρατικές σπουδές (postcolonial studies) και τις –όπως έχουν αποδοθεί– «σπουδές των υποδεέστερων» (subaltern studies), με τις οποίες ασχολούμαι σήμερα, έχοντας πλέον αποκτήσει ένα θεωρητικό υπόβαθρο για να μπορώ να το κρίνω, το Πλανόδιον υπήρξε βήμα αξιοζήλευτο – όχι επειδή ήδη στο 16ο τεύχος του ασχολήθηκε με τον Σαΐντ. Στο Πλανόδιον βρήκαν βήμα τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες, τόσο καταξιωμένες φωνές της σύγχρονης ελληνικής διανόησης, όσο και αναδυόμενες, τόσο η (νεο)ελληνική σκέψη, όσο και η εκτός των συνόρων (και όχι απαραιτήτως εισαγόμενη). Εδώ ακριβώς είναι που ξεχώριζε το Πλανόδιον: στις σελίδες του υπήρχε πάντα χώρος για εκείνην/ον που κατάφερνε με το λόγο της/του να κερδίσει το ενδιαφέρον του απαιτητικού εκδότη, γεγονός που καθιστούσε την ειλικρίνεια της φωνής το υπ’ αριθμόν ένα κριτήριο επιλογής – όχι το ‘‘όνομα’’ ή τις συστάσεις, όπως ίσχυε αλλού. Αυτό το μάθημα, μέσω του δικού του, συνεπούς παραδείγματος, ο Πατίλης το έδωσε όχι μόνο σε μένα, αλλά σε όλους, όσοι επιλέγουν να το λάβουν υπόψη τους και να το ακολουθήσουν. Θυμάμαι πόσο σημαντικό ήταν και για τον Κωνσταντίνο Πουλή, στις συζητήσεις μας για τη διαμόρφωση του Νέου Πλανόδιου.
Έχοντας γνωρίσει τον Πατίλη ως εκδότη του Πλανόδιου και συνδιαχειριστή στις Ιστορίες Μπονζάι, συνέχισα το μακρύ ταξίδι της γνωριμίας μου με αυτήν την πολυσχιδή προσωπικότητα μέσα από την ποίηση που έγραψε. Με εξέπληξε το πρόσωπο του ποιητή Πατίλη, τόσο του νεότερου, όσο και του ύστερου. Με κέρδισε ευθύς αμέσως η διεισδυτική κριτική ματιά του, η –κάθε άλλο παρά αφ’ υψηλού– ειρωνεία του και ο έντονα σατιρικός, καυστικός του τόνος, τον οποίο ένιωθα να υποβόσκει ακόμη και στα πιο «μετριοπαθή» του ποιήματα. Έβλεπα εκείνη τη ζωηρή σπίθα στο μάτι του δημιουργού, ακόμη και την ώρα που τοποθετούσε στο χαρτί τις απαλότερες των λέξεων. Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέχθηκε το συγκεκριμένο χάικου ως μότο του παρόντος κειμένου. Ναι μεν παρουσιάστηκε στο αναγνωστικό κοινό ως κρίκος ενός συνόλου «ερωτικών» χάικου, αλλά μπορεί να διαβαστεί με τρόπο πολύ διαφορετικό και έτσι χρησιμοποιήθηκε εδώ. Ο Πατίλης δεν ξέρει μόνο να σατιρίζει, αλλά και να αυτοσαρκάζεται, ακόμη και όταν είναι ένας από τους λίγους που παραμένουν ξυπνητοί. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδρασή του, όταν, σε εκδήλωση του Κύκλου Ποιητών το 2014, του εκμυστηρεύτηκα τον ενδοιασμό μου να απαγγείλω το ποίημά μου «Ίσως να γίνομαι άδικη, δεν το αποκλείω», δίνοντάς του να διαβάσει τον σατιρικό μου λίβελο εναντίον των ποιητών με τον εξιλεωτικό τίτλο. «Αυτό έπρεπε να διαβάσεις!» αναφώνησε, αλλά –καλώς ή κακώς– ήταν πλέον αργά.
Μία ακόμη έκπληξη, ανάμεικτη με μπόλικο θαυμασμό, ήταν εκείνη που ένιωσα μαθαίνοντας για την άρνηση του Πατίλη το 2012 να δεχτεί το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ως «τιμητική διάκριση για τη συμβολή του στη νεοελληνική λογοτεχνία». Συνεπής –και πάλι– στα πιστεύω του, είχε δηλώσει:
Είναι γνωστή από πολλά χρόνια τώρα η θέση μου για τα λογοτεχνικά βραβεία και τις σχετικές τιμητικές διακρίσεις. Για λόγους θεωρητικούς, παιδαγωγικούς και σε πολλές περιπτώσεις ηθικούς, είμαι αντίθετος με κάθε βραβείο που απονέμεται σε μη μετρήσιμες αντικειμενικώς αξίες, όπως είναι οι καλλιτεχνικές. Το καλλιτεχνικό έργο (και ως τέτοιο θεωρώ διασταλτικά και την εργασία μου στο Πλανόδιον) μπορεί να το κρίνει μόνο το πρόσωπο και όχι ο θεσμός, γιατί μόνο το πρόσωπο μπορεί να επικοινωνήσει με το έργο. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδεχτώ την παραπάνω «τιμητική διάκριση» του Υπουργείου.
Κατόπιν όλων αυτών, θα κατανοεί ίσως ο αναγνώστης του παρόντος κειμένου –και ο ίδιος ο Πατίλης που το είχε απορία– γιατί τον συσχετίζω με τον άλλο σπάνιο του είδους, τον Δημήτρη Αρμάο, όταν μιλώ για «πνευματικούς πατέρες». Τον Αρμάο τον έχασα –τον χάσαμε όλοι– πρόωρα, πριν προλάβω να μάθω όσα θα ήθελα από την αστείρευτη γνώση, εμπειρία και ανθρωπιά του – όχι ότι η γνώση έχει τέλος ή ότι αρκεί μια ζωή. Από τον Πατίλη έμαθα όσα ενδεικτικά κατέθεσα εδώ, με αυτά τα «κολίμπρια της Γραφής»*, και πολλά άλλα﮲ όμως, συγκριτικά με όσα έχει προσφέρει, δεν έχω μάθει ακόμη τίποτε.
ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
* Η φράση από το ποίημα του Πατίλη «Calibri. Ωδή σε μια γραμματοσειρά» (Αποδρομή του αλκοόλ, Ύψιλον 2012).
Εσύ κοιμάσαι
Και μένα το φεγγάρι
Με κοροϊδεύει
Και μένα το φεγγάρι
Με κοροϊδεύει
Γ. ΠΑΤΙΛΗΣ, Εικόνες από μια νέα
Είναι το πνεύμα του απερχόμενου καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ισόβιου φιλολόγου, του ποιητή και δοκιμιογράφου, του συνεκδότη λογοτεχνικών περιοδικών και του επί τριακονταετίας εκδότη και διευθυντή του Πλανόδιου, του ανθρώπου εκείνου που, όχι μόνο προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα του διαδικτύου, αλλά και το χρησιμοποίησε προκειμένου να πρωτοπορήσει στον τομέα του μικροδιηγήματος στον ελληνικό χώρο. Πάνω και πέρα απ’ όλα όμως, πρόκειται για τον-απαλλαγμένο από τη συνήθη μικρότητα-πνευματικό άνθρωπο που, με τα αισθητήρια όργανά του σε εγρήγορση, απλόχερα παραχωρεί έδαφος σε κάθε νέα και νεαρή δημιουργική φωνή, ώστε, εφόσον το αξίζει –και σε αυτό ο Πατίλης παρέμεινε αμετακίνητος–, να ριζώσει.
Τον Πατίλη είχα την αγαθή τύχη να τον γνωρίσω το 2010, ως νεαρή τότε μεταφράστρια, άρτι αφιχθείσα στην Αθήνα από τη Χαϊδελβέργη, όπου –κατά τρόπο ειρωνικό ή διορθωτικό– με επέστρεψε η ζωή. Εκείνον τον καιρό ο Πατίλης έστηνε μαζί με τη ζωγράφο και ποιήτρια Ηρώ Νικοπούλου το ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι, ως αποκλειστική πλατφόρμα μικροδιηγήματος και αναζητούσε συνεργάτες που θα ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν το εγχείρημα. Σήμερα, η ηλεκτρονική αυτή σελίδα έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε τέσσερις έντυπες ανθολογίες, παντρεύοντας την παραδοσιακή, έντυπη έκφραση, με την μοντέρνα, διαδικτυακή. Παραμένει δε ανεκτίμητη πλατφόρμα διαλόγου και ανταλλαγής, καθώς ελληνικά μικροδιηγήματα μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες κι αντιστρόφως. Αυτό που μου είχε προκαλέσει τότε μεγάλη εντύπωση, ήταν η ευσυνειδησία, η υπευθυνότητα και η ευαισθησία, με τις οποίες ο Πατίλης αντιμετώπιζε το νέο αυτό μέσο, το οποίο –αντιθέτως– δε διακρίνεται για την προσοχή στις λεπτομέρειες. Το γεγονός ότι ήμουν και η ίδια διαχειρίστρια ιστολογίου (κοινώς, μπλόγκερ), βοήθησε να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος που δεν αφορούσε μόνο το τεχνικό κομμάτι, αλλά κυρίως τα θέματα του αναγνωστικού κοινού, των συμμετεχόντων, του είδους της επιδιωκόμενης επικοινωνίας και συνδιάλεξης, των απαιτήσεων του μέσου, ακόμη και της ίδιας της αναγκαιότητας ή μη του εγχειρήματος. Από την πρώτη εκείνη κουβέντα, καλούμενη να απαντήσω σε ερωτήματα, τα οποία δεν με είχαν πολυαπασχολήσει κατά τη δημιουργία του δικού μου ιστολογίου (και ας είχε παραπλήσιο στόχο και συναφές περιεχόμενο), είδα να ορθώνεται μπροστά μου η τεράστια εμπειρία ενός ανθρώπου που σμιλευόταν εδώ και δεκαετίες στο χώρο των εκδόσεων και του οποίου η βαθειά γνώση στο μετερίζι του έντυπου περιοδικού, όχι μόνο δεν τον εμπόδιζε στην ενασχόληση με το νέο αυτό μέσο, αλλά προσέφερε και ό,τι θετικό είχε να προσφέρει.
Τότε, γνώριζα επίσης το Πλανόδιον, αλλά αγνοούσα ότι η πορεία του Πατίλη στον έντυπο περιοδικό τύπο ούτε είχε ξεκινήσει το 1986, με την έναρξη κυκλοφορίας του, ούτε είχε εξαντληθεί σε αυτό. Αντιθέτως, είχε προηγηθεί μια περίοδος εντονότατης αναζήτησης, κατά την οποία ο Πατίλης είχε επιχειρήσει την από κοινού ίδρυση και έκδοση των περιοδικών Το δέντρο, Κριτική και κείμενα και Νήσος. Σήμερα, διαθέτοντας την παρακαταθήκη των 52 τευχών και 12 τόμων του Πλανόδιου από τα 26 χρόνια αδιάλειπτης κυκλοφορίας του ως έντυπου περιοδικού, μπορεί κανείς να κατανοήσει το λόγο που ο ιδρυτής και εκδότης του αποχώρησε από προηγούμενες απόπειρες του είδους. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι ο Πατίλης δόθηκε στο Πλανόδιον ψυχή τε και σώματι, και μάλιστα με την κυριολεκτική έννοια της φράσης. Είναι από τους λίγους -τους ελάχιστους- του χώρου που, όχι μόνο ασχολήθηκε προσωπικά με την επιλογή και τη διαμόρφωση του περιεχομένου του περιοδικού, αλλά καταγίνηκε με το ίδιο πάθος –ως λάτρης της παραδοσιακής τυπογραφίας και θιασώτης του ιστορικού τονισμού– με την απτή, υλική υπόσταση του εντύπου, από τη μελετημένη χρήση γραμματοσειράς, αρχιγραμμάτων και κοσμημάτων μεταξύ των κειμένων, μέχρι τη σελιδοποίηση και την επιλογή χαρτιού εκτύπωσης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά απαιτητική εργασία, για την οποία δεν διαθέτει κανείς εύκολα την υπομονή, την επιμονή, το μεράκι και τη μαστοριά που αποδεδειγμένα κατέθεσε ο Πατίλης στο Πλανόδιον. Και όμως, ο Πατίλης δεν επένδυσε στο περιοδικό αυτό μόνο το «τεχνικό» του know-how, αλλά και το ανθρώπινο.
Πολύ πριν ασχοληθώ με τις μεταποικιοκρατικές σπουδές (postcolonial studies) και τις –όπως έχουν αποδοθεί– «σπουδές των υποδεέστερων» (subaltern studies), με τις οποίες ασχολούμαι σήμερα, έχοντας πλέον αποκτήσει ένα θεωρητικό υπόβαθρο για να μπορώ να το κρίνω, το Πλανόδιον υπήρξε βήμα αξιοζήλευτο – όχι επειδή ήδη στο 16ο τεύχος του ασχολήθηκε με τον Σαΐντ. Στο Πλανόδιον βρήκαν βήμα τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες, τόσο καταξιωμένες φωνές της σύγχρονης ελληνικής διανόησης, όσο και αναδυόμενες, τόσο η (νεο)ελληνική σκέψη, όσο και η εκτός των συνόρων (και όχι απαραιτήτως εισαγόμενη). Εδώ ακριβώς είναι που ξεχώριζε το Πλανόδιον: στις σελίδες του υπήρχε πάντα χώρος για εκείνην/ον που κατάφερνε με το λόγο της/του να κερδίσει το ενδιαφέρον του απαιτητικού εκδότη, γεγονός που καθιστούσε την ειλικρίνεια της φωνής το υπ’ αριθμόν ένα κριτήριο επιλογής – όχι το ‘‘όνομα’’ ή τις συστάσεις, όπως ίσχυε αλλού. Αυτό το μάθημα, μέσω του δικού του, συνεπούς παραδείγματος, ο Πατίλης το έδωσε όχι μόνο σε μένα, αλλά σε όλους, όσοι επιλέγουν να το λάβουν υπόψη τους και να το ακολουθήσουν. Θυμάμαι πόσο σημαντικό ήταν και για τον Κωνσταντίνο Πουλή, στις συζητήσεις μας για τη διαμόρφωση του Νέου Πλανόδιου.
Έχοντας γνωρίσει τον Πατίλη ως εκδότη του Πλανόδιου και συνδιαχειριστή στις Ιστορίες Μπονζάι, συνέχισα το μακρύ ταξίδι της γνωριμίας μου με αυτήν την πολυσχιδή προσωπικότητα μέσα από την ποίηση που έγραψε. Με εξέπληξε το πρόσωπο του ποιητή Πατίλη, τόσο του νεότερου, όσο και του ύστερου. Με κέρδισε ευθύς αμέσως η διεισδυτική κριτική ματιά του, η –κάθε άλλο παρά αφ’ υψηλού– ειρωνεία του και ο έντονα σατιρικός, καυστικός του τόνος, τον οποίο ένιωθα να υποβόσκει ακόμη και στα πιο «μετριοπαθή» του ποιήματα. Έβλεπα εκείνη τη ζωηρή σπίθα στο μάτι του δημιουργού, ακόμη και την ώρα που τοποθετούσε στο χαρτί τις απαλότερες των λέξεων. Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέχθηκε το συγκεκριμένο χάικου ως μότο του παρόντος κειμένου. Ναι μεν παρουσιάστηκε στο αναγνωστικό κοινό ως κρίκος ενός συνόλου «ερωτικών» χάικου, αλλά μπορεί να διαβαστεί με τρόπο πολύ διαφορετικό και έτσι χρησιμοποιήθηκε εδώ. Ο Πατίλης δεν ξέρει μόνο να σατιρίζει, αλλά και να αυτοσαρκάζεται, ακόμη και όταν είναι ένας από τους λίγους που παραμένουν ξυπνητοί. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδρασή του, όταν, σε εκδήλωση του Κύκλου Ποιητών το 2014, του εκμυστηρεύτηκα τον ενδοιασμό μου να απαγγείλω το ποίημά μου «Ίσως να γίνομαι άδικη, δεν το αποκλείω», δίνοντάς του να διαβάσει τον σατιρικό μου λίβελο εναντίον των ποιητών με τον εξιλεωτικό τίτλο. «Αυτό έπρεπε να διαβάσεις!» αναφώνησε, αλλά –καλώς ή κακώς– ήταν πλέον αργά.
Μία ακόμη έκπληξη, ανάμεικτη με μπόλικο θαυμασμό, ήταν εκείνη που ένιωσα μαθαίνοντας για την άρνηση του Πατίλη το 2012 να δεχτεί το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ως «τιμητική διάκριση για τη συμβολή του στη νεοελληνική λογοτεχνία». Συνεπής –και πάλι– στα πιστεύω του, είχε δηλώσει:
Είναι γνωστή από πολλά χρόνια τώρα η θέση μου για τα λογοτεχνικά βραβεία και τις σχετικές τιμητικές διακρίσεις. Για λόγους θεωρητικούς, παιδαγωγικούς και σε πολλές περιπτώσεις ηθικούς, είμαι αντίθετος με κάθε βραβείο που απονέμεται σε μη μετρήσιμες αντικειμενικώς αξίες, όπως είναι οι καλλιτεχνικές. Το καλλιτεχνικό έργο (και ως τέτοιο θεωρώ διασταλτικά και την εργασία μου στο Πλανόδιον) μπορεί να το κρίνει μόνο το πρόσωπο και όχι ο θεσμός, γιατί μόνο το πρόσωπο μπορεί να επικοινωνήσει με το έργο. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδεχτώ την παραπάνω «τιμητική διάκριση» του Υπουργείου.
Κατόπιν όλων αυτών, θα κατανοεί ίσως ο αναγνώστης του παρόντος κειμένου –και ο ίδιος ο Πατίλης που το είχε απορία– γιατί τον συσχετίζω με τον άλλο σπάνιο του είδους, τον Δημήτρη Αρμάο, όταν μιλώ για «πνευματικούς πατέρες». Τον Αρμάο τον έχασα –τον χάσαμε όλοι– πρόωρα, πριν προλάβω να μάθω όσα θα ήθελα από την αστείρευτη γνώση, εμπειρία και ανθρωπιά του – όχι ότι η γνώση έχει τέλος ή ότι αρκεί μια ζωή. Από τον Πατίλη έμαθα όσα ενδεικτικά κατέθεσα εδώ, με αυτά τα «κολίμπρια της Γραφής»*, και πολλά άλλα﮲ όμως, συγκριτικά με όσα έχει προσφέρει, δεν έχω μάθει ακόμη τίποτε.
ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
* Η φράση από το ποίημα του Πατίλη «Calibri. Ωδή σε μια γραμματοσειρά» (Αποδρομή του αλκοόλ, Ύψιλον 2012).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου