21/6/17

Ποίηση ενάντια στη σιωπή της βίας...



Ποίηση ενάντια στη σιωπή της βίας
Όντας γυναίκα στη Λατινική Αμερική


(Ομιλία στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης «Γυναικεία Κραυγή»
στις 13.03.2013 στο Instituto Cervantes των Αθηνών - 
Κείμενο και μετάφραση των ποιημάτων από τα ισπανικά:
Έλενα Σταγκουράκη)


Yπό τους ήχους του επίσημου τραγουδιού του φεστιβάλ και με ιδιαίτερη χαρά, σας καλωσορίζω στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ ποίησης «Γυναικεία κραυγή» (“Grito de Mujer”) με θέμα την ποίηση ενάντια στη βία κατά των γυναικών. Το φεστιβάλ, υπό τη  διοργάνωση του Διεθνούς Κινήματος Ποιητριών (“Mujeres Poetas Internacional”) με πρόεδρο την Γιαέλ Ουρίμπε, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2011 στη Δομινικανή Δημοκρατία και γρήγορα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και τον κόσμο. Στο κίνημα συμμετέχουν ποιήτριες πολλών εθνικοτήτων που ενώνουν τη φωνή τους, καλύτερα τη γραφίδα τους, προς έναν κοινό στόχο: την καταπολέμηση της βίας απέναντι στις γυναίκες, στον αμερικανικό Νότο και αλλού.
            Φέτος, στην τρίτη συνεχόμενη διοργάνωση του φεστιβάλ, συμμετέχουν 31 χώρες παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων για πρώτη φορά και η Ελλάδα, κατόπιν αποδοχής του αιτήματός μας να ενταχθούμε σ’ αυτό, και με την υποστήριξη του περιοδικού “Poeticanet” και της «Εταιρείας Συγγραφέων». Το φετινό φεστιβάλ είναι αφιερωμένο στην δεκαπεντάχρονη υποψήφια για το Νόμπελ Ειρήνης, Μαλάλα Γιουσαφζάι, από το Πακιστάν. Όλοι γνωρίσαμε από τα Μέσα Ενημέρωσης αυτό το κορίτσι, το οποίο έπεσε θύμα απόπειρας δολοφονίας με μια σφαίρα στο κεφάλι, επειδή υποστήριζε το δικαίωμα των γυναικών στην παιδεία. Η Μαλάλα είχε δηλώσει πως δεν την νοιάζει αν χρειαστεί να καθήσει στο πάτωμα ή και στο χώμα ακόμη, αρκεί να έχει η ίδια και όλες οι γυναίκες της χώρας της πρόσβαση στην εκπαίδευση.


Ο στίχος ως κραυγή (“El verso como grito” – Μάυτε Τουδέα Μπούστο)
Τι κι αν είναι η φωνή μου βραχνιασμένη,
με δύναμη και τόλμη θα παλεύω.
Καμιά ελπίδα, ούτε όνειρο να κλέβω,
μα τη ζωή να εξυμνώ, ταγμένη.

Κοιτάζω με τα ματιά πολεμίστριας.
Το χέρι μου κρατάει ρυτιδωμένο
χαρτί, όπου διαβάζω κι ανασαίνω
τους στίχους μου, γυναίκας και ποιήτριας.

Το ποίημα αυτό, κραυγή, διαμαρτυρία,
και πόνος, πίκρα, οργή, θυμός συνάμα.
Σαν όπλο το βαστώ, μαζί και τάμα,
τα δίκια να φρουρώ χωρίς αργία.

Αφού η γυναίκα ανθρώπινο ον, συμβία,
γιατί να υπομένει τόση βία;

Η βία κατά των γυναικών δεν έγινε τυχαία θέμα της ποίησης του φεστιβάλ. Πολύ περισσότερο, συνιστά σοβαρότατο πρόβλημα στη Λατινική Αμερική, όπως και σε άλλες υπό ανάπτυξη χώρες του κόσμου. Ολοένα πληθαίνουν, μάλιστα, οι φωνές διαμαρτυρίας, φωνές όμως που καταπνίγονται άμα τη εμφανίσει τους, είτε από σκοτεινά κυκλώματα εξουσίας είτε από μαφίες είτε από παραστρατιωτικούς.
Η γυναίκα της φωτογραφίας είναι η Σουσάνα Τσάβες Καστίγιο, γεννημένη στην τραγική πόλη Χουάρες, στο Μεξικό, το 1974. Το γιατί η πόλη είναι τραγική θα φανεί στη συνέχεια. Πριν δυο χρόνια, η Σουσάνα βρέθηκε με μια μαύρη σακούλα στο κεφάλι, στραγγαλισμένη, και με τα άνω άκρα της ακρωτηριασμένα. Το έγκλημά της; Έγραφε. Ήταν ποιήτρια κι έγραφε για τα δικαιώματα των γυναικών, κάτι που στο Μεξικό, και αλλού στη Λατινική Αμερική, αυτόματα την κατέτασσε ως ακτιβίστρια, αντιρρησία, επαναστάτρια και άρα εμπόδιο που έπρεπε να παρακαμφθεί – όπως και έγινε.
Μη νομίζετε όμως, δικαιοσύνη υπάρχει στα νότια της αμερικανικής ηπείρου. Έτσι, διενεργήθηκαν οι απαραίτητες έρευνες και η υπόθεση διαλευκάνθηκε. Η κοπέλα που απ’ τα έντεκα χρόνια της έγραφε συνειδητοποιημένα κι αγωνιζόταν για τον άνθρωπο και τη γυναίκα ή, καλύτερα, για τη γυναίκα ως άνθρωπο, είχε –κατά τα λεγόμενα των αρχών– τις αδυναμίες της: κακές παρέες, ναρκωτικά, «βγήκε κι αυτή να περάσει καλά, και καμία ανάμειξη δεν είχε το οργανωμένο έγκλημα». Τώρα, πόση σχέση μπορεί να έχει η «καλοπέραση» και η χρήση ναρκωτικών με τη σακούλα στο κεφάλι και τα ακρωτηριασμένα άνω άκρα (επειδή έγραφε), το αφήνω στη δική σας κρίση κι εκτίμηση.
Η Σουσάνα Τσάβες Καστίγιο έγινε λοιπόν, δικαίως, σε αντίθεση με κάποιους άλλους ψευτοήρωες στην Ελλάδα και αλλού, σύμβολο και «καθοδηγήτρια» για το παραπάνω κίνημα ποιητριών που μάχεται για τα  δικαιώματα των γυναικών στη Λατινική Αμερική. Τους χάρισε δε το μότο τους: “Ni una más”, που θα πει «Ούτε μία (νεκρή) παραπάνω». Το ποίημά της, προφητικό:
Αίμα ημών (“Sangre nuestra” – Σουσάνα Τσάβες Καστίγιο)

Αίμα δικό μου,
της αυγής,
μιας σελήνης διχασμένης,
αίμα της σιωπής,
βράχου άψυχου,
αίμα γυναίκας κλινήρους
που ξεπηδάς προς το κενό.

Αίμα δεκτικό της τρέλας
διαυγές και ορισμένο,
αίμα γόνιμο και σπέρμα,
αίμα που κυκλοφορείς ακατανόητο
αίμα απελευθέρωση απ’ τον εαυτό σου,
αίμα ποταμέ των τραγουδιών μου,
θάλασσα της αβύσσου μου.
Αίμα της στιγμής που πονώντας γεννιέμαι,
θρεμμένη απ’ την ύστατη παρουσία μου.


            Ανάλογη και η ιστορία της Μαρισέλα Εσκομπέδο, πάλι στο Μεξικό, η οποία δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι το 2010, κατά τη διαμαρτυρία της για τη δολοφονία της κόρης της δυο χρόνια νωρίτερα. Η Εσκομπέδο είχε ανακαλύψει και κατονομάσει στις αρχές τον δολοφόνο, ο οποίος, αφού όντως ομολόγησε και κατέδειξε άκομη και τον τόπο του εγκλήματος, αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν δικαστικής απόφασης! Ακολούθησαν πάμπολλες διαδικασίες, εμπόδια, επικυρήξεις κλπ. και μόλις πέρυσι (2012), μετά το θάνατο της Μαρισέλας Εσκομπέδο, και με την κατακραυγή που ακολούθησε, αποδόθηκε έως ένα βαθμό δικαιοσύνη, με τον γνωστό τρόπο: με άλλες αδέσποτες σφαίρες, στο κεφάλι –αυτή τη φορά– του δολοφόνου.
Γιατί, η Ανχέλικα Μπέλιο; Άλλο ένα παράδειγμα γυναίκας που αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των γυναικών στην Κολομβία, στηρίζοντας γυναίκες που είχαν πέσει θύματα βιασμού από παραστρατιωτικούς κατά τις εχθροπραξίες. Και τι δεν υπέστη: Απειλήθηκε. Οι κόρες της απήχθησαν το 2000 και βιάστηκαν κατ’ εξακολούθηση για εκφοβισμό. Το 2009 έπεσε θύμα βιασμού και η ίδια. Άλλαξε επανειλημμένως τόπο κατοικίας, ανέφερε τις απειλές στις αρχές, κάποια στιγμή της δόθηκαν και φρουροί, αλλά όλα μάταια. Τίποτα δεν κατάφερε να την
γλιτώσει. Στις 16 του περασμένου Φλεβάρη, η Μπέλιο βρέθηκε στο σπίτι της νεκρή (δολοφονημένη) υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η ίδια έλεγε: «Να είσαι γυναίκα και ν’ αγωνίζεσαι για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα στην Κολομβία είναι ταυτόσημο του να είσαι βομβιστής αυτοκτονίας στο Ιράκ.» Θα της δώσουμε, βέβαια, απόλυτο δίκιο.


Μία όμως με την άλλη, μαζεύονται πολλές, οι στρατευμένες ποιήτριες (γιατί περί αυτού πρόκειται) που περιγράφουν την φρικαλέα πραγματικότητα της γυναίκας στον αμερικανικό Νότο.
Όλες εμείς (“Nosotras” – Ορτένσια Καρράσκο Σάντος)

Πίσω απ’ την πλάτη της σιωπής
βαλθήκαμε να διαπεράσουμε τα τείχη απ’ τις χαραμάδες
αγνοώντας τον άνεμο που στο παράθυρο στριμώχτηκε.
Ασυμβίβαστες, επιθυμούμε να αποσπαστούμε απ’ ό,τι σιωπά
από τούτη τη σιωπή που μας τσακίζει και μας διαμελίζει.

Ψηλαφιστά αποζητούμε την αναγέννηση
να πάψουμε πια να είμαστε τούτο το φως το θαμπό στα δωμάτια.
Μα η πραγματικότητα μάς ζυγώνει σαν κόρη άρρωστη
που στο νου μας βρίσκει μια ποδιά
κι ανάμεσα σε νευρώνες εισδύει, άθυμη και ξαφνική.


Η βία που υφίστανται οι γυναίκες στη Λατινική Αμερική είναι φαινόμενο καθημερινό, μια πρακτική «αυτονόητη», συνηθισμένη κι αποδεκτή, τόσο από τις ίδιες τις γυναίκες, όσο και από τις οικογένειές τους και την κοινωνία ολόκληρη. Είναι αναμενόμενο μια κοπέλα να δέχεται βία στο σπίτι από τον πατέρα της, όντας κόρη, πολύ πιο αναμενόμενο, από το φίλο της, ως αρραβωνιαστικιά του, βέβαιο δε απ’ τον άντρα της, ως σύζυγός του (!).

Απέχοντας πολύ από την ύπαρξη επίσημων θεσμών για την προστασία της, η γυναίκα στη Νότια Αμερική δεν τυγχάνει καν της υποστήριξης των γονιών της, οι οποίοι στη χειρότερη περίπτωση την κατηγορούν («δεν μπορεί, όλο και κάτι θα έκανε και θα εξόργισε τον άντρα της»), ενώ στην καλύτερη περίπτωση τής συνιστούν να σωπάσει και να υποστεί το καθημερινό μαρτύριο αγόγγυστα.

Αυτήν ακριβώς τη σιωπή κατακρίνει κι αντιμάχεται το φεστιβάλ, με τον μόνο τρόπο που διαθέτει και τολμά: την Κραυγή και την κατακραυγή. Κάποιοι μού σχολίασαν τον ηχηρό τίτλο του φεστιβάλ, η λέξη «κραυγή» τούς φάνηκε ακαλαίσθητη. Ίσως να έχουν κάποιο δίκιο. Όμως δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να πέσουμε στην παγίδα. Εδώ δεν πρόκειται για ζήτημα αισθητικής, και η συγκεκριμένη λέξη καθόλου υπερβολική δεν είναι. Αντιθέτως, επιτυγχάνει αυτό που καλείται να πράξει: λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Πρέπει σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, στην Ελλάδα, να μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, καθώς και ν’ ακούμε να λέγονται έτσι, δίχως να δυσανασχετούμε.

Ακόμη, πρέπει να διευκρινίσουμε και να καταλάβουμε τα εξής: Κατ’ αρχήν, εδώ δεν μιλάμε για χειραφέτηση των γυναικών. Δεν πρόκειται για κάποιο παράπονο ή διαμαρτυρία για κάτι που δεν τηρείται, ούτε καν για αγώνα ισότητας των δύο φύλων κι εξίσωσης με τους άντρες. Ύστερα, δεν πρέπει να κρίνουμε έχοντας κατά νου τα δικά μας κριτήρια ή την ελληνική πραγματικότητα. Πολλά μπορεί να μένουν άλυτα στη χώρα μας, αλλά κάποια τουλάχιστον έχουν έως ένα βαθμό επιτευχθεί. Εδώ μιλάμε για χώρες, όπου η γυναίκα θεωρείται κι αντιμετωπίζεται ως υπάνθρωπος. Κι ακόμη, τη στιγμή που εμείς τα λέμε εδώ όλα αυτά ελεύθερα, οι γυναίκες που επιχειρούν το ίδιο στη Λατινική Αμερική στοχοποιούνται. Η γυναίκα που θα μιλούσε δημόσια στο Μεξικό, όπως εδώ απόψε, για την Τσάβες Καστίγιο και την Εσκομπέδο, θα έβλεπε από την επαύριο τη ζωή της ν’ απειλείται!

Το πόσο παγιωμένη πρακτική είναι η βία σε μια σχέση, αλλά και ότι στο κίνημα συμμετέχουν προς τιμήν τους και άντρες ποιητές –αν και ελάχιστοι, βέβαια, στον αριθμό–, αποτυπώνεται στο επόμενο ποίημα του Έκτορ Σέτα Εκ Μπαλάμ:

Ούτε με τριαντάφυλλο... (“Ni con el pétalo de 1 rosa”)

Ούτε με τριαντάφυλλο...
έλεγε η μάνα του πατέρα
έλεγε κι η μάνα της μητέρας
Όλο και κάποιος λόγος θα υπήρχε

Εγώ έκανα τάχα πως δεν καταλαβαίνω
μα, παρόλο που η ζωή τότε
θα ’πρεπε να ’ταν όλο σχέδια και παιχνίδια,
η ζωή στο σπίτι
δεν έμοιαζε καθόλου με παιχνίδι για τις ξαδέρφες μου.
Ούτε με τριαντάφυλλο...

Μα να που ο πατέρας μου είχε
1 μπράτσο θαρρείς για μπέιζ μπωλ
1 γροθιά πρωταθλητή του μποξ
1 πόδι ποδοσφαιριστή
1 ξίφος ταυρομάχου
Γι’ αυτό να τα μισώ τ’ αθλήματα;
Ούτε με 1 τριαντάφυλλο...

Η γυναίκα  μου απαιτούσε ίδια μαινάδα
να τη χτυπήσω
Χτύπα με καθίκι
Δειλέ, δεν το τολμάς
Ούτε με τριαντάφυλλο...

Θα ’ταν σαν τις γυναίκες να χτυπώ
που μου δώσανε ζωή και τρυφεράδα
που μου μάθανε να ζω
που μου μάθαν’ πάντοτε να πολεμώ,
άλλος να γίνω απ’ τον sapiens,
που τη ζωώδη του καταγωγή δεν ξεπερνά.


Μοιάζει αδιανόητο, αλλά στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση που η γυναίκα δεν θα υποστεί βία στο σπίτι, θα αισθανθεί αγνοημένη και περιφρονημένη, και θα το απαιτήσει όντως η ίδια από το σύζυγό της!, όπως ρεαλιστικά αποτυπώθηκε στο παραπάνω ποίημα. Η παράδοση ενδοοικογενειακής βίας, ειδικά στο Μεξικό, έχει βαθύτατες ρίζες και οι απαρχές της θα μπορούσαν να εντοπιστούν στον καιρό του ερχομού των Ισπανών αποικιοκρατών (κονκισταδόρες), καθώς και του καθολικού δόγματος. Η φτώχεια, η εξαθλίωση και ο αναλφαβητισμός συνιστούν αναμφίβολα παράγοντες που διαιωνίζουν αυτό το φαινόμενο συστηματικής καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Όχι, βέβαια, πως πέρα απ’ την καθημερινή βία στο σπίτι, οι Λατινοαμερικάνες δεν υφίστανται επιπλέον και τη βία που δυστυχώς συναντούμε παντού στον κόσμο, ακόμη και στις λεγόμενες «πολιτισμένες» κοινωνίες. Βιασμοί, ξυλοδαρμοί, εξευτελισμοί κλπ. συμπληρώνουν ένα φρικτό τοπίο βίας. Τέτοιο είναι κι αυτό στο επόμενο ποίημα της Ντινόρα Γκουτιέρες, επίσης από το Μεξικό:

Ήταν δώδεκα (“Eran doce”- Ντινόρα Γκουτιέρες)

Ήταν δώδεκα τα χρόνια της παιδικότητας
δώδεκα της αθωότητας
δώδεκα της παρηγόρησης με πράγματα απλά

Δώδεκα οι λέξεις της μάνας που δεν μιλούσε:
«Κόρη μου, άτακτη,  μικρή, σε αγαπώ,
πρόσεχε, σε περιμένω,
εμπρός,
μπορείς,
τώρα...»

Δώδεκα της πριγκίπισσας τα όνειρα
αυτής μες στον καθρέφτη από χίμαιρες
αυτής που αποκοιμήθηκε καταμεσής του δρόμου
όχι εκείνης των παραμυθιών
όχι εκείνης του βιβλίου των απαρχών

Δώδεκα οι κτήτορες του αίματός της,
του κορμιού της,
των ρούχων της,
των χειλιών της
του χρόνου της

Δώδεκα της αγνότητας οι μαγαριστές
Δώδεκα
υπνοβάτες ντελιρίου
που το πνεύμα της ξερίζωσαν
κρεμασμένοι απ’ τους γοφούς της

Δώδεκα οι του ικριώματος
πάντοτε στο χείλος της  αιώρησης
λιώνοντας τις ενοχές
γκρεμίζοντας τα ένστικτα

Δώδεκα τα χρόνια της πριγκίπισσας

Μα τα βογγητά τής πέρασαν με το στίγμα
ποτισμένα με δηλητήριο που άχνιζε
ουσίες τοξικές
και κακές σκέψεις

Ήταν δώδεκα...
Μα τα γενέθλια πια δεν τα γιόρταζε

                        η πριγκίπισσα έχασε τον λογαριασμό


Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο ρόλος του οργανωμένου εγκλήματος και της οικονομικής μαφίας είναι πολύ συχνά κεντρικός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το φαινόμενο των «γυναικοκτονιών» (στα ισπανικά “feminicidios”), στην πόλη Χουάρες του Μεξικού, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Εκεί έχουν δολοφονηθεί, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, 400 γυναίκες (στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερες), ενώ σε χιλιάδες ανέρχονται οι λεγόμενες «αγνοούμενες».


Δεν είναι διόλου τυχαίο πως τα θύματα εργάζονται στη συντριπτική πλειοψηφία τους σε εργοστάσια, τα επονομαζόμενα “maquiladoras”, τα οποία συνάπτουν συμβόλαια με ξένες πολυεθνικές εταιρείες, το 80% των οποίων είναι βορειοαμερικάνικες, κι ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι γυναίκες αυτές, στην πλειονότητά τους μεταξύ των 16 και 28 ετών, φτωχές, προερχόμενες από πολυμελείς οικογένειες, εργάζονται εκεί υπό απαράδεκτες συνθήκες, ενάντι μισθού πείνας και υποχρεώνονται να καλύπτουν καθημερινά μακρινές αποστάσεις από το σπίτι τους ώς το εργοστάσιο, καθώς το τελευταίο βρίσκεται συνήθως σε απομακρυσμένη περιοχή κοντά στα σύνορα (εξού και συμβαίνουν αυτά σε συνοριακές περιοχές, όπως η πόλη Χουάρες). Οι γυναίκες εντοπίζονται (εφόσον καν εντοπιστούν) σε προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης σε ερημικές τοποθεσίες, βιασμένες, κακοποιημένες, και τις περισσότερες φορές με το πρόσωπο καμένο για να καθίσταται αδύνατη η αναγνώρισή τους!
Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί οι βίαιες σκηνές της πολλαπλής κακοποίησης καταγράφονται και στη συνέχεια πωλούνται ως σαδιστικές ταινίες, τις λεγόμενες “snuff movies”, σε κλειστά κυκλώματα! Οι δράστες είναι «γνωστοί άγνωστοι», κυρίως στην πολιτική ηγεσία του Μεξικού, η οποία κάνει τα στραβά μάτια και δεν παρέχει κανενός είδους προστασία.
Αυτήν την αναλαμβάνει συχνότατα η οικογένεια, συνοδεύοντας τις γυναίκες στο χώρο εργασίας τους και πίσω στο σπίτι. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία ενός πατέρα πως μία μόνο φορά δεν συνόδευσε την κόρη του στη δουλειά κι εκείνη τη μέρα δεν επέστρεψε σπίτι. Έγινε κι εκείνη προφανώς μια «αγνοούμενη».
                                                           
                        Φανατισμένη δεν είμαι
                        (“No es que quiera obsesionarme” – Πιλάρ Ροντρίγκες Αράντα)

Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πότε
θα πάψω πια ν’ ακούω
ειδήσεις παράλογες και βίαιες
(διείσδυση σε όλες τις εγκοπές)
σε όλους
και σε όλες

Πότε
θα πάψω πια να διαβάζω
για γυναικοκτονίες αδιευκρίνιστες
(για ύποπτες μορφές σε καμιόνια μαύρα)
Η ελπίδα σκοτεινιασμένη
Μαύρο το μέλλον

Πότε
θα πάψω πια να πληροφορούμαι
νούμερα και στατιστικές
(Με περισσότερα χρόνια καταδικάζεται ένας κλέφτης
παρά ο φονιάς που σκότωσε τη γυναίκα του
αν υπάρχει υποψία απιστίας)

Πότε
θα πάψω πια να μαθαίνω
λεπτομέρειες των φόνων
(μαχαιρωμένη 57 φορές)
Βιασμένη
Κακοποιημένη

Πότε
θα πάψω πια να εικάζω,
στη σκέψη του βλέμματός τους,
την αθωότητα και την άγνοια

Πότε
θα πάψω πια να πιστεύω
πως γυναίκα σημαίνει απάρνηση
(μη βγαίνεις, μη ντύνεσαι, μην είσαι)
Πως αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς
σε υποχρεώνουν σε σιωπή
σε χτυπούν, σε σκοτώνουν
και στο τέλος
σε ενοχοποιούν

Όχι. Φανατισμένη δεν είμαι
όμως πώς
να πάψω πια να σκέφτομαι
πως εκείνοι οι νικηφόροι φονιάδες
(που άντρες δεν λογίζονται)
περπατούν πάνω στην ίδια επιφάνεια
κι αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο
Νιώθω πως ένα δάκρυ
θα κυλήσει, μα αντ’ αυτού
μέσα βαθειά, κάτι σκληραίνει

Ο βράχος της πίστης,
λάβα που στερεοποιήθηκε,
ενώ να εκτιναχτεί θα ’πρεπε
κι όλα στο διάβα της να τα κάψει∙
μα τούτο για να γίνει
λίγη τρυφερότητα χρειαζόταν παραπάνω...

Πώς αλλιώς
να αποτινάξω τότε
ετούτη την τραχυμένη απελπισία
για να μη σχίζει τα μέσα μου
όπως έκαναν μ’ εκείνες
Με όλες τους...

Πώς έγινε κι αποξενωθήκαμε
απ’ την ψυχή μας τη συλλογική;
Πότε... πώς...

Για το τι και το πού
αμφιβολία δεν χωρά:
Εδώ και τώρα
εδώ και τώρα

Πότε
θα πάψω πια να νιώθω
πως εδώ και τώρα
δεν μας αξίζουμε

Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για όλ’ αυτά; Πρώτον, να συμμετέχουμε στο Φεστιβάλ «Γυναικεία Κραυγή» και τις διοργανώσεις που θ’ ακολουθήσουν, στην Ελλάδα και αλλού. Δεύτερον, ν’ αποτελέσουμε μέρος της παγκόσμιας κατακραυγής ενάντια στη βία κατά των γυναικών, με όποιον τρόπο διαθέτει ο καθένας, όπως για παράδειγμα με τη διαρκή ενημέρωση, τη διάδοση πληροφοριών κλπ. Τέλος, να μην ξεχνούμε πως η ποίηση μπορεί να γίνεται κάποτε μέσο αγώνα, μα είναι πάντοτε βάλσαμο στην πληγή.


Μια μάνα με τρεις κόρες (“Una madre y tres hijas” – Μίριαμ Κρούγκερ)

Μια μάνα με τρεις κόρες
Μια μάνα που τις νανουρίζει διαβάζοντας ποιήματα
Μια μάνα αλλιώτικη απ’ τις άλλες
Τρεις κόρες που για ’κείνην είναι ο αγώνας, η ελπίδα κι η ευτυχία της.
Μια μάνα με τρεις κόρες κι όλες τους πορεύονται στη ζωή
Ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο
Μια μάνα που η δουλειά τής κλέβει χρόνο
Μα που εκείνη βρίσκει ώρα για το γέλιο και για τ’ όνειρο
Τρεις κόρες που μια μέρα γυναίκες γίναν
Τρεις γυναίκες, πολύ ξεχωριστές
Η μεγάλη, στέλεχος τρανό, παλεύει να ’ναι η καλύτερη
Η μεσαία, με δάχτυλα μαγικά, φορέματα ετοιμάζει πριγκιπικά
Η τρίτη, η μικρότερη, στις γραμμές ζει ανάμεσα μιας ποίησης που δεν τελειώνει πάντοτε
Μια μάνα, που δίχως να το ζητήσει, έγινε γιαγιά
Κι ακόμη έχει μανία με την ανάγνωση ποιημάτων.

                        ***


Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει
(“Si se calla el cantor” – Στίχοι: Οράσιο Γκουαρανί, Εκτέλεση: Μερσέδες Σόσα)

Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει,
γιατί η ζωή είναι η ίδια ένα ποίημα.
Αν πάψει ο ποιητής, γίνεται θύμα
η ελπίδα, η χαρά και το καράβι.

Αν πάψει ο ποιητής, μένουν μονάχα
και μόνα τα πουλιά της καλημέρας.
Οι εργάτες στο λιμάνι λεν ποιος τάχα,
ποιος θα το βγάλει το ψωμί της μέρας.

(Μιλητά)
«Τι ν’ απογίνει η ζωή αν όντως
ο ποιητής δεν βγαίνει πια στο βήμα
για τον βασανισμένο και για ’κείνον
που αναίτια τον φορτώνουνε με κρίμα»

Αν πάψει ο ποιητής, πάει και το ρόδο.
Τι να το κάνεις δίχως να ’χεις ποίημα;
Το ποίημα πρέπει, φως πάνω απ’ το κύμα,
να φέγγει πάνω στων θνητών το δρόμο.

Να μη σωπάσει ο ποιητής∙ αν πάψει,
καλύπτει τον φρικτό που υποδουλώνει.
Δεν ξέρουνε αυτοί που υποκύπτουν
πως το έγκλημα τους ποιητές δεν φιμώνει.

(Μιλητά)
«Να σηκωθούν τα λάβαρα πια όλα
καθώς ο ποιητής κραυγή θα υψώνει.
Χιλιάδες να ματώσουνε κιθάρες
σ’ αιώνιο ποίημα που δεν θα τελειώνει.»


Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...

Σας ευχαριστώ.
_________________________



Σύνδεσμοι:
-        mujerespoetasinternacional.blogspot.com
-        elgritodemujer.blogspot.com
-        www.facebook.com/FestivalInternacionaldePoesiaGritodeMujer



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ", Οκτώβριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: