"Πέρσες"
του Αισχύλου,
σκην. Νικαίτης Κοντούρη,
ΚΘΒΕ,
2014
***************************************
Ο Αισχύλος, έχοντας αγωνιστεί στην πρώτη γραμμή στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, σε αντίθεση με το σύγχρονο Έλληνα που εξαντλεί τον πατριωτισμό του στο χειροκρότημα του "ίτε παίδες Ελλήνων", διακόπτοντας επιπλέον την παράσταση σε μια κρίσιμη στιγμή, περιγράφει στην τραγωδία του την πανωλεθρία που υπέστη ο στρατός των Περσών σε επανειλημμένη εκστρατεία του κατά των Ελλήνων. Λαός πλούσιος, με οργανωμένες δομές και υπό τις προσταγές ενός βασιλιά, απέναντι στους ολιγάριθμους, ασύντακτους και ελεύθερους Ίωνες, θα γίνει έρμαιο της αλαζονείας του ηγέτη του και της βούλησης των θεών. Έτσι, ο θρήνος του ηττημένου εχθρού γίνεται εμμέσως νικηφόρο άσμα και έπαινος των Ελλήνων για τη νίκη και την αυταπάρνησή τους. Κάτι το έμμεσο ή μάλλον ημιτελές χαρακτήριζε και τη σκηνοθεσία της Κοντούρη, δίνοντας την εντύπωση σε πολλές περιπτώσεις πως κάτι πάει να γίνει ή να ειπωθεί, το οποίο εν τέλει έμενε στη μέση. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το στοιχείο της υπερβολής, έντονο για παράδειγμα τόσο στην απόδοση των συναισθημάτων της 'Ατοσσας, όσο και στην -άλλοτε υπερβολική και άλλοτε ανύπαρκτη- κίνηση του Αγγελιαφόρου, όπως και στην επίκληση του νεκρού Δαρείου. Το αποτέλεσμα είναι η πόζα, ενδεικτική της οποίας είναι ειδικά η σύλληψη της Άτοσσας, δεδομένου ότι το ρόλο ερμήνευσε άνδρας ηθοποιός. Άτοπη έως σκηνοθετικά λανθασμένη θεωρούμε την εμφάνιση του ολόγυμνου Ξέρξη. Η όποια μεταφορική λειτουργία καταρρίπτεται, το λιγότερο εφόσον πρόκειται για το βασιλιά των Περσών.
Γενικά υπήρχαν στοιχεία στη σκηνοθεσία που την δυναμίτιζαν και δεν της επέτρεπαν να έχει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε. Ερμηνευτικά απολαύσαμε έναν έξοχο χορό, δεμένο μες στην πολυφωνία του και με ρυθμό, ο οποίος προκάλεσε ρίγη τόσο κατά την εξιστόρηση των δεινών των Περσών, όσο και στην αντίδραση των χαροκαμένων πατεράδων. Στο πρώτο συνέβαλε και η ερμηνεία του Αγγελιαφόρου από τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, αν και αρκετά ασταθής και άνιση. Από το χορό ξεχώρισαν ο Νικόλας Μαραγκόπουλος, ο Δημήτρης Καραβιώτης, ο Βασίλης Σπυρόπουλος και ο Γιάννης Χαρίσης. Από τις τρεις "Νύφες του πένθους", με καίριο ρόλο και λόγο στην παράσταση, ξεχωρίσαμε την Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, για το βάρος και το ανάστημα, το ήθος που εμπορεί να εκπέμψει και κπέμπει σε μια τραγωδία, ακόμη με ένα βλέμμα, ακόμη και σε παρουσίαση ενός λεπτού. Όχι ιδιαίτερα πειστική η ερμηνεία του Σακελλαρίου. Μετέωρη η ερμηνεία του Φέρτη, με έναν επιβλητικά νηφάλιο Δαρείο, με άτονη, ωστόσο, και αμήχανη έξοδο. Ο δε Ξέρξης, τόσο σκηνοθετικά, όσο και ερμηνευτικά (Γιώργος Κολοβός), δεν ήταν μόνο αποτυχημένος, αλλά σωστή παρωδία. Το τσέλο του Θοδωρή Παπαδημητρίου έδενε αρμονικά (θρηνητικά) με το σύνολο. Εμβρόντητοι μείναμε από τα σκηνικά του Πάτσα, όχι λόγω ακαλαισθησίας
(αντιθέτως), αλλά επειδή τα ίδια είχε χρησιμοποιήσει στον περσινό "Αγαμέμνονα" και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο (επικλινής βάση, καταπακτές από όπου πέρυσι εμφανίζονταν μέλη του χορού και φέτος οι Νύφες, και η καταπακτή με το νερό για τον περσινό αγγελιαφόρο και τον φετινό Ξέρξη). Αισχύλος και εκείνος, αμφιβάλλουμε ωστόσο ότι αυτό συνιστά επαρκή δικαιολογία. Τον Μετζικώφ τον θεωρούμε μοναδικό και άφταστο στο είδος του, ωστόσο σκηνογραφικά η μια παράσταση συνιστά αντιγραφή της άλλης. Σπαρακτική η τελευταία σκηνή με τα διάσπαρτα κορμιά, και θα ήταν εξίσου σπαρακτική αν αυτά δεν ήταν γυμνά ή μισόγυμνα. Η σκηνοθέτις μοιάζει να επηρεάστηκε από την υπερβολική στάση του Ξέρξη, και αν όχι με ολέθρια, σίγουρα με ασαφή αποτελέσματα.
Έλενα Σταγκουράκη
***************************************
Ο Αισχύλος, έχοντας αγωνιστεί στην πρώτη γραμμή στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, σε αντίθεση με το σύγχρονο Έλληνα που εξαντλεί τον πατριωτισμό του στο χειροκρότημα του "ίτε παίδες Ελλήνων", διακόπτοντας επιπλέον την παράσταση σε μια κρίσιμη στιγμή, περιγράφει στην τραγωδία του την πανωλεθρία που υπέστη ο στρατός των Περσών σε επανειλημμένη εκστρατεία του κατά των Ελλήνων. Λαός πλούσιος, με οργανωμένες δομές και υπό τις προσταγές ενός βασιλιά, απέναντι στους ολιγάριθμους, ασύντακτους και ελεύθερους Ίωνες, θα γίνει έρμαιο της αλαζονείας του ηγέτη του και της βούλησης των θεών. Έτσι, ο θρήνος του ηττημένου εχθρού γίνεται εμμέσως νικηφόρο άσμα και έπαινος των Ελλήνων για τη νίκη και την αυταπάρνησή τους. Κάτι το έμμεσο ή μάλλον ημιτελές χαρακτήριζε και τη σκηνοθεσία της Κοντούρη, δίνοντας την εντύπωση σε πολλές περιπτώσεις πως κάτι πάει να γίνει ή να ειπωθεί, το οποίο εν τέλει έμενε στη μέση. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το στοιχείο της υπερβολής, έντονο για παράδειγμα τόσο στην απόδοση των συναισθημάτων της 'Ατοσσας, όσο και στην -άλλοτε υπερβολική και άλλοτε ανύπαρκτη- κίνηση του Αγγελιαφόρου, όπως και στην επίκληση του νεκρού Δαρείου. Το αποτέλεσμα είναι η πόζα, ενδεικτική της οποίας είναι ειδικά η σύλληψη της Άτοσσας, δεδομένου ότι το ρόλο ερμήνευσε άνδρας ηθοποιός. Άτοπη έως σκηνοθετικά λανθασμένη θεωρούμε την εμφάνιση του ολόγυμνου Ξέρξη. Η όποια μεταφορική λειτουργία καταρρίπτεται, το λιγότερο εφόσον πρόκειται για το βασιλιά των Περσών.
Γενικά υπήρχαν στοιχεία στη σκηνοθεσία που την δυναμίτιζαν και δεν της επέτρεπαν να έχει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε. Ερμηνευτικά απολαύσαμε έναν έξοχο χορό, δεμένο μες στην πολυφωνία του και με ρυθμό, ο οποίος προκάλεσε ρίγη τόσο κατά την εξιστόρηση των δεινών των Περσών, όσο και στην αντίδραση των χαροκαμένων πατεράδων. Στο πρώτο συνέβαλε και η ερμηνεία του Αγγελιαφόρου από τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, αν και αρκετά ασταθής και άνιση. Από το χορό ξεχώρισαν ο Νικόλας Μαραγκόπουλος, ο Δημήτρης Καραβιώτης, ο Βασίλης Σπυρόπουλος και ο Γιάννης Χαρίσης. Από τις τρεις "Νύφες του πένθους", με καίριο ρόλο και λόγο στην παράσταση, ξεχωρίσαμε την Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, για το βάρος και το ανάστημα, το ήθος που εμπορεί να εκπέμψει και κπέμπει σε μια τραγωδία, ακόμη με ένα βλέμμα, ακόμη και σε παρουσίαση ενός λεπτού. Όχι ιδιαίτερα πειστική η ερμηνεία του Σακελλαρίου. Μετέωρη η ερμηνεία του Φέρτη, με έναν επιβλητικά νηφάλιο Δαρείο, με άτονη, ωστόσο, και αμήχανη έξοδο. Ο δε Ξέρξης, τόσο σκηνοθετικά, όσο και ερμηνευτικά (Γιώργος Κολοβός), δεν ήταν μόνο αποτυχημένος, αλλά σωστή παρωδία. Το τσέλο του Θοδωρή Παπαδημητρίου έδενε αρμονικά (θρηνητικά) με το σύνολο. Εμβρόντητοι μείναμε από τα σκηνικά του Πάτσα, όχι λόγω ακαλαισθησίας
(αντιθέτως), αλλά επειδή τα ίδια είχε χρησιμοποιήσει στον περσινό "Αγαμέμνονα" και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο (επικλινής βάση, καταπακτές από όπου πέρυσι εμφανίζονταν μέλη του χορού και φέτος οι Νύφες, και η καταπακτή με το νερό για τον περσινό αγγελιαφόρο και τον φετινό Ξέρξη). Αισχύλος και εκείνος, αμφιβάλλουμε ωστόσο ότι αυτό συνιστά επαρκή δικαιολογία. Τον Μετζικώφ τον θεωρούμε μοναδικό και άφταστο στο είδος του, ωστόσο σκηνογραφικά η μια παράσταση συνιστά αντιγραφή της άλλης. Σπαρακτική η τελευταία σκηνή με τα διάσπαρτα κορμιά, και θα ήταν εξίσου σπαρακτική αν αυτά δεν ήταν γυμνά ή μισόγυμνα. Η σκηνοθέτις μοιάζει να επηρεάστηκε από την υπερβολική στάση του Ξέρξη, και αν όχι με ολέθρια, σίγουρα με ασαφή αποτελέσματα.
Έλενα Σταγκουράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου