Διονύσης Καψάλης
Κάποτε θα ‘φτασα ψηλά στην ομορφιά·
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.
Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα ‘πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.
Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,
μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ’ ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.
*******************
Αλλοτε θα ‘παιρνες αργόπλοα τα χρόνια
όπως ανέβαιναν του ύπνου το ποτάμι·
θαμποί παράδεισοι θα ‘φεγγαν απ’ το τζάμι,
όχθες με λίκνισμα του θέρους και τριζόνια.
Τώρα στο βύθισμα του υπνοδότη νόμου
ακούς τη φρίκη των βωμών, όλους τους κρότους
του σαρκασμού, και στην αργή καρδιά του σκότους
μετρά τις μέρες η κραυγή του υλοτόμου.
Αλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω,
ασκώ μια μάταιη χημεία· τις εικόνες
τις εμφανίζει ο ουρανός - και ποιόν θα πείσω·
όταν κοιμάμαι κι ονειρεύεσαι αιώνες,
πρώτο μου πρόσωπο κομμένο στους αγκώνες,
μαντεύω λίγο ουρανό για ν’ αγαπήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου