29/8/14

"Πέρσες"...


"Πέρσες"
 του Αισχύλου, 
σκην. Νικαίτης Κοντούρη, 
ΚΘΒΕ, 
2014
***************************************
Ο Αισχύλος, έχοντας αγωνιστεί στην πρώτη γραμμή στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, σε αντίθεση με το σύγχρονο Έλληνα που εξαντλεί τον πατριωτισμό του στο χειροκρότημα του "ίτε παίδες Ελλήνων", διακόπτοντας επιπλέον την παράσταση σε μια κρίσιμη στιγμή, περιγράφει στην τραγωδία του την πανωλεθρία που υπέστη ο στρατός των Περσών σε επανειλημμένη εκστρατεία του κατά των Ελλήνων. Λαός πλούσιος, με οργανωμένες δομές και υπό τις προσταγές ενός βασιλιά, απέναντι στους ολιγάριθμους, ασύντακτους και ελεύθερους Ίωνες, θα γίνει έρμαιο της αλαζονείας του ηγέτη του και της βούλησης των θεών. Έτσι, ο θρήνος του ηττημένου εχθρού γίνεται εμμέσως νικηφόρο άσμα και έπαινος των Ελλήνων για τη νίκη και την αυταπάρνησή τους. Κάτι το έμμεσο ή μάλλον ημιτελές χαρακτήριζε και τη σκηνοθεσία της Κοντούρη, δίνοντας την εντύπωση σε πολλές περιπτώσεις πως κάτι πάει να γίνει ή να ειπωθεί, το οποίο εν τέλει έμενε στη μέση. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το στοιχείο της υπερβολής, έντονο για παράδειγμα τόσο στην απόδοση των συναισθημάτων της 'Ατοσσας, όσο και στην -άλλοτε υπερβολική και άλλοτε ανύπαρκτη- κίνηση του Αγγελιαφόρου, όπως και στην επίκληση του νεκρού Δαρείου. Το αποτέλεσμα είναι η πόζα, ενδεικτική της οποίας είναι ειδικά η σύλληψη της Άτοσσας, δεδομένου ότι το ρόλο ερμήνευσε άνδρας ηθοποιός. Άτοπη έως σκηνοθετικά λανθασμένη θεωρούμε την εμφάνιση του ολόγυμνου Ξέρξη. Η όποια μεταφορική λειτουργία καταρρίπτεται, το λιγότερο εφόσον πρόκειται για το βασιλιά των Περσών.
Γενικά υπήρχαν στοιχεία στη σκηνοθεσία που την δυναμίτιζαν και δεν της επέτρεπαν να έχει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε. Ερμηνευτικά απολαύσαμε έναν έξοχο χορό, δεμένο μες στην πολυφωνία του και με ρυθμό, ο οποίος προκάλεσε ρίγη τόσο κατά την εξιστόρηση των δεινών των Περσών, όσο και στην αντίδραση των χαροκαμένων πατεράδων. Στο πρώτο συνέβαλε και η ερμηνεία του Αγγελιαφόρου από τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, αν και αρκετά ασταθής και άνιση. Από το χορό ξεχώρισαν ο Νικόλας Μαραγκόπουλος, ο Δημήτρης Καραβιώτης, ο Βασίλης Σπυρόπουλος και ο Γιάννης Χαρίσης. Από τις τρεις "Νύφες του πένθους", με καίριο ρόλο και λόγο στην παράσταση, ξεχωρίσαμε την Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, για το βάρος και το ανάστημα, το ήθος που εμπορεί να εκπέμψει και κπέμπει σε μια τραγωδία, ακόμη με ένα βλέμμα, ακόμη και σε παρουσίαση ενός λεπτού. Όχι ιδιαίτερα πειστική η ερμηνεία του Σακελλαρίου. Μετέωρη η ερμηνεία του Φέρτη, με έναν επιβλητικά νηφάλιο Δαρείο, με άτονη, ωστόσο, και αμήχανη έξοδο. Ο δε Ξέρξης, τόσο σκηνοθετικά, όσο και ερμηνευτικά (Γιώργος Κολοβός), δεν ήταν μόνο αποτυχημένος, αλλά σωστή παρωδία. Το τσέλο του Θοδωρή Παπαδημητρίου έδενε αρμονικά (θρηνητικά) με το σύνολο. Εμβρόντητοι μείναμε από τα σκηνικά του Πάτσα, όχι λόγω ακαλαισθησίας
(αντιθέτως), αλλά επειδή τα ίδια είχε χρησιμοποιήσει στον περσινό "Αγαμέμνονα" και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο (επικλινής βάση, καταπακτές από όπου πέρυσι εμφανίζονταν μέλη του χορού και φέτος οι Νύφες, και η καταπακτή με το νερό για τον περσινό αγγελιαφόρο και τον φετινό Ξέρξη). Αισχύλος και εκείνος, αμφιβάλλουμε ωστόσο ότι αυτό συνιστά επαρκή δικαιολογία. Τον Μετζικώφ τον θεωρούμε μοναδικό και άφταστο στο είδος του, ωστόσο σκηνογραφικά η μια παράσταση συνιστά αντιγραφή της άλλης. Σπαρακτική η τελευταία σκηνή με τα διάσπαρτα κορμιά, και θα ήταν εξίσου σπαρακτική αν αυτά δεν ήταν γυμνά ή μισόγυμνα. Η σκηνοθέτις μοιάζει να επηρεάστηκε από την υπερβολική στάση του Ξέρξη, και αν όχι με ολέθρια, σίγουρα με ασαφή αποτελέσματα.

Έλενα Σταγκουράκη

28/8/14

Ελπίδα δεν υπάρχει καμιά...


















Idea Vilariño

Ελπίδα δεν υπάρχει καμιά

Ελπίδα δεν υπάρχει
τα πάντα πως θα φτιάξουν
ο πόνος πως θα πάψει
κι ο κόσμος πως θα ισιώσει.
Καμία εμπιστοσύνη
πως η ζωή θα στρώσει
του χάους τις στιγμές και
τα δόλια νεύματά της.
Κανένα αλέγκρο τέλος
ούτε φιλί διαρκείας
με δόσιμο και πάθος
προάγγελμα ευτυχίας.
Ούτε κι ένα δροσάτο
πρωινό όλο ευωδίες
ν’ αρχίσουμε κεφάτοι.
Πιο πιθανό ο πόνος
εκ νέου να εισβάλει
και τίποτα μην μείνει
χωρίς σκληρό σημάδι.
Θα πρέπει να αντέξεις
ολοένα ν’ αναπνέεις
το φως να υπομένεις
και το όνειρο να υβρίζεις∙
μαγείρεμα άνευ πίστης
γαμήσι άνευ πάθους
και μάσημα άνευ γεύσης:
για πάντα δίχως δάκρυα.


Μτφρ: Έλενα Σταγκουράκη

25/8/14

Πλανόδιον: από το χθες στο σήμερα...



ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ τοῦ 2012 τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ 26 χρό­νια καὶ 52 τεύ­χη στα­μά­τη­σε τὴν ἔκ­δο­σή του. Τὸ σκε­πτι­κὸ τοῦ στα­μα­τή­μα­τος τῆς ἔκ­δο­σης καὶ κά­ποι­ες ἄλ­λες σκέ­ψεις τοῦ ἐκ­δό­τη του μπο­ρεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης τῶν γραμ­μῶν αὐ­τῶν νὰ δεῖ τό­σο στὴν ἀποχαιρετιστήριο εὐχαριστήρια ἐπιστολὴ τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ πρὸς τοὺς συν­δρο­μη­τές του, ὅ­σο καὶ στὴν συνέντευξή του πρὸς τὴν Ὄλ­γα Σελ­λᾶ στὴν Κυ­ρι­α­κά­τι­κη Κα­θη­με­ρι­νὴ τῆς 29ης Σε­πτεμ­βρί­ου 2013. Ἦ­ταν μιὰ ὥ­ρι­μη κί­νη­ση ποὺ ἀ­πο­δέ­σμευ­σε χρό­νο γιὰ ἄλ­λες πιὸ προ­σω­πι­κὲς δη­μι­ουρ­γι­κὲς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τοῦ δι­ευ­θυ­ντῆ του, καὶ ταυ­τό­χρο­να —μο­λο­νό­τι κά­τι τέ­τοι­ο δὲν εἶ­χε προ­σχε­δια­στεῖ— ἔ­δω­σε τὴν εὐ­και­ρί­α σὲ μιὰ ὁ­μά­δα νε­ώ­τε­ρων τα­κτι­κῶν συ­νερ­γα­τῶν του νὰ τὸ «ἀ­να­βι­ώ­σουν» μὲ νέ­ο τί­τλο ποὺ ὡς συ­νέ­χεια πα­ρα­πέμ­πει στὸν κό­σμο τῶν ἀ­ξι­ῶν τοῦ πα­λιοῦ.
       Ἔ­τσι τὸ Νέ­ο Πλα­νό­διον μὲ ἐκ­δό­τη καὶ δι­ευ­θυν­τὴ τὸν Κώ­στα Κου­τσου­ρέ­λη καὶ συν­τα­κτι­κὴ ὁ­μά­δα τοὺς Γι­ῶρ­γο Βαρ­θα­λί­τη, Κων­σταν­τῖ­νο Που­λῆ, Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη καὶ Λε­ω­νί­δα Στα­μα­τε­λό­που­λο ἔ­κα­νε μέ­σα στὸν χρό­νο ποὺ δι­α­νύ­ου­με τὰ δύ­ο πρῶ­τα του βή­μα­τα. Μὲ τὰ δύ­ο μέ­χρι στιγ­μῆς τεύ­χη του τὸ Νέ­ο Πλα­νό­διον προ­ε­κτεί­νει ἐν­δυ­να­μώ­νον­τας τὶς κα­λύ­τε­ρες πλευ­ρὲς τοῦ πα­λιοῦ. Τὸ σο­βα­ρὸ δο­κί­μιο, τὸν προ­σω­πι­κὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το στο­χα­σμό, τὴν ἀ­δέ­σμευ­τη ἀ­πὸ τὰ συμ­βα­τι­κὰ ἤ­θη κρι­τι­κή, τὴν φι­λό­δο­ξη με­τά­φρα­ση. Οἱ πα­λαι­οὶ φί­λοι του ποὺ στὴν αἰ­σθη­τι­κὴ τοῦ ἐ­ξω­φύλ­λου καὶ τὴν ἀπόχρωση τοῦ χαρ­τιοῦ, ὅ­πως καὶ στὸν λι­τό­τα­το ἐ­σω­τε­ρι­κὸ εἰ­κα­στι­κὸ δι­ά­κο­σμο, βλέ­πουν μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­ση τοῦ ἐν­τύ­που, θὰ ἄ­ξι­ζε νὰ πᾶ­νε πο­λὺ πί­σω στὸν χρό­νο καὶ νὰ δοῦ­νε τὴν αἰ­σθη­τι­κὴ τῶν πρώ­των τευ­χῶν τοῦ Πλα­νό­διου καὶ τοῦ συ­να­φοῦς ἔν τι­νι μέ­τρῳ πρὸς αὐ­τὸ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Κρι­τι­κὴ καὶ Κεί­με­να, ποὺ προ­η­γή­θη­κε, γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σουν ὅ­τι ἡ ση­μει­ο­λο­γί­α τῆς ἀ­να­δί­πλω­σης αὐ­τῆς εἶ­ναι μιὰ ἐ­ξει­κό­νι­ση τῆς ἐ­πί­τα­σης στὴν ἐ­πι­δί­ω­ξη τοῦ οὐ­σι­ώ­δους στὸν κό­σμο τῶν γραμ­μά­των.
       Ὁ ἀ­να­γνώ­στης ποὺ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο γνώ­ρι­σε κα­λὰ τὴ δο­μὴ τῆς ὕ­λης τοῦ πα­λαι­οῦ Πλα­νό­διου θὰ δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι ὁ νέ­ος συ­νε­χι­στής του ἀ­κο­λου­θεῖ ἁ­δρο­με­ρῶς τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ συγ­κρό­τη­σή της, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας τὸ αἴ­σθη­μα τῆς συ­νέ­χειάς του ὡς ἐν­τύ­που σὲ βα­θύ­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο, ἐ­νῶ ὁ νέ­ος ὑ­πό­τι­τλός του Ἰ­δέ­ες. Κρι­τι­κή. Λο­γο­τε­χνί­α. δί­νει μὲ τὴν σω­στὴ σει­ρὰ σπου­δαι­ό­τη­τας τὸ ζη­τού­με­νο ἑ­νὸς σύγ­χρο­νου πε­ρι­ο­δι­κοῦ λό­γου ποὺ θέ­λει νὰ εἶ­ναι πράγ­μα­τι δι­α­φο­ρε­τι­κό.
       Ἡ αἰ­σθη­τό­τε­ρη δι­α­φο­ρὰ πρὸς τὸ πα­λιὸ εἶ­ναι ἡ ση­μαν­τι­κὴ —ἕ­ως τώ­ρα, του­λά­χι­στον— μεί­ω­ση τῆς πρω­τό­τυ­πης ἑλ­λη­νι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς ὕ­λης. Θυ­μᾶ­μαι τὸν Νί­κο Φω­κᾶ ποὺ μοῦ ἔ­λε­γε —σί­γου­ρα μὲ δό­ση ὑ­περ­βο­λῆς—πὼς ἡ πραγ­μα­τι­κὰ κα­λὴ ποί­η­ση μιᾶς χρο­νιᾶς ἀ­πὸ αὐ­τὴ ποὺ δη­μο­σι­εύ­ε­ται στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ἢ μή­πως ἐν­νο­οῦ­σε μό­νον στὸ Πλα­νό­διον;…) δὲν θὰ ξε­περ­νοῦ­σε τίς… ἑ­φτὰ σε­λί­δες! Ἀ­να­λό­γως ἐ­πι­φυ­λα­κ­τι­κὴ γιὰ τὶς λο­γο­τε­χνι­κές ἐ­πι­λο­γές τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ ἦ­ταν ἡ γνώ­μη τοῦ Γιά­ννη Βαρ­βέ­ρη – καὶ τὸ μό­νο ποὺ μὲ πα­ρη­γο­ροῦ­σε ὡς ἐκ­δό­τη, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ προ­σω­πι­κό μου αἴ­σθη­μα βε­βαι­ό­τη­τος γιὰ κά­ποι­ες ἐ­πι­λο­γές μου, ἦ­ταν ἡ σὲ με­γά­λο πο­σο­στὸ ἀ­δυ­να­μί­α τῶν φί­λων τῆς συν­τε­χνί­ας νὰ συμ­πέ­σουν στὰ κα­λά, τὰ μέ­τρια καὶ τὰ κα­κὰ κά­θε τεύ­χους!… Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη καὶ ἄ­ρι­στα νὰ ἦ­ταν τὰ πρω­τό­τυ­πα ἕλ­λη­νι­κὰ ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα, δὲν θὰ ἔ­παυ­αν νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ πιὸ ἐ­ναλ­λά­ξι­μο καὶ δυ­νη­τι­κὰ ἀ­πο­κλί­νον ὡς πρὸς τὴν ταυ­τό­τη­τα τοῦ ἐν­τύ­που κομ­μά­τι τῆς ὕ­λης, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τοῖς πᾶ­σι γνω­στὸ ὅ­τι τὴν συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν ὑ­πο­γρα­φῶν μοι­ρά­ζε­ται ἐ­ναλ­λὰξ τὸ σύ­νο­λο σχε­δὸν τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν ἐν­τύ­πων τοῦ «χώ­ρου».
       Τὸ ἔρ­γο ποὺ ἔ­χει ἀ­να­λά­βει ὁ νέ­ος ἐκ­δό­της καὶ οἱ ἄ­με­σοι συ­νερ­γά­τες του δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου εὔ­κο­λο, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι προ­σέρ­χον­ται νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σουν στὰ γράμ­μα­τα μιὰ ὑ­πό­θε­ση πού, ἐ­νῶ ἀ­παι­τεῖ ὑ­ψη­λὴ ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα καὶ πνευ­μα­τι­κὸ μό­χθο, δυ­σκο­λεύ­ει τὶς συμ­βα­τι­κὲς ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις (ἂν καὶ εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ στά­ση αὐ­τὴ ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πρό­σω­πο ἀν­τὶ τοῦ «ἀ­να­γνω­ρί­σι­μου» προ­φίλ ποὺ ἀ­γω­νι­ω­δῶς ἐ­πι­ζη­τoῦν σχε­δὸν οἱ πάν­τες), ἀλ­λὰ καὶ δι­ό­τι —πρὸς ἔ­παι­νόν τους— δὲν ἐ­ξαρ­τοῦν οἰ­κο­νο­μι­κὰ τὴν ἔκ­δο­σή τους πα­ρὰ μό­νον ἀ­πὸ τὶς προ­σω­πι­κές τους δυ­νά­μεις καὶ ἀ­πὸ ὅ­σους φι­λα­να­γνῶ­στες συμ­πα­ρί­σταν­ται —καὶ μέ­λει νὰ συμ­πα­ρα­στα­θοῦν— ὡς ἀγοραστὲς καὶ συν­δρο­μη­τές, κά­τι ποὺ πάν­τα συ­νέ­βαι­νε καὶ μὲ τὸ πα­λαι­ὸ Πλα­νό­διον.

***

       Ἐ­ὰν μὲ τὸ πρῶ­το του τεῦ­χος τὸ Νέ­ο Πλα­νό­διον ἔ­δω­σε ἕ­να κα­λὸ δεῖγ­μα τῶν προ­θέ­σε­ων καὶ τῶν δυ­να­το­τή­των του, μὲ τὸ δεύ­τε­ρο κα­τέ­θε­σε στὰ γράμ­μα­τά μας ἕ­να στι­βα­ρὸ τεκ­μή­ριο τῶν ἱ­κα­νο­τή­των του – ποὺ μοι­ραῖ­α θὰ «δι­κά­ζει» καὶ τὰ ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­να βή­μα­τά του… Φυ­σι­κὰ καὶ γιὰ τὰ ἀ­ξι­ο­λο­γό­τε­ρα πε­ρι­ο­δι­κὰ τοῦ εἴ­δους ὑ­πάρ­χουν τὰ κα­λύ­τε­ρα καὶ τὰ λι­γό­τε­ρο κα­λὰ τεύ­χη. Μό­νον ἔ­τσι κα­τα­φέρ­νεις νὰ συ­νε­χί­ζεις…
       Ἐ­μεῖς τοῦ εὐ­χό­μα­στε νὰ ἔ­χει κά­θε φο­ρὰ ἔ­στω καὶ λί­γα ἀλ­λὰ πράγ­μα­τι οὐ­σι­α­στι­κὰ καὶ ση­μαν­τι­κὰ νὰ μᾶς πεῖ!

 Γιάννης Πατίλης
 17 Αὐγούστου 2014


Περισσότερα στο σύνδεσμο: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/planodion-trechonteychos/
 

13/8/14

Τρωάδες...



 "Τρωάδες" 
του Ευρυπίδη, 
σκην. Θ. Μουμουλίδης, 
ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας/5η Εποχή Τέχνης

Ο κατ΄ εξοχήν θρήνος της αρχαιότητας για τη βεβηλωμένη τιμή, την ατιμασμένη εστία και την απωλεσμένη πατρίδα, σε μία αρκετά γκόθικ αποτύπωση, πολυσύνθετη, όχι όμως γι΄ αυτό και πλούσια. Το κάστρο της Τροίας έχει πέσει και φρικτή είναι η μοίρα που περιμένει τις Τρωάδες. Από αυτήν μάλιστα δεν εξαιρούνται οι γυναίκες της βασιλικής οικογένειας: η Κασσάνδρα ερωμένη του Αγαμέμνονα, η Πολυξένη θυσία στον τάφο του Αχιλλέα, η Ανδρομάχη σύντροφος του Νεοπτόλεμου και η Εκάβη δούλα του Οδυσσέα. Ο Μουμουλίδης σε γενικές γραμμές άφηνε το κείμενο να ακουστεί, αν και οι επεμβάσεις του κάποτε δυναμίτιζαν το αποτέλεσμα. Τέτοιες ήταν οι καρικατούρες κάποιων από τους χαρακτήρες, όπως του φαινομενικά άβουλου και υπερφίαλου Μενέλαου (με το αστειάκι τύπου επιθεώρησης ΄γιατί να μην ανέβω στο καράβι, πάχυνα και θα βουλιάξει;΄), του παράξενου Ποσειδώνα και του στρατιώτη που εισέρχεται στη σκηνή και εξέρχεται από αυτήν σφυρίζοντας αμέριμνα, ενώ στο ενδιάμεσο μιλάει με τρόπο γλαφυρό για τα πάθη των γυναικών της Τροίας. Ερωτήματα γεννά και η σύλληψη μιας Κασσάνδρας που αποδίδεται ως δαιμονισμένη από χθόνιες δυνάμεις παρά από το θεό της μουσικής, Απόλλωνα. Τα σκηνικά του Πάτσα εν είδει κελιού φυλακής δεν ικανοποίησαν παρά τον προφανή στόχο της παραπομπής στις σκλάβες και ανελεύθερες Τρωάδες. Το κείμενο καθιστά τη συγκεκριμένη οπτικοποίηση μάλλον περιττή. Προβληματικά και τα κοστούμια της Κοκκόρου με το γκόθικ στοιχείο, αλλά και τις τιράντες του Ποσειδώνα, τα λευκά γάντια της Αθηνάς, την εμφάνιση του Μενέλαου εν είδει στρατηγού από το Β΄ παγκόσμιο, την απαστράπτουσα ενδυμασία της Ελένης (να θυμίζει αδρά ύφος αρχαιοελληνικό) και το μαύρο, α λα Μen in black, παλτό του Ταλθύβιου. Εξίσου πληθωρικός και ο σχεδιασμός του ήχου από τον Λαμπρόπουλο και η μουσική του Θύμιου Παπαδόπουλου, αφού στη διάρκεια της παράστασης συνδυαζόταν το σόλο ακορντεόν επί σκηνής με το μελοποιημένο σύχρονο τραγούδι του χορού και τη μουσική υπόκρουση από τα μεγάφωνα. Αντιθέτως, πολύ καλές οι ερμηνείες, με πρώτη και καλύτερη τη δωρική Εκάβη της Κομνηνού, ακολουθούμενη από τη ζεστή Ανδρομάχη της Πρωτόπαππα, αν και θα θέλαμε ο διάλογός τους να μη θυμίζει δυο παράλληλους μονολόγους. Εξαιρετική η κορυφαία του χορού, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, όπως και ολόκληρος ο χορός. Αναρωτιόμαστε πού να οφείλεται ο δισταγμός του κοινού στο χειροκρότημα. Να συμμερίζονταν και άλλοι την επιθυμία μας για μια τσιμπίδα που θα άρπαζε τους ηθοποιούς και θα τους τοποθετούσε ξανά στο έδαφος έχοντας ως δια μαγείας εξαφανίσει προηγουμένως οποιοδήποτε σκηνικό στοιχείο, τοποθετώντας τους ει δυνατόν με μονόχρωμα λιτά ενδύματα πάνω στο ίδιο το χώμα της τάφρου, με φόντο το χανιώτικο ενετικό τείχος; Αυτός μάλλον θα ήταν ο τρόπος και ο δρόμος προς την καρδιά.

 Έλενα Σταγκουράκη
 

6/8/14

Eduardo Galeano (2)...



Eduardo Galeano


Λίγα λόγια για τον πετυχημένο άνδρα

Δεν μπορεί να κοιτάξει το φεγγάρι δίχως να υπολογίσει την απόσταση.
Δεν μπορεί να κοιτάξει το δέντρο δίχως να υπολογίσει την αξία του ξύλου.
Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν πίνακα δίχως να υπολογίσει την τιμή του.
Δεν μπορεί να κοιτάξει τον κατάλογο δίχως να υπολογίσει τις θερμίδες.
Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν άνθρωπο δίχως να υπολογίσει το όφελος.
Δεν μπορεί να κοιτάξει μια γυναίκα δίχως να υπολογίσει τον κίνδυνο.





***

Λίγα λόγια για το φόβο


Η πείνα τρέφεται με φόβο. Ο φόβος της σιωπής ηχεί εκκωφαντικός στους δρόμους. Ο φόβος απειλεί:
Αν αγαπήσεις, θα κολλήσεις έιτζ.
Αν καπτνίσες, θα πάθεις καρκίνο.
Αν αναπνεύσεις, θα μολυνθείς.
Αν πιεις, θα τρακάρεις.
Αν φας, θα σου ανέβει η χοληστερίνη.
Αν μιλήσεις, θα μείνεις άνεργος.
Αν περπατήσεις, θα σου επιτεθούν.
Αν αρχίσεις να σκέφτεσαι, θα έχεις άγχος.
Αν αρχίσεις ν' αμφιβάλλεις, θα τρελαθείς.
Αν αρχίσεις να αισθάνεσαι, θα νιώσεις μοναξιά.



 ***



Λίγα λόγια για την ουτοπία


Βρίσκεται στον ορίζοντα, λέει ο Φερνάντο Μπίρι. Πλησιάζω δυο βήματα, κι εκείνη απομακρύνεται δυο βήματα. Περπατώ δέκα βήματα, κι ο ορίζοντας κάνει πίσω άλλα δέκα. Όσο κι αν προχωρήσω, δεν θα τη φτάσω ποτέ. Σε τι χρησιμεύει η ουτοπία; Γι' αυτό ακριβώς: για να προχωρούμε.



Από το βιβλίο: "Οι λέξεις ταξιδεύουν", μτφρ Ισμήνη Κανσή
 

3/8/14

Eduardo Galeano (1)...


Eduardo Galeano


Λίγα λόγια για τη λέξη

Στη γλώσσα γκουαρανί "νιε ε" σημαίνει "λέξη", αλλά και "ψυχή". Οι Ινδιάνοι Γκουαρανί πιστεύουν πως όσοι λένε ψέματα ή σπαταλάνε τις λέξεις προδίδουν την ψυχή.



***

Λίγα λόγια για το ανθρώπινο σώμα


Η Εκκλησία λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι αμαρτία.
Η επιστήμη λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι μια μηχανή.
Η διαφήμιση λέει: Το ανθρώπινο σώμα είναι εμπόριο.
Το ίδιο το σώμα λέει: Εγώ το γιορτάζω.



***

Το αόρατο πρόσωπο


Όλα κι όλοι έχουμε πρόσωπο κι ένα σημάδι. Ο σκύλος, το φίδι, ο γλάρος, εσύ κι εγώ, όσοι ζούμε, όσοι έζησαν, οτιδήποτε περπατά, σέρνεται ή πετά: όλοι έχουμε πρόσωπο και κάποιο σημάδι. Αυτό πιστεύουν οι Μάγια. Πιστεύουν επίσης ότι το αόρατο αυτό σημάδι είναι περισσότερο σημαντικό απ' ό,τι το ίδιο το ορατό πρόσωπο. Σε αναγνωρίζουν από το σημάδι σου. 




***

Ανοιχτό παράθυρο στη θάλασσα


Δεν μπορεί να μείνει πουθενά στάσιμη. Η μοίρα των βουνών και των δέντρων είναι να έχουν ρίζες, όμως η θάλασσα, όπως κι εμείς, είναι καταδικασμένη στον πλάνητα βίο. Θαλασσινές πινελιές: όσοι ζούμε κοντά στη θάλασσα, είμαστε φτιαγμένοι κι απ' αυτήν, πέρα από το χώμα. Και το νιώθουμε, κι ας μην το ξέρουμε, όταν αρμενίζουμε από καφενείο σε καφενείο, στα κύματα των δρόμων της πόλης, ή ταξιδεύουμε, μέσα στην ομίχλη, προς το λιμάνι ή το ναυάγιο που μας περιμένει απόψε.





Από το βιβλίο: "Οι λέξεις ταξιδεύουν", μτφρ Ισμήνη Κανσή