29/3/11

Μαζί...

 


Λε­ω­νί­δας Τούρ­λας

Μα­ζί, δώ­δε­κα μὲ δύ­ο


Μπήκε στο σπίτι καὶ κοι­τά­χτη­κε στὸν κα­θρέ­πτη τῆς εἰ­σό­δου. Κα­τσα­ρω­μέ­να τσου­λού­φια ἔ­πε­φταν στὸ μέ­τω­πό της. Προ­σπά­θη­σε μὲ τὰ δά­χτυ­λα νὰ τὰ ση­κώ­σει. Ἄ­δι­κος κό­πος. Εἶ­χε φύ­γει χω­ρὶς ὀμ­πρέ­λα καὶ στὸ γυ­ρι­σμὸ κρα­τοῦ­σε τὴ ζα­κέ­τα πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ προ­στα­τέ­ψει τὸ κτέ­νι­σμα. «Πε­τα­μέ­να λε­φτά», μο­νο­λό­γη­σε καὶ πα­ρά­τη­σε τὴν προ­σπά­θεια. Τὸ ρο­λό­ι στὸν ἀ­πέ­ναν­τι τοῖ­χο ἔ­δει­χνε ἕ­να τέ­ταρ­το πρὶν τὶς δώ­δε­κα. Εὐ­τυ­χῶς εἶ­χε προ­λά­βει.
       Εἶ­χαν βρε­θεῖ στὸ τα­βερ­νά­κι τῆς γει­το­νιᾶς νὰ γι­ορ­τά­σουν τὰ γε­νέ­θλια τῆς μο­να­δι­κῆς φί­λης ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει. Μα­ζὶ καὶ ἡ ἀ­δελ­φὴ τῆς ἑ­ορ­τά­ζου­σας. Κά­θε χρό­νο ἡ ἴ­δια γυ­ναι­κεί­α πα­ρέ­α. Ὅ­ταν ση­κώ­θη­κε νὰ φύ­γει πρώ­τη, οἱ ἄλ­λες προ­τί­μη­σαν νὰ πε­ρι­μέ­νουν ἐ­κεῖ. Μπό­ρα ἦ­ταν, σὲ λί­γο θὰ στα­μα­τοῦ­σε. Ἔ­φυ­γε, βι­α­ζό­ταν νὰ γυ­ρί­σει σπί­τι της.
       Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κοι­μη­θεῖ νω­ρίς. Εἶ­χε πε­ρά­σει ἄ­πει­ρες ὧ­ρες στὴ σι­ω­πή, μὲ τὰ μά­τια ἀ­νοι­χτά, στραμ­μέ­να στὸ τα­βά­νι τοῦ δω­μα­τί­ου της νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται. Ὥ­σπου ἕ­να βρά­δυ ἄ­κου­σε τυ­χαῖ­α στὸ ρα­δι­ό­φω­νο τὴν ἐκ­πομ­πὴ «Μα­ζί, Σάβ­βα­το καὶ Κυ­ρια­κή, δώ­δε­κα μὲ δύ­ο τὴ νύ­χτα». Ἀ­πὸ τό­τε δὲν τὴν ἔ­χα­σε πο­τέ. Ἦ­ταν οἱ κα­λύ­τε­ρες στιγ­μὲς τοῦ εἰ­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου. Ἄ­κου­γε τοὺς ἄλ­λους ἀ­κρο­α­τές. Γε­λοῦ­σε, σχο­λί­α­ζε, θύ­μω­νε. Ὅ­ταν δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ ἄλ­λο τη­λε­φω­νοῦ­σε στὸν σταθ­μό. Τό­τε ἄρ­χι­ζε τὸ γλυ­κὸ βα­σα­νι­στή­ριο. Νὰ πε­ρι­μέ­νει, ἂν θὰ τὴν κα­λέ­σει ὁ συν­το­νι­στὴς τῆς ἐκ­πομ­πῆς.
      Ξαφ­νι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὸν ἦ­χο τοῦ τη­λε­φώ­νου. Ἀ­να­ρω­τή­θη­κε ποι­ὸς νά ‘ταν τέ­τοι­α ὥ­ρα. Ποῦ εἶ­χε ἀ­φή­σει τὴ συ­σκευ­ή; Ἀ­κου­γό­ταν ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο τῆς μά­νας της. Κι­νή­θη­κε γρή­γο­ρα. Ὅ­σο ἐ­πέ­τρε­παν τὰ πε­νῆν­τα πέν­τε χρό­νια της, τὰ πα­ρα­πά­νω κι­λὰ καὶ ἡ ἀρ­θρί­τι­δα ποὺ τὴ βα­σά­νι­ζε, ὅ­ταν εἶ­χε ὑ­γρα­σί­α.
      Λά­θος νού­με­ρο. Κά­ποι­ος ἄ­γνω­στος ζή­τη­σε συ­γνώ­μη καὶ τό ‘κλει­σε. Εὐ­τυ­χῶς ἡ μά­να της κοι­μό­ταν βα­θιὰ ὑ­πὸ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν φαρ­μά­κων.
      Γυ­ρί­ζον­τας, στὸ δι­ά­δρο­μο πα­ρα­λί­γο νὰ σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα ἀ­πὸ τὸ γά­το, ποὺ ἔ­τρε­ξε νὰ τρι­φτεῖ πά­νω της. Ἕ­ναν πα­χύ, κά­τα­σπρο, μὲ πλού­σιο τρί­χω­μα, ὅ­πως ὅ­λες οἱ γά­τες Ἀγ­κύ­ρας. Τὸν πα­ρα­μέ­ρι­σε τρυ­φε­ρὰ μὲ τὸ πό­δι. «Ὄ­χι τώ­ρα, πα­σά μου.»
      Ἔ­γει­ρε στὸ προ­σκέ­φα­λο τοῦ κρε­βα­τιοῦ της. Τρά­βη­ξε δύ­ο μα­ξι­λά­ρια γιὰ νὰ εἶ­ναι ὅ­σο πιὸ ἀ­να­παυ­τι­κὰ μπο­ροῦ­σε. Οἱ εἰ­δή­σεις τῶν δώ­δε­κα τέ­λειω­ναν. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἄ­κου­γε τὴ γνώ­ρι­μη φω­νὴ τοῦ Γι­ώρ­γου Πο­λύ­ζου, τοῦ πα­ρου­σια­στῆ τῆς ἐκ­πομ­πῆς.
      «…Ἀ­πό­ψε θὰ μι­λή­σου­με γιὰ τὶς σχέ­σεις… οἱ γραμ­μές μας θὰ εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὲς μό­νο γιὰ γυ­ναῖ­κες.»
      Ἡ πρώ­τη ἀ­κρο­ά­τρια ἔ­βα­λε τὰ κλά­μα­τα κα­θὼς ἐ­ξι­στο­ροῦ­σε πῶς χώ­ρι­σε μὲ τὸν κα­λό της πρὶν ἀ­πὸ τρί­α χρό­νια. Ὁ Γι­ῶρ­γος προ­σπά­θη­σε νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σει. Ἡ ἀ­γα­πη­μέ­νη φρά­ση τῆς ἑ­πό­με­νης —καὶ τὴν ἐ­πα­νά­λα­βε πολ­λὲς φο­ρές— ἦ­ταν «γου­ρού­νια ἄν­τρες». Οἱ γραμ­μὲς πῆ­ραν φω­τιὰ ἀ­πὸ γυ­ναῖ­κες, ποὺ ἡ μία με­τὰ τὴν ἄλ­λη, στό­λι­ζαν τὸ ἀν­τρι­κὸ φύ­λο μὲ ἄ­πει­ρα κο­σμη­τι­κὰ ἐ­πί­θε­τα.
      «Για­τί πάν­τα ὁ ἄλ­λος φταί­ει;» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε φω­να­χτά. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ τη­λε­φω­νή­σει, νὰ βά­λει τὰ πράγ­μα­τα στὴ θέ­ση τους. Πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κά. Τὸ ρο­λό­ι ἔ­δει­χνε σχε­δὸν μία καὶ μι­σή. Φο­βή­θη­κε πὼς δὲν θὰ τὰ κα­τά­φερ­νε νὰ μι­λή­σει. Ὥ­σπου…
      «Ἑ­πό­με­νή μας ἀ­κρο­ά­τρια ἡ Χα­ρά, ἀ­πὸ τὸ Πα­λαι­ὸ Ψυ­χι­κό.»
      Εἶ­πε «Χα­ρά». Τὸ ὄ­νο­μά της.
      «Μι­λᾶ­με πο­λὺ συ­χνὰ μὲ τὴ Χα­ρά. Πῶς τὰ πᾶς λοι­πὸν μὲ τὸν σύν­τρο­φό σου; »
      «Γειά σου Γι­ῶρ­γο. Δὲν εἶ­ναι ὅ­λα ἄ­σχη­μα ὅ­πως τὰ πε­ρι­έ­γρα­ψαν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες φί­λες. Ἐ­γώ, ἐ­δῶ καὶ πέν­τε χρό­νια, ἔ­χω μιὰ πο­λὺ κα­λὴ σχέ­ση. Μὲ λα­τρεύ­ει καὶ μοῦ τὸ δεί­χνει κά­θε στιγ­μή. Δὲν ἔ­χει μά­τια γιὰ ἄλ­λη.»
      «Μπρά­βο Χα­ρά. Εἶ­σαι πο­λὺ τυ­χε­ρή.»
      «Τὸ ξέ­ρω. Εἶ­ναι σπά­νιο πλά­σμα. Ὅ­ταν τὸν ἔ­χω ἀγ­κα­λιὰ τρε­λαί­νο­μαι. Γι’ αὐ­τὸ κι ἐ­γὼ θέ­λω νὰ τοῦ προ­σφέ­ρω ὅ,τι τοῦ ἀ­ρέ­σει. Νὰ μὴ τοῦ λεί­ψει τί­πο­τα.»
      Ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι χι­λιά­δες ἄν­θρω­ποι ἄ­κου­γαν τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή της τὴν ἔ­κα­νε νὰ ἱ­δρώ­νει. Αἰ­σθα­νό­ταν σὰν νὰ εἶ­χε πυ­ρε­τό. Τὰ μά­γου­λά της ἔ­και­γαν.
       «Δυ­στυ­χῶς, ὅ­πως ὅ­λα τα ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα στὴ ζω­ή, Θε­έ μου, τί κλι­σὲ φρά­ση, ἡ θαυ­μά­σια σχέ­ση μας κά­ποι­α στιγ­μὴ θὰ τε­λει­ώ­σει.»
      Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ Χα­ρὰ τέ­λει­ω­νε τὴ φρά­ση της, ὁ Μίλ­τος μπῆ­κε στὸ δω­μά­τιο βα­δί­ζον­τας ἀ­νά­λα­φρα. Τοῦ ἔ­κα­νε νό­η­μα, φέρ­νον­τας τὸ δά­κτυ­λο στὸ στό­μα, νὰ μεί­νει ἥ­συ­χος. Αὐ­τὸς ἀ­νέ­βη­κε στὸ κρε­βά­τι, χα­σμου­ρή­θη­κε καὶ ξά­πλω­σε δί­πλα της.
      «Για­τί τὸ λὲς αὐ­τό; Ἀ­φοῦ, ὅ­πως μᾶς εἶ­πες, ὅ­λα πη­γαί­νουν τό­σο τέ­λεια.»
      «Ἄς το κα­λύ­τε­ρα. Δὲν θέ­λω οὔ­τε νὰ τὸ σκέ­φτο­μαι.»
      « Κα­λά, ἀ­φοῦ θέ­λεις νὰ τὸ κρα­τή­σεις μυ­στι­κό… Τὸ ὄ­νο­μα τοῦ τυ­χε­ροῦ ;»
      « Μιλ­τιά­δης»
      «Ἄ, σπά­νιο ὄ­νο­μα»
      « Καὶ νὰ σκε­φτεῖς ὅ­τι ἔ­τσι ἔ­λε­γαν καὶ τὴν πρώ­τη μου ἀ­γά­πη, στὸ λύ­κει­ο.»
      «Τί φο­βε­ρὴ σύμ­πτω­ση ! Κα­λη­νυ­χτί­ζου­με τὴ Χα­ρὰ καὶ περ­νᾶ­με στὴν ἑ­πό­με­νη ἀ­κρο­ά­τρια.»
      Ἔ­κλει­σε τὸ τη­λέ­φω­νο. Αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­νά­λα­φρη, ἀ­να­κου­φι­σμέ­νη. Ὁ γά­τος ποὺ λα­γο­κοι­μό­ταν, ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια, νι­α­ού­ρι­σε πα­ρα­πο­νι­ά­ρι­κα καὶ γύ­ρι­σε ἀ­νά­σκε­λα. Ἡ Χα­ρὰ πρό­θυ­μα τοῦ χά­ι­δε­ψε τὴν κοι­λιά.
      «Μπρά­βο Μίλ­το, ἤ­σουν κα­λὸ παι­δί. Πη­γαί­νω νὰ σοῦ φέ­ρω τὶς νι­φά­δες W­h­i­s­k­as ποὺ σ΄ ἀ­ρέ­σουν.»


Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον"

Δεν υπάρχουν σχόλια: