29/7/11

Λένε πως άγγελος είμαι...

 


Manuel Altolaguirre

Έκπτωτος άγγελος


Λένε πως άγγελος είμαι
και, σκαλί το σκαλί,
τα μέλη μου να σύρω πρέπει,
στο φως, ψηλά, για ν’ αποφτάσω.
Καταπονημένος από τ’ ανέβασμα
φορές-φορές κατρακυλώ.
-Οι πτυχώσεις του χιτώνα μου να φταίνε;-
Μα άγγελος εν πτώσει,
δίχως στην κόλαση να φτάσει,
άγγελος δεν λογίζεται.
Κι αυτό που εγώ
στην πτώση τη μεγάλη μου αντάμωσα,
γλυκό ήταν κι εκτυφλωτικό·
το άρωμά του θυμάμαι,
την κολασμένη του λαγνεία.
Τώρα πια σηκώθηκα
και τη σκάλα νά ’βρω θέλω,
λίγο-λίγο ν’ ανεβώ
-με τα φτερά μου δίχως-
το Γολγοθά μου.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
 
*****************************


Para alcanzar la luz 

Dicen que soy un ángel
y, peldaño a peldaño,
para alcanzar la luz
tengo que usar las piernas.
Cansado de subir, a veces ruedo
(tal vez serán los pliegues de mi túnica),
pero un ángel rodando no es un ángel
si no tiene el honor de llegar al abismo.
Y lo que yo encontré en mi mayor caída
era blando, brillante;
recuerdo su perfume,
su malsano deleite.
Desperté y ahora quiero
encontrar la escalera,
para subir sin alas
poco a poco a mi muerte.


Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 3, αφιέρωμα στη γενιά του ’27 της ισπανικής ποίησης.

25/7/11

Ο χρόνος, γλύπτης των ανθρώπων παράφορος...

 


Οδυσσέας Ελύτης

Η Μαρίνα των βράχων


'Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ώς το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ’λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ώς το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.


22/7/11

Στους ακριβούς σου εμπρός θεούς ξεχνούσαν το θεό τους...



Leconte De Lisle

Υπατία

Από το θρόνο όταν της γης τα μεγαλεία όταν πέφτουν,
Όταν τα θεία θρησκεύματα γερμέν’ από τα χρόνια,
Το μονοπάτι παίρνοντας το ερημικό της λήθης,
Τους αστραποκαμένους των βωμούς ριγμένους βλέπουν,

Όταν το φύλλο σκορπιστό του δέντρου της Ελλάδος,
Των προπυλαίων των έρημων το δρόμο αποσκεπάζει,
Κ’ εκείθε από τα πέλαγα τα νυχτοβυθισμένα,
Ο νους ο ανθρώπινος τραβάει προς νέον ήλιο πέρα,

Των νικημένων των θεών την τύχη αγκαλιάζει,
Πάντοτε μια τρανή καρδιά και τους βοηθάει που πάσχουν∙ 
Η αυγή των νέων ημερών τη θλίβει, την πληγώνει,
Στον ουρανόν ακολουθεί τ’ αστέρι των προγόνων.

Με ροιζικό καλλίτερον άλλοι καιροί ας προβάλλουν,
Κι από ένα κόσμο γέροντα δίχως φροντίδα ας φεύγουν
Στο ευτυχισμένο τ’ όνειρο της νιότης καρφωμένη,
Βαθειά τη στάχτη των νεκρών ακούει ν’ ανατριχιάζη.

Ήρωες τότε και σοφοί ξυπνούν ζωή γεμάτοι!
Τα τραγουδούν οι ποιηταί τα ωραία ονόματά των,
Και των ονείρων ο Όλυμπος με το ιερό τραγούδι
Στυλώνετ’ ελεφάντινος μέσα στους Παρθενώνες!

Κόρη, που θρήσκα επρόβαλες και με το φόρεμά σου
Των κοιμισμένων σου θεών εσκέπασες το μνήμα,
Ω της λατρείας των, σβυστής, ιέρεια ταιριασμένη,
Άδολη ακτίνα και στερνή μεσ’ απ’ τους ουρανούς των!


Παρθένα μεγαλόψυχη, δική μου αγάπη, χαίρε!
Η μπόρα όταν ετάραξε τον πατρικό σου κόσμο,

Με τον μεγάλο Οιδίποδα στην εξορία πήγες,
Και μ’ έρωτα παντοτεινό τον τίλυξες εκείνον.


Ορθή, φεγγαροπρόσωπη μεσ’ στους αγίους ναούς σου,
Που παραιτούσαν κ’ έφευγαν ταχάριστα τα πλήθη,
Στο μαντικό τον τρίποδα Πυθία θρονιασμένη,
Οι προδομένοι Αθάνατοι μεσ’ στη καρδιά σου εζούσαν.

Στα σύγνεφα τα πύρινα τους έβλεπες! περνούσαν
Και με σοφία και μ’ έρωτα σε πότιζαν ακόμα,
Και τ’ όνειρό σου μάγευε, κι άκουεν η γη να ψάλλη,
Της Αττικής η μέλλισα στα ολόχρυσά σου χείλη,


Σα νέος λωτός που σων σοφών τα μάτια εμπρός ανθίζει,
Λουλούδι της χρυσόστομης και της δικαίας ψυχής των,
Στων περασμένων την νυχτιά, πιο λίγο τότε μαύρη,
Ο νους σου έκανες κ’ έλαμπε μεσ’ απ’ την ομορφιά σου.


Τα σοβαρά μαθήματα της αρετής αιωνίας
Έσταζαν απ’ τα χείλη σου και τις καρδιές μαγεύαν,
Κ’ οι Γαλιλαίοι που με φτερα σ’ έβλεπαν στο όνειρό τους,
Στους ακριβούς σου εμπρός θεούς ξεχνούσαν το θεό τους.


Αλλά τους έσερνε ο καιρός όλους αυτούς μακρυά σου,
Γιατί κ’ αδύνατη κλωστή τους έδενε μ’ εσένα,
Προς της επαγγελίας τη γη τους έβλεπες να φεύγουν 
Όμως η παντογνώστρα εσύ μαζί τους δεν επήγες.

Κόρη για τέτοιο φρένιασμα τι σ’ έμελλεν εσένα;
Δεν είχες την Ιδέαν εσύ που γύρευαν οι άλλοι;
Ήξερες μέσα στων καρδιών τα βάθη να διαβάζης,
Τίποτε δε σ’ απόκρυψαν καλόβουλ’ οι θεοί σου.


Σοφή παιδούλα, πάναγνη μέσα στ αγνά σου αδέρφια,
Μέτωπο τρισεγευνικό χωρίς καμμιά κηλίδα,
Και ποια ψυχή τραγούδησε σε πλέον ωραία χείλη,
Ποια καθαρότερη έλαμψε στα μάτια τα εμπνευσμένα;

Να γγίξουν δεν ετόλμησαν τ’ άγγιχτο φόρεμά σου,
Τα χέρια σου δεν πείραξαν του αιώνος οι αμαρτίες
Προς την αστέρινη Ζωή τα μάτια υψωμένα,
Μακρυά απ’ την ανθρώπινη κακία, περπατούσες.


Σ’ αναθεμάτισεν εσέ χυδαίος ο Γαλιλαίος,
Σε χτύπησεν, αλλ’ έπεσες τρανώτερη, και τώρα
Της Αφροδίτης το κορμί, του Πλάτωνος το πνεύμα
Απ’ της Ελλάδος έφυγαν τους ουρανούς για πάντα!


Κοιμήσου, θύμα ολόλευκο, στα βάθη της ψυχή μας,
Μεσ’ στο λωτοστεφάνωτο παρθένο σάβανό σου,
Κοιμήσου η ρυπαρή ασχήμια στον κόσμο βασιλεύει,
Το δρόμο τον εχάσαμε που φέρνει προς την Πάρο!

Στάχτη οι θεοί, βουβή και η γη, στον αδειανό ουρανό σου
Φωνή δεν ξανακούεται, κοιμήσουαλλ’ όμως μένε
Ζωντανεμένη στην καρδιά του ποιητή και ψάλλε
Της τρισαγίας Ομορφιάς τον εναρμόνιον ύμνο.


Μόνη αυτή στέκει ζωντανή κι ασάλευτη κ’ αιώνια,
Ο θάνατος τα σύμπαντα ταράζει και σκορπίζει,
Αλλ’ η Ομορφιά λαμποκοπάει, κι όλα τα ξαναπλάθει,
Και κάτου απ’ τ’ άσπρα πόδια της γυρνούν ακόμα οι κόσμοι!




Μετάφραση / απόδοση: Κωστής Παλαμάς

19/7/11

Το στεφάνι του ελέους και της ζωής...

 


Georg Trakl

Βράδυ του χειμώνα

Σαν το χιόνι θα φανεί
κι η καμπάνα θα ηχήσει
δείπνο γύρω θα μυρίσει
και οι δρόμοι αδειανοί.

Ένας -να!- ταξιδευτής,
σκοτεινός, στην πόρτα φτάνει∙
λάμπει πλούσιο το στεφάνι
του ελέους και της ζωής.

Μπήκε εκείνος σιωπηλά,
πόνος γύρω του σκορπάει∙
οίνος τώρα πια κυλάει
κι άρτος σαν από ψηλά.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

***************************

Ein Winterabend

Wenn der Schnee ans Fenster fällt,
Lang die
Abendglocke läutet,
Vielen ist der Tisch bereitet
Und das Haus ist
wohlbestellt.

Mancher auf der Wanderschaft
Kommt ans Tor auf dunklen Pfaden.
Golden blüht der Baum der Gnaden
Aus der Erde kühlem Saft.

Wanderer tritt still herein;
Schmerz versteinerte die Schwelle.
Da erglänzt in reiner Helle
Auf dem Tische Brot und Wein.



15/7/11

Βαθύσκιωτες πλαγιές..ολόλαμπρες πηγές...

 


Herman Melville

Μαρλένα

Μακριά μέσα στη θάλασσα είναι η Μαρλένα,
μια γη σκιών και χειμάρρων,
μια γη πολλών απολαύσεων,
σκοτεινές, και απότομες, οι ακτές σου, Μαρλένα∙
αλλά πράσινοι, και δειλοί, οι απαλοί σου λοφίσκοι,
που κουρνιάζουν πίσω από τις δασώδεις εκτάσεις.
Βαθύσκιωτες οι πλαγιές σου, ολόλαμπρες οι πηγές σου,
σαν μάτια στη γη που σε παρατηρούν.
Πόσο γοητευτικά τα λημέρια σου, Μαρλένα! ―
Ω, τα νερά που κυλούν μέσα στον Όνιμου∙
ω, τα φύλλα που θροΐζουν μέσα από τον Πόνοου:
Ω, τα ρόδα που ανθίζουν στην Τάρμα.
Έλα, και δες την πεδιάδα της Βίνα:
Πόσο γλυκά, πόσο δροσερά, τα νησιά από την Ίνα.
Ναι! Είναι απόγευμα του γεμάτου,
                        του ολόγιομου φεγγαριού,
και πάντα η εποχή των φρούτων,
και πάντα η ώρα των λουλουδιών
και ποτέ η στιγμή των βροχών και των σφοδρών ανέμων,
όλα μέσα και γύρω από τη Μαρλένα.
Απαλός στεναγμός τα κλαδιά στον γαλήνιο ουρανό,
απαλή αγκαλιά η ακτή για τα μεγάλα κύματα εκεί∙
και στα δάση ή πλάι στους χειμάρρους,
εσύ το δίχως άλλο πρέπει να αποκοιμηθείς
                                               στη Χώρα των Ονείρων.


Μετάφραση: Παναγιώτης Ράμμης

12/7/11

You want me to go without....

Της στιγμής εκείνης το επιφώνημα...

 



Γιάννης Βαρβέρης

Επιφώνημα

Μου χάρισες μια ζωή                                  
και γλώσσα μία.                                         
Μόνος μου δόθηκα μετά                             
σε γλώσσες ξένες                                       
άλλων, εξωτικών ανθρώπων.                     
Σπούδασα ως και τα πιο ακραία                  
επιφωνήματά τους                                       
ώστε ν' αναγνωρίζω την βαθύτερη
οδύνη τους.

Εφόσον όμως ζεις
κανένας
ούτε κι η φαντασία
μπορεί να πει
στα ελληνικά ποιο θα 'ναι
της στιγμής εκείνης
το επιφώνημά μου.


**********************


Αντίδωρο

Μπορεί 
ήδη από έφηβος 
να μη σε ακολουθώ στις εκκλησίες
να μη νηστεύω
να μην κοινωνώ∙
όμως όταν γυρίζεις κάθε Κυριακή
από της θείας λειτουργίας
την ζηλευτή ηρεμία
πάντοτε παίρνω από τα χέρια σου
το λευκό αντίδωρο-
είδος αρχαίου μαστού γαλακτοφόρου
που έχει από τόσα χρόνια κοιμηθεί.


Πρώτη δημοσίευση: post mortem, στο περιοδικό "Πλανόδιον", τεύχος 50ο.

9/7/11

Αίμα μου που ρέεις κι απ' το στέρεμα μετά...

 


Θεοδόσης Βολκώφ

Το μαύρο μου ρόδο

                                            A. S.
Ρόδο μου
Ρόδο μου Μαύρο
Πληγή μου μετά την πληγή
Έρωτά μου μετά τον Έρωτα
Αίμα μου
που ρέεις κι απ’ το στέρεμα μετά
της θλίψης προσφωνήσεις – βλέπεις – τώρα επισωρεύω.

Ομορφιά μου ανώφελη
στο αγκάθι σου ακόμα προσκολλάσαι
κι είναι πληγές που δεν μπορείς να κλείσεις
μόνο τον πόνο
στον ήδη πόνο να προσθέτεις·
όχι φύλλο όχι πέταλο μίσχος όχι
αγκάθι αγκάθι μόνο
αυτή η πύκνωσή σου.

Να σ’ αγγίζω και να ματώνω
να μ’ αγγίζεις και να μαραίνεσαι
να μεγαλώνει η οδύνη κάθε μέρα
η κάθε νύχτα να ριζώνει θύμηση
βαθύτερα όλο
και η στερνή καταφυγή να μην υπάρχει
το φταίω το φταις λυτρωτικό
η κατηγόρια του ένα για τον άλλο.

Ρόδο μου
Ρόδο μου Μαύρο
Πληγή μου μετά την πληγή
Έρωτά μου μετά τον Έρωτα
Αίμα μου
που ρέεις κι απ’ το στέρεμα μετά
της θλίψης προσφωνήσεις τώρα επισωρεύω
να σε καλώ
να σε καλώ
κι εσύ να γυρίζεις
όχι.


6/7/11

Με πιστεύεις τώρα;...

 


Raúl Gómez Jattin

Το τραγούδι ενός έρωτα ειλικρινούς

Υπόσχομαι αιώνια να μην σε αγαπάω,
ούτε πιστός ως το θάνατο να σου είμαι,
ούτε χέρι-χέρι να πηγαίνουμε,
ούτε με ρόδα να σε ραίνω,
ούτε πάντα με πάθος να σε φιλώ.
Ορκίζομαι ότι θα υπάρχουν λύπες,
προβλήματα θα υπάρχουν και διενέξεις∙
και άλλες γυναίκες θα κοιτάξω,
και άλλους άντρες θα κοιτάξεις,
ορκίζομαι πως για ’μένα τα πάντα δεν είσαι
ούτε ο ουρανός μου, ούτε ο μόνος λόγος μου να ζω,
αν και, πού και πού, μου λείπεις.
Υπόσχομαι να μην σε ποθώ παντοτινά
κάποτε η πηγή σου θα με κουράζει
κι εσένα θα κουράζει το δικό μου μέλος
και τα μαλλιά σου κάποτε
το πρόσωπό μου θα ενοχλούν
Ορκίζομαι ότι στιγμές θα υπάρχουν
που μίσος αμοιβαίο θα μας μεθά
και σε όλα ένα τέλος να τεθεί θα θέλουμε
κι ίσως όντως να τεθεί,
μα σου λέω ακόμα πως θ’ αγαπηθούμε
θα δημιουργήσουμε, θα μοιραστούμε.
Με πιστεύεις, τώρα, πως σ’ αγαπώ;


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

**************************

Canción del Amor Sincero 

Prometo no amarte eternamente,
ni serte fiel hasta la muerte,
ni caminar tomados de la mano,
ni colmarte de rosas,
ni besarte apasionadamente siempre.
Juro que habrá tristezas,
habrá problemas y discusiones
y miraré a otras mujeres
vos mirarás a otros hombres
juro que no eres mi todo
ni mi cielo, ni mi única razón de vivir,
aunque te extraño a veces.
Prometo no desearte siempre
a veces me cansaré de tu sexo
vos te cansarás del mío
y tu cabello en algunas ocasiones
se hará fastidioso en mi cara
Juro que habrá momentos
en que sentiremos un odio mutuo,
desearemos terminar todo y
quizás lo terminaremos,
mas te digo que nos amaremos
construiremos, compartiremos.
¿Ahora si podrás creerme que te amo?



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet, τεύχος 14, Μάρτιος 2011 

3/7/11

Κουκούτσι, τεύχος 4


Η δική μας συμβολή στο τρέχον τεύχος; 

Κριτική για την τελευταία ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη, με τίτλο "Εδώ κι εκεί".

Καλή ανάγνωση!

1/7/11

Για ένα καλύτερο αύριο στην Αίγυπτο...






(..όχι ότι εμείς δεν το χρειαζόμαστε...)