Λεωνίδας Τούρλας
Μαζί, δώδεκα μὲ δύο
Μπήκε στο σπίτι καὶ κοιτάχτηκε στὸν καθρέπτη τῆς εἰσόδου.
Κατσαρωμένα τσουλούφια ἔπεφταν στὸ μέτωπό της. Προσπάθησε
μὲ τὰ δάχτυλα νὰ τὰ σηκώσει. Ἄδικος κόπος. Εἶχε φύγει χωρὶς
ὀμπρέλα καὶ στὸ γυρισμὸ κρατοῦσε τὴ ζακέτα πάνω ἀπὸ τὸ
κεφάλι της, γιὰ νὰ προστατέψει τὸ κτένισμα. «Πεταμένα
λεφτά», μονολόγησε καὶ παράτησε τὴν προσπάθεια. Τὸ ρολόι
στὸν ἀπέναντι τοῖχο ἔδειχνε ἕνα τέταρτο πρὶν τὶς δώδεκα.
Εὐτυχῶς εἶχε προλάβει.
Εἶχαν βρεθεῖ στὸ ταβερνάκι
τῆς γειτονιᾶς νὰ γιορτάσουν τὰ γενέθλια τῆς μοναδικῆς φίλης
ποὺ τῆς εἶχε ἀπομείνει. Μαζὶ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς ἑορτάζουσας.
Κάθε χρόνο ἡ ἴδια γυναικεία παρέα. Ὅταν σηκώθηκε νὰ φύγει
πρώτη, οἱ ἄλλες προτίμησαν νὰ περιμένουν ἐκεῖ. Μπόρα ἦταν, σὲ
λίγο θὰ σταματοῦσε. Ἔφυγε, βιαζόταν νὰ γυρίσει σπίτι της.
Τὰ τελευταῖα χρόνια δὲν
μποροῦσε νὰ κοιμηθεῖ νωρίς. Εἶχε περάσει ἄπειρες ὧρες στὴ
σιωπή, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, στραμμένα στὸ ταβάνι τοῦ
δωματίου της νὰ ὀνειρεύεται. Ὥσπου ἕνα βράδυ ἄκουσε τυχαῖα
στὸ ραδιόφωνο τὴν ἐκπομπὴ «Μαζί, Σάββατο καὶ Κυριακή,
δώδεκα μὲ δύο τὴ νύχτα». Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ἔχασε ποτέ. Ἦταν οἱ
καλύτερες στιγμὲς τοῦ εἰκοσιτετραώρου. Ἄκουγε τοὺς ἄλλους
ἀκροατές. Γελοῦσε, σχολίαζε, θύμωνε. Ὅταν
δὲν μποροῦσε νὰ κρατηθεῖ ἄλλο τηλεφωνοῦσε στὸν σταθμό. Τότε
ἄρχιζε τὸ γλυκὸ βασανιστήριο. Νὰ περιμένει, ἂν θὰ τὴν
καλέσει ὁ συντονιστὴς τῆς ἐκπομπῆς.
Ξαφνιάστηκε ἀπὸ τὸν ἦχο τοῦ
τηλεφώνου. Ἀναρωτήθηκε ποιὸς νά ‘ταν τέτοια ὥρα. Ποῦ εἶχε
ἀφήσει τὴ συσκευή; Ἀκουγόταν ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς μάνας της.
Κινήθηκε γρήγορα. Ὅσο ἐπέτρεπαν τὰ πενῆντα πέντε χρόνια
της, τὰ παραπάνω κιλὰ καὶ ἡ ἀρθρίτιδα ποὺ τὴ βασάνιζε, ὅταν
εἶχε ὑγρασία.
Λάθος νούμερο. Κάποιος
ἄγνωστος ζήτησε συγνώμη καὶ τό ‘κλεισε. Εὐτυχῶς ἡ μάνα της
κοιμόταν βαθιὰ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν φαρμάκων.
Γυρίζοντας, στὸ διάδρομο
παραλίγο νὰ σωριαστεῖ στὸ πάτωμα ἀπὸ τὸ γάτο, ποὺ ἔτρεξε νὰ
τριφτεῖ πάνω της. Ἕναν παχύ, κάτασπρο, μὲ πλούσιο τρίχωμα,
ὅπως ὅλες οἱ γάτες Ἀγκύρας. Τὸν παραμέρισε τρυφερὰ μὲ τὸ
πόδι. «Ὄχι τώρα, πασά μου.»
Ἔγειρε στὸ προσκέφαλο τοῦ
κρεβατιοῦ της. Τράβηξε δύο μαξιλάρια γιὰ νὰ εἶναι ὅσο πιὸ
ἀναπαυτικὰ μποροῦσε. Οἱ εἰδήσεις τῶν δώδεκα τέλειωναν. Μετὰ
ἀπὸ λίγο ἄκουγε τὴ γνώριμη φωνὴ τοῦ Γιώργου Πολύζου, τοῦ
παρουσιαστῆ τῆς ἐκπομπῆς.
«…Ἀπόψε θὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς σχέσεις… οἱ γραμμές μας θὰ εἶναι ἀνοιχτὲς μόνο γιὰ γυναῖκες.»
Ἡ πρώτη ἀκροάτρια ἔβαλε τὰ
κλάματα καθὼς ἐξιστοροῦσε πῶς χώρισε μὲ τὸν καλό της πρὶν ἀπὸ
τρία χρόνια. Ὁ Γιῶργος προσπάθησε νὰ τὴν παρηγορήσει. Ἡ
ἀγαπημένη φράση τῆς ἑπόμενης —καὶ τὴν ἐπανάλαβε πολλὲς
φορές— ἦταν «γουρούνια ἄντρες». Οἱ γραμμὲς πῆραν φωτιὰ ἀπὸ
γυναῖκες, ποὺ ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, στόλιζαν τὸ ἀντρικὸ φύλο μὲ
ἄπειρα κοσμητικὰ ἐπίθετα.
«Γιατί πάντα ὁ ἄλλος φταίει;»
ἀναρωτήθηκε φωναχτά. Ἀποφάσισε νὰ τηλεφωνήσει, νὰ βάλει
τὰ πράγματα στὴ θέση τους. Περίμενε ὑπομονετικά. Τὸ ρολόι
ἔδειχνε σχεδὸν μία καὶ μισή. Φοβήθηκε πὼς δὲν θὰ τὰ κατάφερνε
νὰ μιλήσει. Ὥσπου…
«Ἑπόμενή μας ἀκροάτρια ἡ Χαρά, ἀπὸ τὸ Παλαιὸ Ψυχικό.»
Εἶπε «Χαρά». Τὸ ὄνομά της.
«Μιλᾶμε πολὺ συχνὰ μὲ τὴ Χαρά. Πῶς τὰ πᾶς λοιπὸν μὲ τὸν σύντροφό σου; »
«Γειά σου Γιῶργο. Δὲν εἶναι
ὅλα ἄσχημα ὅπως τὰ περιέγραψαν οἱ περισσότερες φίλες. Ἐγώ,
ἐδῶ καὶ πέντε χρόνια, ἔχω μιὰ πολὺ καλὴ σχέση. Μὲ λατρεύει καὶ
μοῦ τὸ δείχνει κάθε στιγμή. Δὲν ἔχει μάτια γιὰ ἄλλη.»
«Μπράβο Χαρά. Εἶσαι πολὺ τυχερή.»
«Τὸ ξέρω. Εἶναι σπάνιο πλάσμα.
Ὅταν τὸν ἔχω ἀγκαλιὰ τρελαίνομαι. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ θέλω νὰ τοῦ
προσφέρω ὅ,τι τοῦ ἀρέσει. Νὰ μὴ τοῦ λείψει τίποτα.»
Ἡ αἴσθηση ὅτι χιλιάδες
ἄνθρωποι ἄκουγαν τὴν ἐξομολόγησή της τὴν ἔκανε νὰ ἱδρώνει.
Αἰσθανόταν σὰν νὰ εἶχε πυρετό. Τὰ μάγουλά της ἔκαιγαν.
«Δυστυχῶς, ὅπως ὅλα τα
ὡραῖα πράγματα στὴ ζωή, Θεέ μου, τί κλισὲ φράση, ἡ θαυμάσια
σχέση μας κάποια στιγμὴ θὰ τελειώσει.»
Τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Χαρὰ τέλειωνε
τὴ φράση της, ὁ Μίλτος μπῆκε στὸ δωμάτιο βαδίζοντας
ἀνάλαφρα. Τοῦ ἔκανε νόημα, φέρνοντας τὸ δάκτυλο στὸ στόμα,
νὰ μείνει ἥσυχος. Αὐτὸς ἀνέβηκε στὸ κρεβάτι, χασμουρήθηκε
καὶ ξάπλωσε δίπλα της.
«Γιατί τὸ λὲς αὐτό; Ἀφοῦ, ὅπως μᾶς εἶπες, ὅλα πηγαίνουν τόσο τέλεια.»
«Ἄς το καλύτερα. Δὲν θέλω οὔτε νὰ τὸ σκέφτομαι.»
« Καλά, ἀφοῦ θέλεις νὰ τὸ κρατήσεις μυστικό… Τὸ ὄνομα τοῦ τυχεροῦ ;»
« Μιλτιάδης»
«Ἄ, σπάνιο ὄνομα»
« Καὶ νὰ σκεφτεῖς ὅτι ἔτσι ἔλεγαν καὶ τὴν πρώτη μου ἀγάπη, στὸ λύκειο.»
«Τί φοβερὴ σύμπτωση ! Καληνυχτίζουμε τὴ Χαρὰ καὶ περνᾶμε στὴν ἑπόμενη ἀκροάτρια.»
Ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο.
Αἰσθανόταν ἀνάλαφρη, ἀνακουφισμένη. Ὁ γάτος ποὺ
λαγοκοιμόταν, ἄνοιξε τὰ μάτια, νιαούρισε παραπονιάρικα
καὶ γύρισε ἀνάσκελα. Ἡ Χαρὰ πρόθυμα τοῦ χάιδεψε τὴν κοιλιά.
«Μπράβο Μίλτο, ἤσουν καλὸ παιδί. Πηγαίνω νὰ σοῦ φέρω τὶς νιφάδες Whiskas ποὺ σ΄ ἀρέσουν.»
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον"