Δυο ποιητές, -ο Λειβαδίτης και η Βιλαρίνιο-
δυο εθνικότητες -Έλληνας και Ουρουγουανή-,
δυο τρόποι -ο ένας αναλυτικός, ο άλλος περιεκτικός-,
ένα νόημα:
______________________________________________________
Τάσος Λειβαδίτης
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
ΙΙΙ
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα
δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά -θυμάσαι;- μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα
έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπό σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο
κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.
[...]
Ύστερα ερχόταν η βροχή. Μα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομά σου
κ' έτσι είχε ξαστεριά στην κάμαρά μας. Κράταγα τα χέρια σου
κ' έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κ' εμπιστοσύνη.
Θυμάσαι που γονάτιζα τα βράδια και σου 'βγαζα τα παπούτσια πόσο με πίκραιναν τα παπούτσια σου, πάντοτε λυπημένα, φαγωμένα στις άκρες
ίσως κιόλας να μπάζανε νερά, αγάπη μου
μα δεν το 'λεγες. Μόνο χαμογελούσες.
Ύστερα έκρυβες σιωπηλή και μπάλωνες το παλιό σακάκι μου.
Έν' ανθισμένο κλωνάρι μυγδαλιάς ο γερτός λαιμός σου.
Όχι λοιπόν, δε θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος μήτε η νύχτα
κανείς δε θα σε πάρει. Ακούς; Ακούς;
[...]
**************************
Idea Vilariño
Η συνάντηση
Τὰ πάντα δικά σου
γιὰ σένα
προορίζονται γιὰ τὴν παλάμη τὴν ἀκοὴ τὸ βλέμμα σου
προορίζονταν
προορίστηκαν
πάντοτε προορίζονταν
σ’ ἀναζητοῦν σ’ ἀναζητοῦσαν
σ’ ἀναζήτησαν στὸ παρελθὸν
πάντοτε
ἀπ’ τὴν ἴδια τὴ νύχτα
ποὺ μ’ ἔσπειραν.
Ἐσένα ἔκλαψα στὴ γέννησή μου
ἐσένα στὸ σχολεῖο ἔμαθα
ἐσένα ἀγάπησα στὶς ἀγάπες τὶς τοτινὲς
καὶ στοὺς ἄλλους.
Ὕστερα
τὰ πράγματα ὅλα
οἱ φίλοι τὰ βιβλία οἱ ἀποτυχίες
οἱ ἀγωνίες τὰ καλοκαίρια οἱ ὑποχρεώσεις
ἀρρώστιες σχόλη ἐκμυστηρεύσεις
ὅλα σημαδεμένα
ὅλα ὁδηγημένα
τυφλὰ
παραδομένα
πρὸς τὸ μέρος
ἀπ’ ὅπου θὰ περνοῦσες
γιὰ νὰ τὰ συναντήσεις
γιὰ νὰ τὰ διαβεῖς ἐσύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου