11/2/12

Υπηρέτης αφεντάδων...


 

Υπηρέτης πόσων και ποιων αφεντάδων;



«Υπηρέτης δύο αφεντάδων»
Κάρλο Γκολντόνι
ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης
Καλοκαίρι 2011


«Τα δύο βιβλία στα οποία βασίστηκα περισσότερο και που ποτέ δεν θ’ απαρνηθώ είναι ο Κόσμος και το Θέατρο.» Η ρήση αυτή, δια στόματος Γκολντόνι στα 1700, δικαιώνεται περίτρανα στην κωμωδία του, όπου οι δύο κόσμοι, της πραγματικότητας και της σκηνής, συντήκονται σ’ ένα ενιαίο σύμπαν. Σύμπαν, στο οποίο οι ηθοποιοί γίνονται ο συνάνθρωπος του 21ου αιώνα και σατιρίζουν πάθη αιώνια και πανανθρώπινα. 

            Το έργο συνιστά ουσιαστικά πάντρεμα δύο παράλληλων ιστοριών, οι οποίες πλέκονται ομαλά μεταξύ τους, καταδεικνύοντας τη μαεστρία του δημιουργού. Ωστόσο, ο θεατής παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από τη σκοπιά του πρωταγωνιστή, στου οποίου την ιστορία δίνεται το προβάδισμα. Αφενός λοιπόν μετέχει στο δράμα ενός ερωτευμένου ζευγαριού που αναγκάζεται, λόγω συνθηκών, να χωρίσει προσωρινά, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει αργότερα ένα κυνηγητό –κρυφτό, καλύτερα– καθώς ο ένας αναζητά τον άλλον. Αφετέρου, γίνεται μάρτυρας της πονηρίας ενός υπηρέτη που επιδιώκει το μέγιστο όφελος, εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία. Έτσι, ο υπηρέτης παραβαίνει τον κανόνα και προσφέρει τις υπηρεσίες του σε δύο αφεντάδες ταυτόχρονα, τους δύο ερωτευμένους. Το πράττει δε με τόση χάρη και σκέρτσο, που μόνο αγαπητός γίνεται στο θεατή (ίσως και να του θυμίζει κάτι), καθιστώντας τον συνένοχο στην απάτη του: μια απάτη γλυκειά και φίνα, μέσα στον πανικό ευτράπελων καταστάσεων, συμπτώσεων και παραβλέψεων.

            Τόσο το έργο του 1745, όσο και η παράσταση του 2011 συνιστούν χαρακτηριστικό  δείγμα της Commedia dellarte. Ο Γκολντόνι έγραψε το έργο στην Πίζα για τον πασίγνωστο τότε αρλεκίνο και χαρισματικό ηθοποιό, Antonio Sacchi, κατά τον τρόπο που γράφονταν τα κείμενα του συγκεκριμένου δραματικού είδους, δηλαδή με ένα γενικό πλαίσιο όσον αφορά την υπόθεση, επιτρέποντας και μάλιστα επιβάλλοντας τον αυτοσχεδιασμό, τους ad hoc διαλόγους και τους εκάστοτε επίκαιρους αστεϊσμούς, στοιχεία που αποδείκνυαν τον ικανό ηθοποιό. Επίσης, στη συγκεκριμένη κωμωδία εμφανίζονται όλες σχεδόν οι αρχετυπικές μορφές και οι χαρακτήρες του είδους: ο πονηρός (μάλλον κουτοπόνηρος) υπηρέτης, ο λυπημένος αρλεκίνος, οι ερωτοχτυπημένοι νέοι, ο ξεπεσμένος Ντοτόρε, και φυσικά ο φιλάργυρος Πανταλόνε. Αλλά και η παράσταση του έργου από το ΔΗΠΕΘΕΚ εντάσσει πλείστα στοιχεία της Commedia dellarte, όπως τους μίμους, τις μάσκες, την έμφαση στην κίνηση των ηθοποιών και βέβαια τους χαρακτήρες. 

            Όσον αφορά δε το ρόλο του υπηρέτη, πρόκειται για ρόλο που ξεφεύγει απ’ τα στενά όρια της υπόθεσης, για να γίνει πολυεπίπεδος και καθολικός. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο Τρουφαλντίνο υπηρετεί δύο αφεντάδες-κυρίους, τη Βεατρίκη Ρασπόνι και τον Ρομπέρτο Αρετούζι. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όπως ο ίδιος εκμυστηρεύεται στο θεατή, υπηρετεί δυο άλλους αφεντάδες, την αφεντιά του και την αγαπημένη του Σμεραλντίνα, εκτελώντας σε αυτήν την περίπτωση το καθήκον του ως καλός σύζυγος. Σίγουρα ο Τρουφαλντίνο θα καλούνταν να υπηρετήσει κι άλλα πρόσωπα, ως υπηρέτης πλέον τέκνων, γειτόνων κοκ. Αυτό παραπέμπει στον πολυσύνθετο ρόλο καθενός που καλείται να «υπηρετήσει» όχι μόνο διάφορα πρόσωπα γύρω του, αλλά, συχνά, πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, κάποιες φορές μάλιστα αντικρουόμενα, εντός του ίδιου του του εαυτού. Καθένας μας υπηρετεί τον πολύπλευρο εαυτό του, έναν Τρουφαλντίνο κι έναν –όχι και τόσο φανταστικό– Πασκουάλε, και ταυτόχρονα πολλούς άλλους. Ευχής δε έργον θα ήταν να έχει κανείς το δικαίωμα και την ευκαιρία να επιλέγει πάντα τους «αφεντάδες» πάνω απ’ το κεφάλι του. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, σε πολλά γεωγραφικά πλάτη και χρονολογικά μήκη ανά τους αιώνες, κάτι τέτοιο ήταν και παραμένει αδύνατον.

Συγκινητική είναι η συνάντηση επί σκηνής του υπηρέτη Τρουφαλντίνο με το alter ego του, τον Αρλεκίνο, στις δύο κρίσιμες στιγμές του ψυχολογικού βάθους και ύψους του πρώτου. Την πρώτη φορά ο Αρλεκίνος, σύμβολο του κατατρεγμένου κατεργάρη, έρχεται εις αρωγήν του απογοητευμένου, από τις γκάφες, υπηρέτη, κατορθώνοντας, με τη βουβή του παρακίνηση, να τον εμψυχώσει. Τη δεύτερη φορά, προς το τέλος της παράστασης, ο Αρλεκίνος εμφανίζεται σαν για επιβράβευση του υπηρέτη που τελικά πάλι τα κατάφερε. Υπηρέτης κι Αρλεκίνος γίνονται τότε ένα, μέσα στη γλυκόπικρη γεύση του φινάλε.


Μπορεί ο Τρουφαλντίνο ν’ αναζητούσε το μέγιστο δυνατό όφελος απ’ τις περιστάσεις, αλλά και οι συντελεστές της παράστασης φρόντισαν για το ύψιστο καλλιτεχνικό κι αισθητικό αποτέλεσμα. Το ΔΗΠΕΘΕΚ φάνηκε να ξεπερνά τον εαυτό του, με την καταλυτική συμβολή του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή. Ο Κακλέας φρόντισε για μια ισορροπημένη και πλούσια σκηνοθεσία, ενώ ο Χαραλαμπόπουλος, ταλαντούχος κωμικός ηθοποιός, άφησε την υποκριτική δεινότητά του να λάμψει, με την, παραπάνω από σωστή, κίνησή του –από slow motion μέχρι ρυθμούς Βέγγου–, την άκρως απολαυστική έκφραση και τον σωστό τονισμό του. Απίθανος κι ο Μυλωνάς, σε χρέη Πανταλόνε. Επιτυχία της παράστασης ήταν η διανομή ακριβείας που έδωσε μια δεμένη ομάδα επί σκηνής. Η μετάφραση στάθηκε στα υψηλά επίπεδα στα οποία έχει συνηθίσει το κοινό ο Μπελλιές, και η Μαργαρίτη εντυπωσίασε με κοστούμια υψηλής αισθητικής, κυρίως στα έξοχα κι αρμονικά ενταγμένα μουσικοχορευτικά ιντερμέδια. Εξαιρέσεις –που επιβεβαιώνουν ωστόσο τον υπέρκομψο κανόνα– συνιστούν η κάπως άστοχη επιλογή του γενικού σκηνικού που παραπέμπει σε σκουριασμένο κατάστρωμα πλοίου, οι περιττές βιντεοπροβολές που δεν προσθέτουν αισθητικά, αντιθέτως, αποσπούν την προσοχή (κυρίως στην επιτυχημένη εναρκτήρια σκηνή και τα χορευτικά), η αρκετά άκομψη σκηνή της επανένωσης των ερωτευμένων και τέλος, η θαμπή ερμηνεία της Φαίης Ξυλά σε βασικό ρόλο της παράστασης. Όσο για την πολιτική, καλύτερα να υποχωρεί έναντι του σανιδιού και του έργου.

Ο Γκολντόνι είχε γράψει στην εισαγωγή του έργου το εξής: «Όμως παρακαλώ όλους εκείνους που θα ενσαρκώσουν το ρόλο του Τρουφαλντίνο, όσες φορές επιθυμούν να προσθέτουν κάτι δικό τους, να απέχουν από χυδαίες λέξεις και βρώμικα αστεία…» Η παράσταση του 2011 όχι απλώς σεβάστηκε την παράκληση αυτή του συγγραφέα, αλλά εμπλούτισε το έργο με χιούμορ αληθινό και πηγαίο. Τι μπορεί να πει κανείς; Θα επαναλάβω την επιφώνηση του Τρουφαλντίνο: «Spettacoloso




Έλενα Σταγκουράκη,
Αθήνα, 2 Ιουλίου 2011


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα Ευθύνη", τεύχος 7.

Δεν υπάρχουν σχόλια: