31/10/15

Η μεγάλη συνάντηση...



Δυο ποιητές, -ο Λειβαδίτης και η Βιλαρίνιο-
δυο εθνικότητες -Έλληνας και Ουρουγουανή-, 
δυο τρόποι -ο ένας αναλυτικός, ο άλλος περιεκτικός-, 
ένα νόημα:

______________________________________________________

Τάσος Λειβαδίτης

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας

ΙΙΙ

Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.

Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα
δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε. 
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά -θυμάσαι;- μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα
έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπό σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο
κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.

[...]

Ύστερα ερχόταν η βροχή. Μα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομά σου
κ' έτσι είχε ξαστεριά στην κάμαρά μας. Κράταγα τα χέρια σου
κ' έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κ' εμπιστοσύνη.
Θυμάσαι που γονάτιζα τα βράδια και σου 'βγαζα τα παπούτσια πόσο με πίκραιναν τα παπούτσια σου, πάντοτε λυπημένα, φαγωμένα στις άκρες
ίσως κιόλας να μπάζανε νερά, αγάπη μου
μα δεν το 'λεγες. Μόνο χαμογελούσες.
Ύστερα έκρυβες σιωπηλή και μπάλωνες το παλιό σακάκι μου.
Έν' ανθισμένο κλωνάρι μυγδαλιάς ο γερτός λαιμός σου.

Όχι λοιπόν, δε θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος μήτε η νύχτα
κανείς δε θα σε πάρει. Ακούς; Ακούς;

[...]


**************************


Idea Vilariño


Η συνάντηση


Τὰ πάντα δικά σου
γιὰ σένα
προορίζονται γιὰ τὴν παλάμη τὴν ἀκοὴ τὸ βλέμμα σου
προορίζονταν
προορίστηκαν
πάντοτε προορίζονταν
σ’ ἀναζητοῦν σ’ ἀναζητοῦσαν
σ’ ἀναζήτησαν στὸ παρελθὸν
πάντοτε
ἀπ’ τὴν ἴδια τὴ νύχτα
ποὺ μ’ ἔσπειραν.
Ἐσένα ἔκλαψα στὴ γέννησή μου
σένα στὸ σχολεῖο ἔμαθα
ἐσένα ἀγάπησα στὶς ἀγάπες τὶς τοτινὲς
καὶ στοὺς ἄλλους.
Ὕστερα
τὰ πράγματα ὅλα
οἱ φίλοι τὰ βιβλία οἱ ἀποτυχίες
οἱ ἀγωνίες τὰ καλοκαίρια οἱ ὑποχρεώσεις
ἀρρώστιες σχόλη ἐκμυστηρεύσεις
ὅλα σημαδεμένα
ὅλα ὁδηγημένα
τυφλὰ
παραδομένα
πρὸς τὸ μέρος
ἀπ’ ὅπου θὰ περνοῦσες
γιὰ νὰ τὰ συναντήσεις
γιὰ νὰ τὰ διαβεῖς ἐσύ.


28/10/15

Τα πελώρια μάτια του Θεού...
















Τάσος Λειβαδίτης

Σε παλιό στυλ

Οι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλον.
Το πρωί, πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους, βασιλικούς δρόμους
και το βράδι πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθειά.
Κι αν καμιά φορά τούς δεις να παραπατάνε
ή να παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά - μην ξαφνιαστείς,
γιατί οι εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά
ο ένας από τη λάμψη του άλλου. Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δαχτύλων τους είναι τα ίδια τα  πελώρια, 
τα πάντα έκπληκτα, μάτια του Θεού.

25/10/15

Σε καιρούς και τέλμα Ύφεσης...

















Έλενα Σταγκουράκη

Στη Ν.

Μου στέλνεις κάποια ποιήματα,
επιεικής, λες, να φανώ.
Γλυκά της τύχης μου τα κύματα
που σ’ έφεραν από άθολο βυθό
και σ’ άφησαν μπροστά μου
στου γραφείου πάνω το ξύλο το γερό.


Φίλη που φιλεύεις στεναγμούς,
φίλη που φιλεύεις Ερινύες,
να γευτείς όλο διστάζεις τους καρπούς
που σου εμπιστεύονται οι Μούσες-Παναγίες
μιας θρησκείας κοσμικής.


Μα τα δώρα σου μου ψέλνουν την Αλήθεια,
τα δώρα σου μιλούν την Προσευχή
που σώμα παίρνει λύτρωσης –
δεν είναι, παρά γνώριμα ψιχία
που τα δένει της ουσίας η κλωστή.
Συντρόφισσα σε νιώθω σε πορεία
σε καιρούς και τέλμα Ύφεσης.

22/10/15

Γερμανικές ουτοπίες, Νο 2...



Χά­ιν­ριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)

Γερ­μα­νι­κὲς οὐ­το­πί­ες Νο 2

για τον Γκρή­σχάμ­περ
(Deutsche Utopien II
für Grieshaber)
 
1. Ὁ Κόπ­πικ δι­ο­ρί­ζε­ται ὁ­μο­σπον­δια­κὸς καὶ ὁ Χὸρστ Μά­λερ το­πι­κὸς ὑ­πουρ­γὸς ἐ­σω­τε­ρι­κῶν τῆς Βό­ρειας Ρη­να­νί­ας-Βε­στφα­λί­ας. Ὁ Ρούν­τι Ντοῦ­τσκε δι­ο­ρί­ζε­ται μὲ τὴ σει­ρὰ του ὑ­φυ­πουρ­γὸς ὑ­πὸ τὸν Μά­λερ, πα­ρὰ τὴ δι­α­φω­νί­α τοῦ ἀρ­χη­γοῦ τῆς ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης, Ρά­ου, γιὰ τὰ μέ­τρα τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ Ντοῦ­τσκε εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ συν­τη­ρη­τι­κός. Κόπ­πικ καὶ Μά­λερ ἱ­δρύ­ουν ἀ­πὸ κοι­νοῦ μιὰ ὁ­μά­δα ἐρ­γα­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α εἰ­σέρ­χε­ται στὴν ὁ­μο­σπον­δια­κὴ ρε­πουμ­πλι­κα­νι­κὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α μὲ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α «Ὁ­μά­δα δι­α­τά­σε­ων». Κά­ποι­οι —βι­α­στι­κὰ ψη­φι­σμέ­νοι— νό­μοι ἀ­πε­δεί­χθη­σαν ὑ­πὲρ τὸ δέ­ον ἐ­λα­στι­κοί. Ἕ­να εἶ­δος δι­α­τα­τι­κοῦ πυ­ρε­τοῦ κα­τα­λαμ­βά­νει τὴ νο­μο­θε­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α: ὁ νό­μος πε­ρὶ συν­τά­ξε­ων, ἡ «πα­ρά­γρα­φος πε­ρὶ βί­ας», τὸ βού­λευ­μα γιὰ τὸν πρω­θυ­πουρ­γὸ (κοι­νῶς: ἀ­παλ­λα­γὴ τῶν ρι­ζο­σπα­στι­κῶν), τὰ πάν­τα τεν­τώ­νον­ται, τα­νύ­ζον­ται, τρα­βι­οῦν­ται. Στὴ Βαυ­α­ρί­α ὁ­λο­έ­να δυ­να­μώ­νουν οἱ φω­νὲς ποὺ ἀ­παι­τοῦν τὸ δι­ο­ρι­σμὸ δα­σκά­λων μαρ­ξι­στι­κῶν πε­ποι­θή­σε­ων, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λα ὁ­μο­σπον­δια­κὰ κρα­τί­δια (βλέ­πε Ἔσ­ση), οἱ πο­λί­τες δι­εκ­δι­κοῦν ἀν­τὶ γιὰ χρι­στι­α­νο­δη­μο­κρά­τες, ἁ­πλῶς χρι­στια­νοὺς δα­σκά­λους καὶ δα­σκά­λες. Ὁ «Γερ­μα­να­ρᾶς» ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὸ δι­ε­θνῆ Τύ­πο καὶ ἡ ὁ­μο­σπον­δια­κὴ δη­μο­κρα­τί­α παί­ζει τώ­ρα τὸ ρό­λο «ἀ­να­τέλ­λου­σας» χώ­ρας.

2. Τὰ ἐρ­γο­στά­σια ἀ­το­μι­κῆς ἐ­νέρ­γειας, με­τὰ τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ὅ­λων τῶν ἐ­πι­κίν­δυ­νων πυ­ρή­νων, θὰ δο­θοῦν στὸ κοι­νὸ ὡς «τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα μιᾶς στρε­βλω­μέ­νης ἀ­να­πτυ­ξια­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας» πρὸς ἐ­πί­σκε­ψη, οἰ­κο­δό­μη­ση σχο­λεί­ων κλπ. Οἱ πο­λί­τες πα­ρο­τρύ­νον­ται νὰ συμ­βά­λουν στὸ χρω­μα­τι­κὸ καλ­λω­πι­σμὸ τῶν τσι­μεν­τέ­νι­ων ὄγ­κων, ἐ­νῶ τὰ ὑ­πουρ­γεῖ­α οἰ­κο­νο­μι­κῶν, ἐ­πι­στη­μῶν καὶ πο­λι­τι­σμοῦ τσα­κώ­νον­ται με­τα­ξύ τους γιὰ τὴ χρη­μα­το­δό­τη­ση τοῦ ἔρ­γου. Κα­τα­λή­γουν σὲ συμ­βι­βα­σμὸ 40-40-20 ὑ­πὲρ τοῦ ὑ­πουρ­γεί­ου πο­λι­τι­σμοῦ. Τὰ τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα θὰ συ­νι­στοῦν ἀ­γα­πη­μέ­νο προ­ο­ρι­σμὸ ἐκ­δρο­μῶν, ἀ­φοῦ ἐμ­πλου­τι­στοῦν μὲ καν­τί­νες καὶ χώ­ρους γιὰ πὶκ-νίκ.

3. Ἀ­φό­του ἡ ἐ­ξέ­τα­ση συ­νεί­δη­σης γιὰ τοὺς ἀ­νυ­πό­τα­κτους θε­σπί­στη­κε, κα­ταρ­γή­θη­κε, ξα­να­θε­σπί­στη­κε καὶ ξα­να­κα­ταρ­γή­θη­κε, θε­σπί­ζε­ται τώ­ρα ἐκ νέ­ου, κα­θὼς ἀ­πε­δεί­χθη ὅ­τι οἱ τά­ξεις τοῦ στρα­τοῦ δὲν ἐ­πω­φε­λή­θη­καν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­μέ­νου­σα ἀ­νερ­γί­α. Ὁ πά­λαι πο­τὲ στρα­το­λο­γι­κὸς εἰ­δή­μων, Βόρ­νερ, κα­ταγ­γέλ­λει τοὺς «ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στους νέ­ους», γιὰ νὰ ἀ­να­κα­λέ­σει ἐν συ­νέ­χεια, δι­και­ο­λο­γού­με­νος ὅ­τι ἐν­νο­οῦ­σε τοὺς «ἀ­πρό­θυ­μους νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦν νέ­ους». Στὴν Ὀλ­λαν­δί­α ἡ ἐ­ξέ­τα­ση συ­νεί­δη­σης θε­σπί­στη­κε γιὰ τοὺς πρό­θυ­μους νὰ κα­τα­τα­γοῦν καὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σουν, εἰ­δι­κὰ με­τὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ πρώ­ην ἀ­νυ­πό­τα­κτος δι­ο­ρί­στη­κε ὑ­πουρ­γὸς ἀ­μύ­νης.

4. Ὁ πά­λαι πο­τὲ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης, Χέλ­μουτ Κόλ, συγ­γρά­φει μυ­θι­στό­ρη­μα πε­ρὶ πο­λι­τι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῶν. Ζη­τή­μα­τα ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­σης ἀ­πει­λοῦν νὰ τὸν ἐ­ξον­τώ­σουν καὶ οἱ νο­μεν­κλα­τοῦ­ρες τὸν προ­βλη­μα­τί­ζουν. Ἀ­φή­νε­ται λοι­πὸν στὰ ἔμ­πει­ρα χέ­ρια ἑ­νὸς συγ­γρα­φέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν συμ­βου­λεύ­ει ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δό­κι­μο νὰ γρά­φει ὅ­που λά­θος πά­θος, ὅ­που μέ­γα αἴ­γα, ὅ­που νό­μος δρό­μος, ὅ­που φθί­νει πί­νει, ὅ­που ὄ­φε­λος ὀ­φει­λὴ ἢ —πρὸς θε­οῦ! — ὅ­που κρά­τος πα­ρα­κρά­τος. Ἡ σύν­δε­ση ὅ­ρων μέ­σῳ τῆς ὁ­μοι­ό­τη­τας τῆς ὀ­νο­μα­σί­ας τους εἶ­ναι ἀ­να­ξι­ό­λο­γη. Ἀν­τι­θέ­τως, ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­στι­κῆς ση­μα­σί­ας. Ἡ δὲ ἀλ­λα­γὴ φύ­λου συ­νι­στᾶ­ται. Ἔ­τσι, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μομ­ποι­η­θεῖ γιὰ τὸν Βάλ­τερ Σὲλ τοῦ Ἐ­λεύ­θε­ρου Δη­μο­κρα­τι­κοῦ Κόμ­μα­τος ἕ­νας γυ­ναι­κεῖ­ος χα­ρα­κτή­ρας μὲ τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­α Ντά­λο­γου­ε­η, ἐ­νῶ γιὰ τὸν Βίλ­λυ Μπρὰντ τοῦ Σο­σι­αλ­δη­μο­κρα­τι­κοῦ Κόμ­μα­τος ἐ­πί­σης γυ­ναι­κεῖ­ος χα­ρα­κτή­ρας, ὀ­νό­μα­τι Μαν­τὰμ Μπω­βα­ρύ. Θὰ δι­α­βά­ζουν Πρου­στ, θὰ πραγ­μα­το­ποι­οῦν πε­ρι­πά­τους σὲ νε­κρο­τα­φεῖ­α, θὰ φτιά­χνουν καὶ θὰ κα­τα­στρέ­φουν ὀ­νό­μα­τα. Ἀν­τι­θέ­τως, γιὰ λό­γους ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­σης, συ­νι­στᾶ­ται νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ τὸ ὄ­νο­μα Σμὶτ γιὰ τὸν Χέλ­μουτ Σμὶτ (ὁ Κὸλ εἶ­χε ἐ­πι­λέ­ξει τὴν πα­ρα­φθο­ρὰ Σμίτς!). Καὶ οἱ θρη­σκευ­τι­κὲς πε­ποι­θή­σεις κα­θε­νὸς ὀ­φεί­λουν νὰ ἀλ­λά­ξουν: ὁ Σμὶτ καὶ ὁ Κάρ­στενς πρέ­πει νὰ γί­νουν Κα­θο­λι­κοί, ὁ Στρά­ους —γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο συμ­φω­νή­θη­κε τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Κρούσ­μπουλ— Προ­τε­στάν­της, ὁ Βέ­νερ —προ­τει­νό­με­νο ψευ­δώ­νυ­μο Τρό­σπελ— Ρε­φορ­μι­στής. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα θὰ ἔ­χει Happy End, ὅ­λα τα ἐμ­πλε­κό­με­να πρό­σω­πα —ἀ­κό­μη καὶ ὡς πο­λι­τι­κοὶ ἀν­τι­πα­λοι— θὰ φι­λι­ώ­νουν καὶ θὰ τρα­γου­δοῦν ὅ­λοι μα­ζὶ μὲ μιὰ φω­νὴ σὲ μιὰ τα­βέρ­να: «Καὶ ὅ­λοι ἄ­πι­στοι νὰ γί­νουν, μέ­νω ἐ­γὼ μό­νο πι­στός.»

5. Ὁ Ντρέ­κερ, ἀ­κό­μη (ἢ πά­λι) ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης στὴν Ἔσ­ση, προ­τεί­νει νὰ με­το­νο­μα­στεῖ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Φραν­κφούρ­της σὲ Πα­νε­πι­στή­μιο Ρό­ζα Λού­ξεν­μπουργκ. Κα­τη­γο­ρεῖ τοὺς Σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πέρ­ρι­ψαν τὴν πρό­τα­σή του, γιὰ προ­δο­σί­α κα­τὰ τοῦ Μαρ­ξι­σμοῦ. Σκαν­δα­λώ­δεις οἱ δι­ε­νέ­ξεις ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν στὸ κοι­νο­βού­λιο τοῦ Βήσ­μπάν­τεν.

6. Ὁ Κλά­ους Στά­εκ ἔ­χει εἰ­δι­κευ­τεῖ ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου καὶ κα­θ’ ὁ­λο­κλη­ρί­αν σὲ ἕ­να ἀν­τι­κεί­με­νο, στὴν ἐ­ξέ­τα­ση τοῦ ὁ­ποί­ου κα­τόρ­θω­σε νὰ τὸν μυ­ή­σει ὁ Γκρή­σχάμ­περ: κα­τα­γί­νε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ τὶς Μαν­τό­νες καὶ φέ­ρει σχε­δὸν τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Μαν­το­νο­λό­γου —κά­ποι­οι μά­λι­στα τὸν θε­ω­ροῦν Ἀρ­χι­μαν­το­νο­λό­γο! —. Εἰ­σχω­ρεῖ στὶς τά­ξεις τῶν Φραγ­κι­σκα­νῶν μο­να­χῶν, τὸ ρά­σο τοῦ κά­νει καὶ μά­λι­στα τοῦ πη­γαί­νει τρέ­λα. Σὲ ἁ­πλο­ϊ­κὸ κε­λί, μὲ ἁ­πλο­ϊ­κὸ φαΐ, ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴ με­γί­στη Μά­να ποὺ ὣς τό­τε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν πα­ρα­γνώ­ρι­ζε, προ­σπα­θών­τας τώ­ρα νὰ κα­τα­τά­ξει τὶς ἀ­πει­κο­νί­σεις της σὲ ἕ­να κοι­νω­νι­κὸ-ἱ­στο­ρι­κὸ-αἰ­σθη­τι­κὸ σύ­στη­μα. Ὁ Γκρή­σχάμ­περ, στὸν ὁ­ποῖ­ο τὸ ρά­σο κα­θό­λου δὲν ταί­ρια­ζε (πα­ραέ­μοια­ζε ἀ­λη­θι­νὸς μέ­σα σὲ αὐ­τό), τὸν ἔ­πει­σε νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν ἕ­να τα­ξί­δι ὡς προ­σκυ­νη­τὲς τῆς Μαν­τό­νας τῆς Κλου­ξαμ­πού­κα, στὴν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ὑ­πέ­θε­τε τὴν ἀ­πει­κό­νι­ση τῆς Μαν­τό­νας τοῦ προ­λε­τα­ριά­του. Στὴν Κλου­ξαμ­πού­κα συμ­βαί­νει κά­τι, τὸ ὁ­ποῖ­ο φέρ­νει τὸν Στά­εκ σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση, προ­κα­λεῖ ὅ­μως τὸ θρι­αμ­βευ­τι­κὸ γέ­λιο τοῦ Γκρή­σχάμ­περ: ἕ­να θαῦ­μα στὸν Στά­εκ! Συ­νέ­βη αὐ­τὸ ποὺ δὲν κα­τόρ­θω­σαν νὰ ἐ­πι­τύ­χουν τὸ ρά­σο καὶ οἱ τό­σες Μαν­τό­νες: Ὁ Στά­εκ ἔ­γι­νε Κα­θο­λι­κός. Ἀν­τι­θέ­τως, ὁ Γκρή­σχάμ­περ, πα­ρὰ τὸ θαῦ­μα, πα­ρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κὰ Προ­τε­στάν­της. Ἀ­πὸ κοι­νοῦ στέλ­νουν τη­λε­γρά­φη­μα στὸν Μπό­ις καὶ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα «Ἑρ­μῆς τῆς Βαυ­α­ρί­ας»: «Σ. ΠΡΟ­ΣΗ­ΛΥ­ΤΙ­ΣΤΗ­ΚΕ. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΓΚ.» Στὴ ρε­πουμ­πλι­κα­νι­κὴ σκη­νὴ ὁ­λό­κλη­ρής τῆς Ὁ­μο­σπον­δια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας ξε­σπά­ει σύγ­χυ­ση ἄ­νευ προ­η­γου­μέ­νου.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: Ιστορίες Μπονζάι (https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2015/10/05/heinrich-boll-germanikes-outopies-no2/

19/10/15

Γερμανικές ουτοπίες, Νο 1...



Χά­ιν­ριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)

Γερ­μα­νι­κὲς οὐ­το­πί­ες Νο 1

γιὰ τὸν Χέλ­μουτ Γκόλ­βί­τσερ, τὸν ἀ­κα­τα­πό­νη­το
(Deutsche Utopien I
für Helmut
Gollwitzer, den Unermüdlichen)

1. Ο ΓΚΟΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ, προ­σκε­κλη­μέ­νος τῆς οἰ­κο­γέ­νειας Στρά­ους γιὰ κα­φέ, πα­ρα­δί­δει τὴ σκυ­τά­λη τοῦ φι­λο­ξε­νού­με­νου στὸν Ρούν­τι Ντοῦ­τσκε. Ἡ κυ­ρί­α, ὁ κύ­ριος, καὶ τὰ τέ­κνα τῆς οἰ­κί­ας Στρά­ους φω­νά­ζουν στὸν ἀ­περ­χό­με­νο Γκρὰς καὶ τὸν προ­σερ­χό­με­νο Ντοῦ­τσκε: «Νί­κη­σε ὁ Σο­σι­α­λι­σμός!» «Ὄ­χι ὁ Σο­σι­α­λι­σμός», τοὺς δι­ορ­θώ­νει ὁ Ντοῦ­τσκε, «ἀλ­λὰ ἕ­νας Σο­σι­α­λι­σμός». Ἀ­κο­λου­θοῦν ἀγ­κα­λι­ά­σμα­τα, δά­κρυ­α, ἄ­φθο­νος κα­φὲς κι ἀ­σύγ­κρι­τη θαλ­πω­ρὴ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Ντοῦ­τσκε ἁρ­πά­ζει μὲ τὸ χέ­ρι ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ τὸ φρέ­σκο γλύ­κι­σμα ποὺ ἀρ­νι­ό­ταν νὰ ὑ­πα­κού­σει στὸ κου­τα­λά­κι τοῦ γλυ­κοῦ. Οἱ υἱ­οὶ Στρά­ους ρω­τοῦν νὰ μά­θουν γιὰ τὸν Χο­ζέ­α Τσέ. Στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο πε­ρι­μέ­νουν ντρο­πα­λὰ —μὲ δέ­ος σχε­δόν— ὁ Τάν­τλερ, ὁ Κὴσλ καὶ ὁ Σπράγ­κερ. Μό­λις συ­νέ­τα­ξαν ἕ­να φυλ­λά­διο ποὺ ξε­σκε­πά­ζει τὸν Λά­τμανν: πα­ρα­βά­της τοῦ νό­μου! Πε­ρι­μέ­νουν κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση τὸν ἔ­παι­νο, ἕ­να κά­ποι­ο εἶ­δος τέ­λος πάν­των ἀ­να­γνώ­ρι­σης, καὶ ἂς εἶ­ναι μό­νο ἕ­να φι­λι­κὸ χτύ­πη­μα στὴν πλά­τη. Θὰ ἤ­θε­λαν τό­σο πο­λὺ νὰ γί­νουν μέ­ρος αὐ­τῆς τῆς τό­σο ἐγ­κάρ­διας ὁ­μή­γυ­ρης. Ὁ Ντοῦ­τσκε, συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ σε­βα­σμὸ πρὸς τὸ πρό­σω­πό του, τοὺς ἐ­πι­τρέ­πει τὴν εἴ­σο­δο. Ὁ Τάν­τλερ ξε­σπά­ει σὲ κλά­μα­τα, ἐ­νῶ οἱ Κὴσλ καὶ Σπράγ­κερ ἀρ­κοῦν­ται σὲ μά­τια ὑ­γρά.

2. Στὸ πλαί­σιο τοῦ νέ­ου ἀν­τι­τρο­μο­κρα­τι­κοῦ νό­μου, θὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ μιὰ νέ­α ὑ­πη­ρε­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α θὰ λά­βει τὴν ὀ­νο­μα­σί­α «Ἔμ­βιο θερ­μό­με­τρο ‘ὑ­πο­δεί­ξε­ω­ν’». Στό­χος τῆς νέ­ας αὐ­τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας θὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­φυ­γὴ νὰ κα­τα­λή­γουν καυ­τὲς ὑ­πο­δεί­ξεις στὶς ψυ­χρὲς λί­στες τῶν ἀ­ζή­τη­των. Ἔ­τσι, ἀ­νὰ ὑ­πό­δει­ξη ἢ ἀ­νώ­νυ­μο τη­λε­φώ­νη­μα θὰ συν­δέ­ον­ται στὴ γραμ­μὴ συγ­χρο­νι­κὰ δέ­κα ψυ­χο­λό­γοι καὶ ἀ­κου­στο­λό­γοι, τῶν ὁ­ποί­ων μέ­λη­μα θὰ εἶ­ναι νὰ ἀ­πο­φαν­θοῦν ἂν ἡ ἐν λό­γῳ ὑ­πό­δει­ξη μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ καυ­τὴ ἢ ὄ­χι. Τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ κα­τα­λή­ξουν ψυ­χρὲς ὑ­πο­δεί­ξεις σὲ καυ­τὲς λί­στες πα­ρα­βλέ­πε­ται ὡς «ἄ­σχε­το».

3. Ἀ­κό­μη καὶ στὸν γλωσ­σι­κῶς δει­νό­τε­ρο τῶν ἐκ­φω­νη­τῶν, σχο­λια­στῶν καὶ συν­το­νι­στῶν παίρ­νει κάμ­πο­ση ὥ­ρα ὥ­σπου νὰ συ­νη­θί­σει τὴ λέ­ξη Ἑ­τε­ρο­πτε­ρο­κρα­τί­α. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ὑ­φί­στα­ται ὁ σχε­τι­κὸς νό­μος πε­ρὶ κα­τάρ­γη­σης τῆς ἰ­δι­ω­τι­κῆς σφαί­ρας, ὁ­πό­τε κα­θέ­νας μπο­ρεῖ —μά­λι­στα ὀ­φεί­λει— νὰ σπι­ου­νεύ­ει τὸν ἄλ­λο, ὀ­ξεί­α πλή­ξη προ­σέ­βα­λε τοὺς πο­λί­τες ἀ­νὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τεια. Ἀ­κό­μη καὶ ἡ πα­ρα­κο­λού­θη­ση τῆς ἰ­δι­ω­τι­κό­τε­ρης ἰ­δι­ω­τι­κῆς ζω­ῆς τοῦ ἄλ­λου προ­κα­λεῖ χα­σμου­ρη­τό. Γι’ αὐ­τὸ καὶ οἱ πο­λί­τες πέ­ρα­σαν στὸ στά­διο τῆς πα­ρα­κο­λού­θη­σης τοῦ ἑ­αυ­τοῦ τους: εἰ­σή­χθη ἔ­τσι τὸ Ἔ­σω-Ἐ­τε­ρό­πτε­ρο, τὸ ὁ­ποῖ­ο στὸ στό­μα τοῦ κο­σμά­κη ἐκ­φυ­λί­ζε­ται σὲ Ψυ­χο-Ἑ­λι­κό­πτε­ρο. Ἡ σπι­ου­νευ­τι­κὴ κα­τὰ τοῦ ἐ­αυ­τοῦ ἔ­χει ἀ­να­χθεῖ σὲ μό­δα. Ἀ­πὸ τό­τε ὅ­μως ποὺ κα­νεὶς δὲν ἔ­χει πιὰ μυ­στι­κὰ —οὔ­τε κὰν ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο του τὸν ἐ­αυ­τό—, ἔ­χει ἐ­ξα­πλω­θεῖ τέ­τοι­α ψυ­χι­κὴ ἀ­δρά­νεια, ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ κα­τα­κό­ρυ­φη πτώ­ση τῆς ἀ­πο­δο­τι­κό­τη­τας. Τὸ σλόγ­καν «Ὅ,τι εἶ­ναι ἡ χλω­ρί­δα τοῦ ἐν­τέ­ρου γιὰ τὴν πέ­ψη, εἶ­ναι καὶ τὰ μυ­στι­κὰ γιὰ τὴν ψυ­χὴ» τεί­νει νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει μιὰ και­νούρ­για ἀ­γο­ρά: τὴν ἐμ­πο­ρί­α μυ­στι­κῶν. Ὁ τζί­ρος τῶν μυ­στι­κῶν ἀ­να­κι­νεῖ πρό­σκαι­ρα τὴν οἰ­κο­νο­μί­α, δη­μι­ουρ­γεῖ ὡ­στό­σο σο­βα­ρό­τα­τη κρί­ση στὶς μυ­στι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες. Ὄ­χι μό­νο δὲν ἔ­χει κα­νέ­νας ἀ­πο­λύ­τως, ἀλ­λὰ δὲν ὑ­φί­σταν­ται κὰν μυ­στι­κά. Ὅ­πως καὶ νά ’­χει, ὁ καρ­δι­νά­λιος Χόφ­νερ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται δη­μο­σί­ως στὴ Δω­ρο­θέ­α Ζό­λε ἕ­να μυ­στι­κό: ἦ­ταν πάν­το­τε ὑ­πὲρ τοῦ Σο­σι­α­λι­σμοῦ. Ἡ Δω­ρο­θέ­α Ζό­λε, ἐ­δῶ καὶ και­ρὸ ἐ­λεύ­θε­ρη συ­νερ­γά­τις τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας «Ὁ Ἑρ­μῆς τοῦ Ρή­νου» —τὴν πρό­τα­ση τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας «Πα­νό­ρα­μα τῆς Κο­λω­νί­ας» φέ­ρε­ται νὰ τὴν ἀ­πέρ­ρι­ψε μὲ τὶς λέ­ξεις «Ὄ­χι, μὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς καὶ ὁ­λωσ­δι­ό­λου ἀ­δύ­να­το!» — καὶ κα­τό­πιν προ­σω­πι­κῆς πα­ρά­κλη­σης τοῦ καρ­δι­νά­λιου, προ­χω­ρεῖ στὴ γνω­στο­ποί­η­ση τοῦ μυ­στι­κοῦ στὴν ἐν λό­γῳ ἐ­φη­με­ρί­δα. Ἀ­κό­μα ὑ­πάρ­χουν Κα­θο­λι­κοί, ἔ­ξαλ­λοι μὲ τὸ γε­γο­νός.

4. Καὶ ὅ­μως, τὰ θε­ό­ρα­τα κω­δω­νο­στά­σια τοῦ κα­θε­δρι­κοῦ της Κο­λω­νί­ας θὰ με­τα­φερ­θοῦν. Ὁ Μπό­ις —ὑ­πεύ­θυ­νος τοῦ ἔρ­γου ὡς ἐν­τε­ταλ­μέ­νος γιὰ τὴν παι­δεί­α στὸ κρα­τί­διο τῆς Βό­ρειας Ρη­να­νί­ας-Βε­στφα­λί­ας— κα­λεῖ τὴν ντό­πια κοι­νω­νί­α τῆς Κο­λω­νί­ας νὰ συμ­με­τά­σχει ἐ­νερ­γά. Ἀν­τλών­τας ἔμ­πνευ­ση ἀ­πὸ τὸν «Πύρ­γο τῆς Βα­βὲλ» τοῦ Μπρό­ιγ­κελ δι­α­τά­ζει τὴν κα­τα­σκευ­ὴ στα­θε­ρῶν σπει­ρο­ει­δῶν κα­τα­σκευ­ῶν, μέ­σῳ τῶν ὁ­ποί­ων θὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ φτά­νει μὲ ἀ­σφά­λεια στὴν κο­ρυ­φὴ τῶν κω­δω­νο­στα­σί­ων καὶ νὰ κα­τέρ­χε­ται ἐκ νέ­ου μὲ δύ­ο λί­θους ἀ­νὰ χεί­ρας. Ὁ ἕ­νας ἐκ τῶν λί­θων θὰ τυγ­χά­νει χρή­σης ἐν­θυ­μί­ου, ἐ­νῶ ὁ ἄλ­λος θὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στὴν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τοῦ «Ἐ­λεύ­θε­ρου Κα­θο­λι­κοῦ Ἰν­στι­τού­του γιὰ τὴν Ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ τὴν Κα­τάρ­γη­ση τῶν Δογ­μά­των». Μά­λι­στα δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἤ­δη «Σύν­δε­σμος γιὰ τὴν Ἀ­να­δό­μη­ση τοῦ Κα­θε­δρι­κοῦ». Μύ­ρι­σε ἤ­δη και­νούρ­για κλί­κα!

5. Ἡ σο­βι­ε­τι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση, ἐ­στι­ά­ζον­τας μέ­χρι πρό­τι­νος ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸ χρῆ­μα καὶ τὰ σύ­νο­ρα, ζη­τᾶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συμ­βο­λὴ τῆς ὁ­μο­σπον­δια­κῆς κυ­βέρ­νη­σης. Στὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δύ­ο κόμ­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α —ὅ­πως πάν­τα, χά­ριν συν­το­μί­ας κι εὐ­κο­λί­ας— δό­θη­καν οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες «οἱ Συ­νε­τοὶ» καὶ «οἱ Ἀ­σύ­νε­τοι». Ἐκ­πρό­σω­πος τῶν «Συ­νε­τῶν» εἶ­ναι ἀ­νώ­τα­το κομ­μα­τι­κὸ στέ­λε­χος. Ἐκ­πρό­σω­πος τῶν «Ἀ­σύ­νε­των», ἕ­νας Πα­τριά­ρχης τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Βε­βαί­ως, δὲν εἶ­ναι οὔ­τε τὸ κομ­μα­τι­κὸ στέ­λε­χος συ­νε­τό, οὔ­τε ὁ Πα­τριά­ρχης ἀ­σύ­νε­τος, οὔ­τε μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κα­νεὶς εὔ­κο­λα ὅ­τι ἰ­σχύ­ει τὸ ἀν­τί­στρο­φο. Πο­λὺ ἁ­πλά, εἶ­ναι —ὡς συ­νή­θως— πο­λύ­πλο­κο. Οἱ Συ­νε­τοὶ θέ­λουν νὰ ξα­να­κά­νουν τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐ­πί­ση­μη θρη­σκεί­α τοῦ κρά­τους, ἐ­νῶ οἱ Ἀ­σύ­νε­τοι τὸ ἀρ­νοῦν­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά. Ἡ σύγ­χυ­ση στὴ Δύ­ση μὲ ἀ­φορ­μὴ τὰ προ­βλή­μα­τα τῶν Σο­βι­ε­τι­κῶν αὐ­ξά­νει. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ἡ σο­βι­ε­τι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση —μὴ ἐμ­πι­στευ­ό­με­νη τοὺς Πο­λω­νούς, τοὺς Τσέ­χους, πο­λὺ λι­γό­τε­ρο δὲ τοὺς Γερ­μα­νοὺς τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Γερ­μα­νί­ας (οἱ ὁ­ποῖ­οι γιὰ ἀ­κό­μη μιὰ φο­ρὰ δὲν ξέ­ρουν τί στά­ση νὰ κρα­τή­σουν!) — ζη­τᾶ τὴ συμ­βο­λὴ καὶ συμ­βου­λὴ τῆς ὁ­μο­σπον­δια­κῆς κυ­βέρ­νη­σης. Μὲ τὴ σει­ρά της, ἡ ὁ­μο­σπον­δια­κὴ κυ­βέρ­νη­ση κα­λεῖ τὸν Χέλ­μουτ Γκόλ­βί­τσερ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ὁ­ρι­στεῖ εἰ­δι­κὸς ἀ­πε­σταλ­μέ­νος, νὰ συν­δρά­μει τὴ σο­βι­ε­τι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­να­μέ­νε­ται ἐ­να­γω­νί­ως. Ἡ γερ­μα­νι­κὴ βι­ο­χα­νί­α ἀ­φο­σί­ω­σης λαμ­βά­νει ἤ­δη ἐ­πεν­δυ­τι­κὰ δά­νεια. Ὁ Γκόλ­βί­τσερ πέ­φτει στὴ Μό­σχα θύ­μα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νων ἀ­πό­πει­ρων ἐκ­βια­σμοῦ ἀ­πὸ δυ­τι­κὰ λόμ­πι. Ἀν­τι­στέ­κε­ται σθε­να­ρά. Ὡς συ­νε­τός, παίρ­νει τὸ μέ­ρος τῶν Ἀ­σύ­νε­των. Ἕ­νας —κα­τὰ τὰ ἄλ­λα πραγ­μα­τι­στής— Γερ­μα­νὸς πο­λι­τι­κὸς τοῦ ἀ­νέ­θε­σε μιὰ εἰ­δι­κὴ μυ­στι­κὴ ἀ­πο­στο­λή: νὰ φέ­ρει ἔν­ζυ­μα, βά­κι­λους καὶ βα­κτή­ρια μὲ «ρώ­σι­κη ψυ­χή», γιὰ νὰ ἐμ­ψυ­χω­θεῖ ἡ γερ­μα­νι­κὴ σκη­νὴ ποὺ ἔ­χει κα­ταν­τή­σει ἄ­ψυ­χη.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: Ιστορίες Μπονζάι (https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2015/08/29/heinrich-boll-germanikes-outopies-no1/)

16/10/15

Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο...














Ναζίμ Χικμέτ

Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο

Απάνω στο τραπέζι μου έχω
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το λευκό γαρίφαλο -
που τον τουφέκισαν 
               πριν από την αυγή
μέσα στο ημίφως
               κάτω απ' των προβολέων το φως.

Κρατά μες στο δεξί του χέρι
               ένα γαρίφαλο
που 'ναι ως μια φούχτα φως
               απ' την ελληνική θάλασσα.
Τα τολμηρά, τα παιδικά του 
               μάτια
κοιτάζουν άδολα
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.
Τόσο άδολα
               όπως οι κομμουνιστές δίνουν
               τον όρκο τους.
Τα δόντια του είναι
               κατάλευκα:
                         γελά
                                ο Μπελογιάννης
Και το γαρίφαλο στο χέρι του είναι
όπως ο λόγος που 'πε στους ανθρώπους
τη μέρα
           της ανδρείας
                          και της ντροπής.
Αυτή η φωτογραφία
           βγήκε
                    στο δικαστήριο:
μετά από τη θανατική του καταδίκη.


1952

Μετάφραση: Άρης Δικταίος

13/10/15

Παρ' όλ' αυτά, πάμε...
















Ναζίμ Χικμέτ

Το ταξίδι

Ταξιδεύουμε μ' ένα φορτηγό καρβουνιάρικο
Μένει λιμάνι όπου να μην έχουμε ακόμη χτυπηθεί;
Μένει θλίψη που να μην την τραγουδήσαμε ακόμη;
Τον ορίζοντα που βλέπουμε κάθε πρωί μπροστά μας
δεν τον βλέπαμε πίσω κάθε βράδυ;
Πόσα αστέρια δεν πέσανε μπροστά μας
ακραγγίζοντας τα νερά.
Κάθε αυγή δεν ήταν τάχα η ανταύγεια
της μεγάλης νοσταλγίας μας;
Παρ' όλ' αυτά πάμε, δεν είν' έτσι, πάμε.

1948 

Μετάφραση: Άρης Δικταίος

10/10/15

Φοβούνται τα τραγούδια μας...

 

Ναζίμ Χικμέτ

Δε μας αφήνουν να τραγουδούμε

Δε μας αφήνουν να τραγουδούμε Ρόουμπσον
καναρίνι μου με τις φτερούγες τού αετού
μαύρε αδερφέ μου με τα μαργαριταρένια δόντια
δε μας αφήνουν να φωνάξουμε τα τραγούδια μας.
Φοβούνται Ρόουμπσον
φοβούνται την αυγή, φοβούνται να δούνε,
φοβούνται ν' ακούσουνε, φοβούνται ν' αγγίξουνε.
Φοβούνται ν' αγαπήσουν,
φοβούνται ν' αγαπήσουν όπως αγάπησε με πάθος ο Φερχάτ.
(Χωρίς άλλο κι εσείς μαύροι αδερφοί μου
έχετε έναν Φερχάτ, πώς τον λες, Ρόουμπσον;)
Φοβούνται το σπόρο και τη γη,
φοβούνται το νερό που τρέχει,
φοβούνται να θυμούνται.
Το χέρι ενός φίλου που δε θέλει
έκπτωση ουδέ προμήθεια μήτε προθεσμία
σαν πουλάκι ζεστό
το χέρι τους ποτέ δε θα το σφίξει.
Φοβούνται την ελπίδα, Ρόουμπσον, φοβούνται την ελπίδα:
Φοβούνται, καναρίνι μου με τις φτερούγες του αετού,
φοβούνται τα τραγούδια μας, Ρόουμπσον...

Οκτώβριος 1949

Μετάφραση: Άρης Δικταίος

7/10/15

Μοναδική γνώση...



Giuseppe Ungaretti

Γεννιέσαι και δεν ξέρεις τίποτα,
Ζώντας μαθαίνεις λίγα,
Όμως πεθαίνοντας ίσως δεις
Πως μοναδική γνώση 
Είν' εκείνη που σμιλεύεται
Άμα κλειστεί στην αγάπη.


Μτφρ: Φοίβος Ι. Πιομπίνος

4/10/15

Έναν μικρό αναστεναγμό μες στα μάτια...

 



















Giuseppe Ungaretti

Η μάνα

Και όταν η καρδιά μ' έναν ύστατο χτύπο
Το σκοτεινό τοίχο θα 'χει σωριάσει,
Για να με οδηγήσεις, Μάνα, ώς τον Κύριο,
Σαν άλλοτε το χέρι θα μου δώσεις.

Στα γόνατα, αποφασισμένη,
Άγαλμα θα 'σαι μπροστά στον Αιώνιο,
Έτσι όπως Αυτός σ' έβλεπε
Από τότε που ακόμα ζούσες.

Τρέμοντας τα γέρικα χέρια θα υψώσεις,
Σαν τότε που ξεψύχησες
Λέγοντας: Νά με, Θεέ μου.

Και μόνο σαν θα μ' έχει συγχωρέσει,
Θα σου 'ρθει αποθυμιά να με κοιτάξεις.

Θα θυμηθείς που τόσο με περιμένες,
Και θα 'χεις μες στα μάτια ένα μικρό αναστεναγμό.


Μτφρ: Φοίβος Ι. Πιομπίνος
 

1/10/15

Κοιμήσου, τώρα, ανήσυχη καρδιά...
















Giuseppe Ungaretti

Δώρο

Κοιμήσου τώρα, ανήσυχη καρδιά
Κοιμήσου τώρα, άντε, κοιμήσου.

Κοιμήσου, χειμώνας
Σε κυρίεψε, σε απειλεί,
Φωνάζει: "Θα σε σκοτώσω
Και δεν θα σε παίρνει ύπνος πια".

Το στόμα μου στην καρδιά σου, λες,
Φέρνει ειρήνη,
Άντε, κοιμήσου, κοιμήσου εν ειρήνη,
Άντε, άκου την αγαπημένη σου,
Για να νικήσεις το θάνατο, ανήσυχη καρδιά.


Μτφρ: Φοίβος Ι. Πιομπίνος