6/8/12

Αντιστάθμισμα προς την αισθητική μουγκαμάρα...



                                 «Αντιστάθμισμα προς την αισθητική μουγκαμάρα»


Μια συνομιλία του ποιητή Αντώνη Ζέρβα
με την Έλενα Σταγκουράκη


Ε.Σ.: Στην ποίησή σας, κύριε Ζέρβα, αποτυπώνετε ένα είδος φιλοσοφικού στοχασμού για τα πράγματα, το οποίο κάποιες φορές γίνεται πολύ έντονο. Το ερώτημά μου διπλό: ο στοχασμός αυτός είναι προέλευσης εσωτερικής, σχετιζόμενης με την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού ή εξωτερικής, σηματοδοτούμενης από ερεθίσματα εξωτερικά και διαφορετικές προσεγγίσεις; Εσείς πώς το αντιλαμβάνεστε; Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αφορά τα διάφορα ρεύματα της σκέψης, αλλά και μεμονωμένους στοχαστές. Από ποιους και πώς έχει επηρεαστεί ο ποιητής Ζέρβας;
Α.Ζ.:    Δεν ξέρω κανένα σοβαρό ποίημα που να μη στοχάζεται φιλοσοφικά, θεολογικά, πολιτικά κλπ. Το κακό στην ποίηση ήταν ανέκαθεν οι έτοιμες ιδέες και τα έτοιμα αισθήματα. Εδώ έγκειται η επιτυχία των τραγουδιών γενικότερα. Το ποίημα πρέπει να γεννάει την ιδέα ή καλύτερα να γίνεται από μόνο του ιδέα αλλά με τα δικά του μέσα, δηλαδή με τη μορφή. Όλα εξαρτώνται από τον υπόγειο ρυθμό που γεννάει τη συγκεκριμένη μορφή. Η μορφοπλασία δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από τα εξωαισθητικά στοιχεία. Δείτε για παράδειγμα τα θαυμαστά ποιήματα του Παπατζώνη, όπου συμπλέκονται ιδέες, έννοιες, εικόνες και αισθήματα. Συμβαίνει εκεί κάτι μοναδικό που δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλον λυρικό του καιρού του. Πρόκειται για ένα ποιοτικό άλμα στο χώρο της ποιήσεως. 
Η θεωρία της λογοτεχνίας και η ερμηνευτική στάθηκαν μόνιμες και μακροχόνιες ενασχολήσεις μου, διότι θέτουν το ερώτημα του κειμένου και του τρόπου με τον οποίο σχηματίζεται το νόημα. Επιδόθηκα μετά πάθους στην ποιητική και τη ρητορική, γιατί εύρισκα νομίζω ένα αντιστάθμισμα προς την αισθητική μουγκαμάρα της νεότητάς μου που με κρατούσε σε κατάσταση μόνιμης εκστάσεως μπροστά σε ακατανόητες μορφές και πλαστικά σχήματα της φαντασίας. Αυτό ήταν που με οδηγούσε στο γράψιμο και αυτό αποκόμιζα από κάθε ανάγνωση. Είναι το θέμα, λίγο πολύ, του αυτοβιογραφικού μου Εικόνος Απορροαί.
Από τη θεωρία της λογοτεχνίας, ήταν εύκολο να λοξοδρομήσεις προς τη φιλοσοφία, τη θεολογία και προς διάφορους κλάδους των επιστημών του ανθρώπου. Ο ποιητής της εποχής μου δεν μπορούσε να περιορίζεται στην έμπνευση. Εκ των πραγμάτων, όφειλε να είναι λόγιος. 
Με αυτή την έννοια, ο στοχαστής που με επηρέασε ήταν λοιπόν πολυπρόσωπος, η ίδια η Γλώσσα (Ελληνική και Δυτικές) κυρίως με τους μορφοπλάστες ποιητές της, όπως ο Εζρα Πάουντ, αλλά και με τους θεολόγους και φιλοσόφους της, όπως ο Σοπεγχάουερ και ο Νίτσε. Μετά τα σαράντα όμως, εκείνος που προκάλεσε τη ριζικότερη πνευματική κρίση στη ζωή μου, ονομάζεται πάντα Georges Bataille.

Ε.Σ.: Σας αποδίδουν μια ποίηση σκοτεινή, μέσω της οποίας μάχεστε ως δαιμόνιο να καταρρίψετε και να καταστρέψετε, να σαρώσετε, τα πάντα. Είναι όντως η ποίησή σας το εκμηδενιστικό μέσο που σας επιτρέπει με το λόγο ό, τι δεν σας επιτρέπεται με τα έργα;
Α.Ζ.:    Από πού συνάγεται αυτό! Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω πλήρως με αυτή την παρουσίαση, όχι μόνο γιατί νομίζω πως δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα αλλά και γιατί ποτέ δεν είδα να διατυπώνεται τέτοια άποψη για λογαριασμό μου. Απεναντίας μάλιστα. Εως και τα Ακτα, οι φίλοι με θεωρούσαν καλώς ή κακώς «θεολόγο», ότι με ενδιέφερε δηλαδή μάλλον το θετικό.
Δεν είμαι, ξέρετε, φύση ειρωνική∙ είμαι μάλλον άνθρωπος των πεποιθήσεων. Και γι’ αυτό άλλωστε με είλκυε ανέκαθεν το έπος και η αφήγηση. Ο άνθρωπος των μεταπολεμικών χρόνων που θαυμάζω περισσότερο από κάθε άλλον, είναι ο Ντε Γκώλ. Η ιερατική, ατράνταχτη, αντιαισθησιακή ατομικότητα που μέχρι τέλους έμεινε απολύτως ταυτισμένη με την ιδέα που ζωογονούσε. Πλην όμως, δεν μπορείς να γράψεις ποίηση χωρίς να βγάζεις στο φως τις αμείλικτες μάχες που στήνουν μέσα σου οι πεποιθήσεις εναντίον των ερωτημάτων του παρόντος. Πρόκειται για ένα ξέσκισμα και αυτό το ξέσκισμα, ορισμένοι το αποκάλεσαν «ειρωνία».
Ενα είδος ειρωνίας που εξακτινώνεται σε όλα τα επίπεδα, από την έκφραση και τη μορφή έως το νόημα. Ως τρίτος θα έλεγα, πρόκειται για έναν παθιασμένο κύκλο που γεννάει τρίγωνα!

Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «Πόσο ευτυχισμένος ήταν …, όσο να βρει τον ένα και αληθινό Θεό.» Θα αμάρταινα, αν σας ρωτούσα ποιος είναι ο δικός σας Θεός ή αυτός ο ένας κι αληθινός στον οποίο αναφέρεστε και αν, επίσης, τον έχετε βρει;
Α.Ζ.: Ορίστε ένα απτό παράδειγμα της ειρωνίας που λέγαμε: Πόσο ευτυχισμένος ήταν που δεν υπήρχε ο ένας και αληθινός Θεός! Πόσο ευτυχισμένος ήταν που μπορούσε να ζεί αληθινά χωρίς μία και μοναδική αλήθεια. Αλλά και πόσο δυστυχείς είμαστε σήμερα που δεν έχουμε καμμία αλήθεια να προτάξουμε ή να μαρτυρήσουμε;  Ιδεώδες θέμα σύγχρονης εκθέσεως, δεν νομίζετε;
Για να αλληγορήσω ως προς το δεινό ερώτημά σας, θα πω ότι τρέφω απεριόριστο θαυμασμό προς τον Ντε Γκώλ, αλλά φοβάμαι πως η νεωτερική ψυχή μου θα κλώτσαγε στο τέλος κάτω από τη σκιά του. Θα ήθελα να έχω τρία κεφάλια, όπως η ποίηση είχε τρία  βασικά είδη λόγου: επικό, λυρικό, τραγικό.

Ε.Σ.: Παρά τα κάποια –ελάχιστα– δείγματα λυρικής έκφρασης εν είδει έμμετρου λόγου, προτιμάτε τον ελεύθερο στίχο. Πρόκειται απλώς για ανάλογο προσωπικό σας προσανατολισμό ή συνεπάγεται συγκεκριμένη αξιολογική θέση κι άποψή σας για την έμμετρη ποίηση;
Α.Ζ.:    Είναι πολύ δύσκολο για έναν νέο σήμερα να αντιληφθεί πώς είχαν τα ποιητικά πράγματα την εποχή που πρωτοδημοσίευσα, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Και είναι πολύ δύσκολο, κυρίως λόγω της ασύλληπτης αλλαγής που συντελέσθηκε στη συνείδηση ως προς την αντίληψη του χρόνου.  Φαντασθείτε πως ο Σεφέρης τότε ήταν ακόμη άγνωστη χώρα για τους γονείς μας. Και φαντασθείτε πως όταν πρωτόπιασα στα χέρια μου τα Cantos στη μαύρη έκδοση των Faber ήταν σαν να είχα κερδίσει το λαχείο.
    Τότε, η ποίηση μετρούσε ακόμη. Από τη μια, η αθηναϊκή γενιά του ΄70, δηλαδή ο υπερρεαλισμός του προσωπικού βιώματος που ποτέ δεν με τράβηξε, και από την άλλη, το Χαμένο Κέντρο του Λορεντζάτου  και, στο Παρίσι, το τρομερό σύνθημα : «Η ποίηση είναι απαράδεκτη. Κι άλλωστε δεν υπάρχει.».
    Άρχιζαν έτσι οι εξαιρετικά δύσκολες και απαιτητικές γραμματικές προετοιμασίες του νεαρού μας για την κατάκτηση ενός είδους λόγου που είχε αρχίσει να τίθεται σε σοβαρή αμφισβήτηση και αργότερα θα παραγκωνιζόταν δραματικά.
Η «πρόσβαση» στα έργα την εποχή εκείνη αποτελούσε άθλο. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη έκδοση μεγάλου σχήματος της Ερημης Χώρας στη  μετάφραση του Σεφέρη που διάβαζα τα χρόνια της δικτατορίας μ’ένα συμμαθητή στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς. Ενα αντίτυπο όλο κι όλο! Αλλά και αργότερα ακόμη, στο Παρίσι, ήταν εξίσου δύσκολο να βρεις πολλά από τα βιβλία που αναζητούσες. Τίποτε δεν «κατέβαινε» αυτομάτως στο τραπέζι σου, όπως «κατεβαίνει» τώρα στην οθόνη σου. Ποτέ δεν ευτύχησα να αποκτήσω μια έκδοση των ποιημάτων του François Coppée παραδείγματος χάριν. Και πολλά από τα σοβαρότερα κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας, όπως το Περί  γνησίας προφοράς του Οικονόμου φερ’ ειπείν, τα μελέτησα σε φωτοτυπίες που μου έκανε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Σκέπτομαι πάντα με μεγάλη ευγνωμοσύνη τους ανθρώπους, γυναίκες κυρίως, που μου εξασφάλιζαν με τα ταξίδια ή την υπομονή τους πάνω από τα φωτοτυπικά μηχανήματα, τα δυσεύρετα κείμενα που γύρευα σαν παλαβός.  Ηταν φυσικό η σπάνις να διαμορφώνει άλλες συνήθειες γραφής και ανάγνωσης, να εμπνέει σεβασμό προς το βιβλίο και την αυθεντία, έστω κι αν ο σεβασμός ερχόταν συχνά να ζευγαρώσει παράνομα με την αλαζονεία της «γνώσης από πρώτο χέρι». Θα έχετε ακούσει βέβαια πόσο αλαζών γίνομαι, όταν τίθεται θέμα γνώσεως των κειμένων της δικής μας και της ευρωπαϊκής παράδοσης! Ευτυχώς που το διαδίκτυο δεν αφήνει πια περιθώρια σε παρόμοιες μορφές αλαζονείας.
Οι ποιητές που θαύμαζα ήδη από το γυμνάσιο και ήθελα να τους μοιάσω ήταν ο  Σεφέρης και μέσω του Σεφέρη, ο Ελιοτ και ο Πάουντ. Δεν καταλάβαινα τίποτε ακόμη, αλλά το ύφος, η έκφραση ασκούσαν πάνω μου τέτοια γοητεία που μου ήταν αδύνατο να αισθανθώ ο,τιδήποτε χωρίς να γίνεται κάτι σαν τα δικά τους. Μου φάνταζαν, αλήθεια, σαν ξενόγλωσσα κείμενα. Αλλο τώρα αν τα ξένα πρωτότυπα, θα με οδηγούσαν με τον καιρό σε ριζικά διαφορετική αντίληψη από του Σεφέρη. Ας σημειωθεί ότι στη γυμνασιακή ύλη της εποχής δεν διδασκόταν κανένας συγγραφέας της γενιάς του ’30. Όταν ο φιλόλογος της Γ΄ Γυμνασίου μου ανέθεσε να απαγγείλω ένα φωτοτυπημένο απόσπασμα από την εντελώς άγνωστή μου τότε Γυναίκα της Ζάκυθος, έννοιωσα να ανοίγει ένας κόσμος που δεν τον γνώριζε ούτε το σχολείο, ούτε το σπίτι.
Έτσι το πρώτο ποιητικό κριτήριο που διαμορφώθηκε εξ αυτομάτου μέσα μου ήταν ο ελεύθερος στίχος. Ο,τιδήποτε θύμιζε τη γενιά του Παλαμά με τις ομοιοκαταληξίες κλπ. ήταν εξοριστέο ως κάτι το παρωχημένο, κάτι που είχε διαπλάσει την αισθαντικότητα των γονιών μου, αλλά και τη δική μου, και συνεπώς απορριπτέο ως «ψευδο-ποιητικό». Τέτοιοι στίχοι ακούγονταν στις οικογενειακές εορτές, τέτοιους στίχους έγραφαν οι ρομαντικές μητέρες, οι θείοι και θείες του περιβάλλοντός μου και με τέτοιους στίχους, σαν της Πολυδούρη, του Νιρβάνα, του Χατζόπουλου και του Πορφύρα είχα ξεκινήσει κι εγώ ο ίδιος, όσο να βρώ τον Σεφέρη. Μου πήρε περισσότερο από μια δεκαετία και στοίβες ανέκδοτων για να τον αποχαιρετήσω οριστικά με την Κυρά Τσίνη. Είναι φυσικό λοιπόν σήμερα, μετά από τόσες δεκαετίες πεζής μουσικής, να αναζητείται από τους νεότερους αυτό πού δήθεν έκανε την ποίηση, ποίηση, δηλαδή οι ρίμες.
Ο Μαλλαρμέ είχε δει, πριν απ’ όλους, τη γενικότερη κρίση του στίχου που θα σημάδευε τον 20ο αι.  Μα και ο Πάουντ, ποιητής κατ’ εξοχήν του ελεύθερου στίχου, πέρασε χρόνια μεταφράζοντας ξανά και ξανά την περίφημη Canzone του Καβαλκάντι με την απαιτούμενη στιχουργική μορφή. Έπλεξε μέγα εγκώμιο στην έμμετρη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας από τον Laurence Binyon. Και γέροντας δεσμώτης θυμήθηκε με συγκίνηση το κανονικό ποίημα ενός ελάσσονος ποιητή της γενιάς του, γιατί είχε γνήσιο αίσθημα.
Αλλά δεν πρέπει να συγχέεται ο έμμετρος στίχος με την ομοιοκαταληξία. Υπάρχει και ο ανομοιοκατάληκτος έμμετρος στίχος. Πάντα μετρούσα τους στίχους μου, πριν τα παίξω όλα για όλα. Επιτρέψτε μου να παραπέμψω στα Ασματα της Πίζας που είναι ένας από τους καθρέφτες της ποιητικής μου. Ελεύθερος στίχος δεν σημαίνει άμετρος στίχος. Ο δικός μας εθνικός στίχος είναι βεβαίως ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος με τομή στην 6η ή την 8η συλλαβή. Από κεί και πέρα, ο ελεύθερος στίχος θα μετατρέψει το μέτρο σε ρυθμό. Ό, τι έχω γράψει στηρίζεται στον ίαμβο και τον τροχαίο.
Δεν έχω τίποτε εναντίον της ομοιοκαταληξίας, ίσα ίσα μάλιστα που την μακρά παράδοση της ρίμας την γνώριζα κάποτε κυριολεκτικά από στήθους έως τον Lowell και τον Larkin. Είμαι άνθρωπος του κλειστού χώρου, της βιβλιοθήκης και από την άποψη αυτή θα μου πήγαινε πολύ το σονέτο. Δεν με κάλυπτε γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν υπάρχει αξιόλογη παράδοση σονέτου στα ελληνικά. Θα μου πείτε, και λοιπόν! Ιδού στάδιο καλλιέργειας και μορφοπλασίας. Εχετε δίκιο. Μολαταύτα εξακολουθώ να πιστεύω ότι χρειάζεται αληθινή τέχνη για να πετύχεις άξιο ποιητικό αποτέλεσμα με βάση τα ομόφωνα ή ομόηχα, τις διακριτικές ρίμες ή ψευδορίμες, όπως έκανε ο John Berryman. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι πολύ επιζήμιο ως προς το τελικό αποτέλεσμα να επιδιώκεται κακήν κακώς η ομοιοκαταληξία, όπως φαίνεται να γίνεται σήμερα. Άλλωστε, το έντεχνο τραγούδι πετυχαίνει εδώ καλύτερα. Λίγα ομοιοκατάληκτα ποιήματα των ημερών μας έχουν ποιητική αξία και πολύ λιγότερες ομοιοκατάληκτες μεταφράσεις. Συμπεραίνω λοιπόν ότι η ομοιοκαταληξία δεν αποδεικνύει τίποτε απολύτως. Αν όμως μου φέρουν να διαβάσω μια σύγχρονη Φοινικιά ή έναν σύγχρονο Πάνα, θα ασπασθώ τη χείρα που τα έγραψε.
Και πράγματι, χάρη στην ηλεκτρονική ανθολογία «Το παμπάλαιο νερό», του Κώστα Κουτσουρέλη διάβασα αξιόλογα σύγχρονα ποιήματα σε κανονικές μορφές, ποιήματα δηλαδή που μπορούν να μιλήσουν στον σημερινό αναγνώστη. Αλλά και εδώ, είναι η συγκεκριμένη ποιητική ατομικότης και όχι το μορφικό είδος που κάνει τη διαφορά. Εξού και η επείγουσα ανάγκη ανθολόγησης της ανθολογίας!

Ε.Σ.: Συναφές με το προηγούμενο και το παρόν ερώτημα. Αρέσκεστε στους πειραματισμούς, κάποιος άλλος θα ’λεγε στις «προκλήσεις». Στην ποίησή σας δίνετε τη μορφή του ελεύθερου στίχου, του πεζού ποιήματος, αλλά και «ακραίων» μορφών, όπως της ανακοίνωσης σε εφημερίδα, της επιστολής, ακόμη και της εκτενούς διήγησης. Κάτι μου λέει ότι είστε αρκετά αυτάρκης για να επιζητάτε με αυτόν τον τρόπο απλώς την πρόκληση, νοούμενη ως θορύβηση των άλλων. Ή κάνω λάθος;
 
Α.Ζ.:    Τίποτε από όλα αυτά. Τα εξωλογοτεχνικά ευρήματα ήταν κοινός τόπος του μοντερνισμού, αλλά δεν ήταν πολύ εύκολο να χρησιμοποιηθούν στα ελληνικά, και μάλιστα υπό το καθεστώς της δημοτικής. Πρώτος διδάξας στάθηκε ο Ν.Γ. Πεντζίκης. Οταν λοιπόν πέφτεις με τη σειρά σου στο πέλαγος της μεσαιωνικής γραμματείας και ανακαλύπτεις νέες προοπτικές για την απόδοση του πολυδύναμου παρόντος σου, λες ζωή ή θάνατος. Θα το διακινδυνεύσω. Τόσο απλά. Επ’ αυτού, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι έχει μεγάλη σημασία να ξέρεις τί γραφόταν την εποχή που γράφηκε το ποίημα που κρίνεις ή ανθολογείς. Διαφορετικά δεν είσαι σε θέση να εκτιμήσεις την ποσολογία γνησιότητας και απομίμησης.
    Αν κάτι κόμισα στην τέχνη, είναι η ρυθμική και εσχηματισμένη μικροαφήγηση, ένα μορφικό μείγμα που σέρνει τις ρίζες του στα Ειδύλλια του Θεόκριτου και τις Παραλογές της δημοτικής ποίησης και εκφέρεται σε μεικτή γλώσσα. Ένα είδος εκσυγχρονισμένης πεζής μπαλλάντας που κατά κανόνα είναι και το πεδίο σύγκρουσης μεταξύ παλαιών και νέων αξιών, τα «τρίγωνα» που λέγαμε. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα ονόματα των προσώπων, κυρίως των γυναικών, που δρούν στις μικροσκηνοθεσίες αυτές, είναι όλα αλληγορικά. Προσωπική συμβολή στο λησμονημένο επικολυρικό είδος.

Ε.Σ.: Εν συνεχεία, θα ήθελα να εστιάσουμε στη λέξη «Πτωχαλαζών» και τη σημασία της (όχι την εννοιολογική), καθώς φρονώ ότι πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο στον κόσμο του Ζέρβα από έναν απλό χαρακτηρισμό και τίτλο ποιήματος, αντιθέτως για μιαν αλήθεια με γενικότερη ισχύ. Αρχικά μου επέστησε την προσοχή η αντίθεση κι ο συνδυασμός των ετερόκλητων χαρακτηρισμών. Κατόπιν σκέψεως, όμως, αναρωτιέμαι: μήπως αυτός ο χαρακτηρισμός συνιστά ορισμό της ψυχοσύνθεσης του ποιητή και κατ’ επέκταση κάθε ανθρώπου, ο οποίος ισορροπεί –ή τουλάχιστον το επιδιώκει– ανάμεσα στις δύο αντίρροπες δυνάμεις, τη ματαιοπονία και την αλαζονεία; Είναι όντως έτσι ή μήπως το παρακάνω στην ερμηνεία; Εσείς τι επιδιώκετε να εκφράσετε με αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του «πτωχαλαζόνος»;
Α.Ζ.:    Χτυπάτε διάνα, αγαπητή μου Έλενα. Μα όποιος γράφει σήμερα είναι ένα είδος πτωχαλαζόνος, ιδίως οι ποιητές που θαρρείς και ζούν στον μεσοπόλεμο! Υπερηφανεύεσαι για κάτι που δεν έχει καμμία σημασία στις σύγχρονες κοινωνίες. Και δεν έχει σημασία διότι η ποίηση, η λογοτεχνία, τα γράμματα γενικότερα,  έπαψαν να ρυθμίζουν την έκφραση, η οποία, παρά την ιδιάζουσα ατομική της προέλευση, είχε τον τρόπο να ενσωματώνεται στον εθνικό μύθο και να γίνεται η Γλώσσα μας, ο υπερατομικός τρόπος σκέψεως και αισθήσεως, η κλίμακα των αξιών, το εργαστήριο των κριτηρίων. Ποιά είναι η γλώσσα μας σήμερα; Κάτι το απροσδιόριστο που μας κάνει να συνεννοούμαστε κατά τρόπον απροσδιόριστο και συγκεχυμένο με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να κάνουμε καμμία διάκριση, να μη μας ενοχλεί τίποτε αισθητικώς και να χαίρουμε με την ξανακερδισμένη νηπιότητα.
    Αυτό θα μου πείτε δεν είναι πρωτοφανές στην Ιστορία μας. Πόσες και πόσες κενές σελίδες δεν περιέχει, πόσες διεσταλμένες στιγμές καθολικής αγλωσσίας και αφελληνισμού. Ναί, αλλά εκ των υστέρων μπορούμε να δούμε τα στάδια που θα οδηγούσαν τελικώς στο εθνικό κράτος και στην εθνική γλώσσα. Τώρα, διαβλέπουμε τη σταδιακή συρρίκνωση των εθνικών γλωσσών. Αυτό δεν ήταν το Finnegans Wake; Πάντως, όποτε το γλωσσικό φρόνημα παρουσίαζε κάμψη, εμφανιζόταν η ασχήμια, όπως τις τελευταίες δεκαετίες με τις ανιστόρητες πολιτικές ηγεσίες που εκβαρβάρισαν τον λαό.  
 Οι αθεράπευτα αισιόδοξοι πασκίζουν να προβάλουν τις μεγάλες δυνατότητες που θέτει στην υπηρεσία των γραμμάτων η τεχνολογία. Έχουμε πλέον ωραία προγράμματα πολυτονισμού, αλλά κανείς δεν ντρέπεται για τα ορθογραφικά λάθη. Άλλο πράγμα όμως είναι να γράφεις με τόνους και πνεύματα και άλλο να τα επιθέτεις εκ των υστέρων στο μονοτονικό κείμενο. Ιδού πώς εξουδετερώνεται η καρδιά της έκφρασης και αποκτάει μουσειακό χαρακτήρα.
Ο έμπειρος στα γραμματικά ξέρει να ξεχωρίζει ένα κείμενο που βγαίνει από το μονοτονικό. Το μονοτονικό δεν είναι απλώς ελληνικά χωρίς τόνους και πνεύματα, αλλά συγκεκριμένη αντίληψη κόσμου, στην οποία η λογοτεχνία, όπως την ξέραμε, δεν νομίζω να έχει σοβαρό λόγο ύπαρξης. Πόσο μάλλον οι αναβιώσεις στιγμών της.
Είτε μας αρέσει, είτε όχι, το μεγαλείο της λογοτεχνίας έως και τον 20ο αιώνα είναι προτεχνολογικής φύσεως. Ζούμε συνεπώς με τους δικαιολογημένους αταβισμούς μας. Σας ομολογώ όμως ότι κι εγώ που υπήρξα ορκισμένος πολέμιος του κινηματογράφου, αν ήμουν νέος, θα διάλεγα το σινεμά ως προσωπική έκφραση.
Οι συγγραφείς έτρωγαν τη ζωή τους για να «γράψουν», να παραστήσουν ένα πρόσωπο, το οποίο κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να δει και να αναγνωρίσει στη ζωή του. Αυτό ήταν το μυστικό της γλώσσας: να μετατρέπει το πραγματικό σε ιδέα και να κάνει την αλήθεια ένα πράγμα με την έκφραση. Σήμερα, όλα τα μυθιστορήματα γίνονται ταινίες και ταυτοχρόνως επανεκδίδονται σε μεγάλους αριθμούς, χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι έτσι καταργείται το μυθιστόρημα. Η εικόνα λοιπόν «αδειάζει» τη λογοτεχνία.  
Από την άλλη πλευρά, αν ο άνθρωπος δεν αλλάζει στην ουσία του, τότε θα έχουν πέραση πάντα οι κλασσικοί. Άρα, η λογοτεχνία με τα πολλά θα ξαναβρεί τον δρόμο της εν μέσω της τεχνολογικής τερατουργίας. Είπαμε, υπό την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει στην ουσία του, πράμα για το οποίο εγώ προσωπικώς πολύ αμφιβάλλω. Αρκεί να δείτε τι σημαίνει άνθρωπος σήμερα από την άποψη της οικονομίας, της ψυχολογίας, της ιατρικής: ένα χημικό προϊόν εντός συγκεκριμένης αγοράς. Τι σημαίνει άνθρωπος από την άποψη της σημερινής πολυπώλητης λογοτεχνίας; 


Ε.Σ.: Ήταν άλλος ο ποιητής Ζέρβας του 1983 απ’ αυτόν του 2011, ο Ζέρβας της «Κυρά Τσίνης» απ’ αυτόν των «Μερικών μερικών»; Άρνηση ή κατάφαση, την διευκρίνισή σας, παρακαλώ.
Α.Ζ.:    Έτσι νομίζω. Δεν υπάρχουν πλέον οι πολλές ψευδαισθήσεις. Ποτέ δεν μου έλειψε η έμπνευση, όπως λέμε. Τώρα όμως κουράστηκα και δεν περιμένω τίποτε. Μ’ ευχαριστούν οι αιφνίδιες αναμνήσεις, αλλά το γράψιμο με καταθλίβει. Αρχίζω ν΄αδιαφορώ, να μη κρατάω σημειώσεις, ν΄αφήνω τη φούρκα μου να ξεθυμαίνει, τις συγκινήσεις να εξανεμίζονται, έστω κι αν, κάθε στιγμή σχεδόν, μονολογώ κι έναν νέο στίχο που με κάνει να σκέπτομαι αμέσως ένα νέο βιβλίο, σαν να ’μαι εικοσάρης. Ίσως αν ζούσα στην Ελλάδα, να ένοιωθα διαφορετικά. Έφαγα όλη μου τη ζωή στα ξένα, εκ πεποιθήσεως και παλιοχαρακτήρα, μονάχος. Ένας γνήσιος πτωχαλαζών! 

Ε.Σ.: Από την πολυετή ενασχόλησή σας με την ποίηση τι έχετε αποκομίσει; Αποφεύγω δε εσκεμμένα τη λέξη «κερδίσει».
Α.Ζ.:    Μία συγκεκριμένη ευαισθησία διακρίσεως. Και πιο συγκεκριμένα, πότε η αλήθεια είναι εντελώς ψέμμα και πότε το ψέμμα κρύβει αλήθεια.

Ε.Σ.: Μπορεί να μη συνηθίζεται (κακώς, μάλιστα), αλλά το τελευταίο αυτό ερώτημα έχει χαρακτήρα λίγο-πολύ ελεύθερο. Θα ήθελα να μιλήσετε απ’ ευθείας στον αναγνώστη σας, φέρνοντάς τον πιο κοντά στον ποιητή Αντώνη Ζέρβα και την ποίησή του ή το πώς αντιλαμβάνεται εκείνος την Ποίηση. Ένα μήνυμα, εν πάση περιπτώσει, που θα θέλατε να περάσετε στον αναγνώστη σας, κάτι που θα θέλατε ενδεχομένως να του πείτε από καιρό.
Α.Ζ.:    Ο ποιητής και η αγία οικογένεια. Ο ποιητής και η παράδοση. Ο ποιητής και η παράνομη ηδονή του μηδενός. Ο ποιητής και όλες οι μορφές αντικοινωνικού βίου. Ο ποιητής και  το ερωτηματικό του ερωτήματος. Παρακαλώ διαβάστε τα βιβλία μου, ει δυνατόν, κατ’ ανιούσα τάξη.

Ε.Σ.: Τις ευχαριστίες μου για την πολύτιμη συνομιλία μας.
Α.Ζ.: Μα εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε.



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 5 (χειμώνας - άνοιξη 2011)


Δεν υπάρχουν σχόλια: