Να μη λυγάς! Δεν είναι άλλη συμβουλή"*
της Έλενας Σταγκουράκη
Σύγχρονες εικαστικές τέχνες. Δύσκολο έδαφος, απαιτητικό, τόσο για τον καλλιεργητή, όσο και για εκείνον που θα γευτεί τους καρπούς. Από τη μία η παγκοσμιοποίηση και η επιβολή της μονοπολιτισμικότητας με τη μορφή της αναπαραγωγής εισαγόμενων ‒βλέπε αμερικανόφερτων‒ κακώς νοούμενων ‘προτύπων’, από την άλλη το μεταμοντέρνο και ο νεοαποικιοκρατικός Κανόνας που επιβάλλει αυθεντίες, έχουν μετατρέψει το έδαφος αυτό σε κινούμενη άμμο για όλους τους εμπλεκόμενους.
Όαση σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι οι φορές που θα συναντήσω έργα Ελλήνων ζωγράφων και καλλιτεχνών, οι οποίοι άλλοτε επεξεργάζονται το ελληνικό παρελθόν δίνοντάς του πνοή και καθιστώντας την παράδοση ζωντανό οργανισμό και άλλοτε, ορμώμενοι από το παρόν, μεταμορφώνουν τον καμβά σε μέσο άσκησης κοινωνικοπολιτικής κριτικής, δίχως όμως το λαϊκισμό των τηλεοπτικών παραθύρων και προσφέροντας μια διέξοδο στο μουντό γκρίζο. Σε αυτήν τη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα έργα από τον κύκλο «Έξοδοι κινδύνου και διέξοδοι» της Αγάπης Φεσατίδου-Ψαρράκη, έναν κύκλο με ενότητα, συνοχή και τη σφραγίδα του προσωπικού ύφους.
Τα έργα της Φεσατίδου-Ψαρράκη διηγούνται αλήθειες, μιλούν όμως και για την Αλήθεια πίσω και κάτω από το καθετί. Κοιτάζοντας κανείς τα έργα αυτά, αντικρίζει κατάματα την ελληνική πραγματικότητα του 2017, τον άνθρωπο στην Ελλάδα του σήμερα ‒Έλληνα ή πρόσφυγα‒, με τους πόνους του, τα αδιέξοδά του, αλλά πάντα και με μια διέξοδο: πότε πραγματική εν είδει πόρτας, πότε νοερή και πότε να αχνοφαίνεται σε ένα λιγότερο ή περισσότερο κοντινό μέλλον. Κατά συνέπεια, τα έργα του παρόντος κύκλου, αποδίδοντας το χωρόχρονο της δημιουργίας τους, έχουν πολύ συχνά ως φόντο το γκρίζο· ή, σε κάθε περίπτωση, το γκρίζο είναι πάντα παρόν. Το ίδιο ισχύει για τις πόρτες και τα παράθυρα που συνιστούν σταθερά μοτίβα αυτών των έργων, όπως και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτά, για παράδειγμα κλειδιά, λουκέτα, κουρτίνες, σκάλες κ.ο.κ.
Και εκεί όμως ακόμη που η ορατή διέξοδος ως φυσική υπόσταση απουσιάζει, η Φεσατίδου-Ψαρράκη τη δημιουργεί, αρνούμενη να υποταχθεί σε μια επιβεβλημένη προδιαγεγραμμένη πορεία. Πώς το κατορθώνει αυτό; Με τρόπο παραπλήσιο εκείνου που χρησιμοποιεί κάθε οδηγός προκειμένου να κατευθύνει το όχημά του. Ο μέσος οδηγός ‒ο μη διακρινόμενος από αυτοκτονικές τάσεις‒ ακολουθεί τις συμβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Η Φεσατίδου-Ψαρράκη, αντιθέτως, χρησιμοποιεί τις συμβάσεις αυτές για να χαράξει τη δική της πορεία: φανάρια, ‘υποχρεωτική πορεία’, ‘απαγορευτικά’ χρησιμοποιούνται κατά κόρον, σε μια αποτύπωση της προσπάθειας να ελιχθεί κανείς, να διαχειριστεί, να επιβιώσει. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Μια επιβίωση, που ‒μέσω της τέχνης‒ γίνεται ζωή, το ζην που αναγάγεται σε ευ ζην. Η καλλιτέχνιδα μάλιστα αυτά τα δύο τα εξισώνει, για εκείνην ζωή και τέχνη είναι έννοιες ταυτόσημες: "Life is art" διατείνεται στον πίνακά της με τίτλο «Προσδοκία για κάτι καλύτερο». Εξάλλου, η ζωή συνιστά σταθερή πηγή άντλησης υλικού για τις διάφορες μορφές τέχνης, ακόμη και με την ασχήμια, τις αντιξοότητες και τις αντιφάσεις της. Έτσι, μέσα από (ή παρά) το γκρίζο, η Φεσατίδου-Ψαρράκη ‘δείχνει’ στην ελπίδα.
Πέρα όμως από αυτή τη γενική Αλήθεια που αποτελεί συνδετικό κρίκο των έργων μεταξύ τους, σε καθένα από αυτά συναντούμε εξίσου αληθείς επιμέρους αφηγήσεις. Συναντούμε για παράδειγμα το αδιέξοδο ενός ζευγαριού πάνω στον καναπέ (θα μπορούσε κάλιστα να ’ναι ο δικός μου ή ο δικός σου), με τον ένα να αποστρέφει το βλέμμα από τον άλλο, καθένας κοιτάζοντας προς διαφορετική ‘exit’, φέροντας από το παρελθόν του και παίρνοντας μαζί του για το μέλλον τη βαλίτσα με το δικό του φορτίο («Αναμονή στο ανοίκειο»). Συναντούμε τη γυναίκα που στη θέση του προσώπου έχει τον περιοριστικό τοίχο που της υψώνουν οι απαιτήσεις των άλλων και του ίδιου της του εαυτού («Τείχη»): για ένα όνειρο που υπάρχει δίχως εκείνη δεν μπορεί να το ακολουθήσει, για τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, για τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο και για την ευθύνη που η ίδια φέρει («είναι θέμα οπτικής»). Πρόκειται για απαιτήσεις υπό μορφή μηνυμάτων στον πίνακα της Φεσατίδου, μηνυμάτων διόλου ισότιμων, μηνύματων χωρίς την ίδια αφετηρία, μηνυμάτων που δεν τοποθετήθηκαν τυχαία στη θέση του μυαλού, των ματιών και του στόματος της γυναίκας αντίστοιχα. Ακόμη, συναντούμε τον άνδρα-κοντέρ («Περισυλλογές»), τον άνδρα που αντί για μάτια έχει μια μακρόστενη ηλεκτρονική οθόνη που μετράει: αποστάσεις, αποδόσεις, ώρες, βαθμολογίες, φορές, ευρώ, μια ζωή που περνά και χάνεται σε αριθμούς. Συναντούμε τον τάχα ‘ελεύθερο’ («Free») που τάχα αμέριμνα βαδίζει, τη στιγμή που η ελευθερία του είναι γραμμένη ανάποδα, αφού άλλοι ‘κάνουν παιχνίδι’ έχοντας μάλιστα για στόχο το μυαλό του. Και συναντούμε βέβαια τους προσφυγικούς οικισμούς («Επαναπροσδιορισμός»), με τις πλεγμένες συντεταγμένες να δηλώνουν το πλήθος των προελεύσεων και των προορισμών, τον άνθρωπο αντιμέτωπο με φράχτες και με φυλαχτό ένα υπερμέγεθες Κλειδί: αυτό που ξεκλειδώνει την πόρτα σε μια νέα ζωή, σε ένα νέο σπίτι, σε ένα άλλο ‒καλύτερο;‒ αύριο.
Είναι αυτή η σημερινή πραγματικότητα, όπου καθένας αναζητά μέσα σε αυτόν τον κόσμο «δίχως όρια» την ή τις διεξόδους του. Η διέξοδος σήμερα είναι είδος πρώτης ανάγκης. Το τείχος, τα τείχη παραμονεύουν — όχι μόνο για να περιορίσουν, όχι μόνο για να χωρίσουν, αλλά και για πανηγυρίσουν συντριβές. Αγώνας χρειάζεται, ακούραστη πάλη: αυτό αποτυπώνουν τα έργα της Φεσατίδου-Ψαρράκη. Και αν τώρα το πράττουν με μεικτή τεχνική και με ακρυλικό πάνω σε καμβά, είναι για τη γράφουσα (ας της επιτραπεί) δευτερεύουσας σημασίας.
****
Γεννημένη το 1963 στο Ντίσελντορφ και μεγαλωμένη σε Δράμα και Λαύριο, η Αγάπη Φεσατίδου-Ψαρράκη διδάχτηκε σχέδιο και σπούδασε εφαρμοσμένες τέχνες στη σχολή Βακαλό. Εργάστηκε επί σειρά ετών στον έντυπο Τύπο ως γραφίστας και art director.
Η δεύτερη ατομική της έκθεση θα πραγματοποιηθεί στο «Φουάρ», Μητροπόλεως 72, 21-27 Μαρτίου.
* Ναζίμ Χικμέτ