Ιδέα Βιλαρίνιο-Χουάν Κάρλος Ονέττι: ένα πάθος αδάμαστο
της Μπλάνκα Ελένα Πάντιν
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Τα Ερωτικά
ποιήματα της Ουρουγουανής ποιήτριας φέρουν όνομα κι επώνυμο: Χουάν
Κάρλος Ονέττι. Η ιστορία αυτού του βιβλίου, η ιστορία που το διαμόρφωσε,
εκτυλίχθηκε στο Μοντεβίδεο των αρχών της δεκαετίας του πενήντα.
Υπάρχουν
συγγραφείς, οι οποίοι μέλλεται να εξασφαλίσουν την αναγνωρισιμότητά
τους με ένα και μόνον βιβλίο. Αυτή μοιάζει να είναι η περίπτωση της
Ουρουγουανής ποιήτριας, Ιδέας Βιλαρίνιο, δημιουργού παθιασμένων ερωτικών
ποιημάτων που φέρουν όνομα κι επώνυμο, όχι άλλο από εκείνο του Χουάν
Κάρλος Ονέττι. (Αν και συνιστούν κλασικό δείγμα του συγκεκριμένου είδους
ποίησης, παραδόξως κανένα από τα ποιήματα του βιβλίου δεν περιελήφθη
στην Ανθολογία Λατινοαμερικάνικης Ερωτικής Ποίησης των εκδόσεων «Μπιμπλιοτέκα Αγιακούτσο».)
Η ιστορία αυτών των
σελίδων πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του πενήντα, όταν ακόμη οι δυο τους
δεν γνωρίζονταν. Την εποχή εκείνη, η πνευματική ζωή σε Μοντεβίδεο και
Μπουένος Άιρες επέτρεπε τέτοιου είδους συμβιώσεις, όπου καθένας μπορούσε
ν’ ανταμώσει όποιον ήθελε: έναν Ρομπέρτο Αρλτ, έναν Χόρχε Λουίς
Μπόρχες, έναν Μπιόι Κασάρες, τις αδερφές Οκάμπο (Βικτόρια και Σιλβίνα),
έναν Χοσέ Μπιάνκο. Από τότε (1950) χρονολογείται και το Νούμερο (Número),
το περιοδικό απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Ιδρυμένο από τον Εμίρ Ροντρίγκες
Μονεγκάλ, τον Μάριο Μπενεντέτι, τον Μανουέλ Κλαπς και την Ιδέα
Βιλαρίνιο, το εν λόγω περιοδικό ήταν μία από τις λίγες εκδόσεις που
χαιρέτισαν ενθουσιωδώς την εμφάνιση του βιβλίου του Ονέττι Η σύντομη ζωή (La vida breve), γεγονός που η κριτική του Μπουένος Άιρες είχε ουσιαστικά αγνοήσει.
Γνωρίζοντας αλλήλους
μέσω των γραπτών τους, η προσωπική συνάντησή τους ήταν θέμα χρόνου και
δεν άργησε να ’ρθει. Ούτως ή άλλως, αμφότεροι αποτελούσαν το επίκεντρο
των αντίστοιχων κύκλων διανοουμένων, οι οποίοι τους είχαν ανυψώσει στη
σφαίρα του μύθου. Εκείνη, ενάρετη. Εκείνος, αφορεσμένος. Το τέλειο
ζευγάρι. Η συνάντηση θα πρέπει να έλαβε χώρα σε κάποιο καφέ στο κέντρο
του Μοντεβίδεο. Σε εκείνα τα γεγονότα αναφέρεται η Βιλαρίνιο στη
βιογραφία του Ονέττι, Κατασκευή της νύχτας, την οποία εξέδωσαν
οι δημοσιογράφοι Μαρία Εστέρ Χίλιο και Κάρλος Μ. Ντομίγκες στις εκδόσεις
«Πλανέτα» το 1993: «Προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει βαθειά
παρουσιάζοντας την καλύτερη δυνατή πλευρά του εαυτού του, και μάλιστα σε
τέτοιο βαθμό, που μ’ έπεισε εν τέλει ότι πρόκειται για το όγδοο θαύμα
του κόσμου. Τον ερωτεύτηκα την ίδια νύχτα εκείνη. Ερωτεύτηκα,
ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκα.» Το γάιδαρο, το σκύλο, το τέρας.
Ωστόσο, η καθοριστική
συνάντηση θα καθυστερούσε μερικούς μήνες ακόμη. Εν τω μεταξύ
διατηρούσαν αλληλογραφία, στην οποία αστειωδώς απευθύνονταν ο ένας στον
άλλον στον πληθυντικό, παίρνοντας όμως ταυτόχρονα κάποιες ελευθερίες:
«Πέρασε το καλοκαίρι και δεν ήρθες» θα διαμαρτυρηθεί η Βιλαρίνιο. Και
από εκεί, στο αναπόφευκτο: εραστές, με σφοδρές ρήξεις και
επανασυνδέσεις. «Ήταν ο τελευταίος άντρας που έπρεπε να ερωτευτώ, αφού
ήμασταν εντελώς αντίθετοι κι ήταν αδύνατο να συνεννοηθούμε. Δεν κατάλαβε
ποτέ την αλφαβήτα της ζωής μου, ποτέ δεν με κατανόησε ως άνθρωπο και ως
προσωπικότητα. Κι έτσι είχαμε τις μεγάλες μας ρήξεις. Τη στιγμή που εγώ
μιλούσα για κάτι πολύ λεπτό κι ευαίσθητο, θα ’λεγε εκείνος μια
χοντράδα. Έλεγε πράγματα που μ’ έκαναν να τον διώχνω, πράγματα που μου
ήταν αδύνατον να υπομείνω. Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί τον ανέχτηκα τόσο,
γιατί επέστρεψα τόσες φορές. Τσακωνόμασταν και ήμασταν μετά και πάλι
μαζί, τον έδιωχνα κι ύστερα πάλι επέστρεφα. Μια νύχτα μού τηλεφώνησε
όντας σε απόγνωση και μου ζήτησε να πάω να τον δω. Εγώ ήμουν με κάποιον
που μ’ αγαπούσε και τον οποίο άφησα, προκειμένου να πάω και να περάσω τη
νύχτα μαζί του. Και θυμάμαι πως το μόνο που κάναμε ήταν να γυρίσουμε ο
ένας την πλάτη στον άλλον, και να διαβάσουμε: ένα βιβλίο εκείνος, άλλο
εγώ. Το επόμενο πρωί τον άρπαξα, και κρατώντας του σφιχτά το πρόσωπο,
του φώναξα κατάμουτρα: ‘είσαι γάιδαρος, Ονέττι, είσαι σκύλος, ένα
τέρας’. Κι έφυγα.»
Γάιδαρος, κτήνος ή
σκύλος, μια φορά στον Ονέττι είναι αφιερωμένα όλα μαζί και καθένα
χωριστά από τα ερωτικά ποιήματα της Βιλαρίνιο.
«Μακριά βρίσκεσαι στο νότο
εκεί που οι δείκτες δεν δείχνουν τέσσερις.
Γερμένος στην πολυθρόνα σου
στηριγμένος στο τραπεζάκι
του δωματίου σου
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
δικό σου ή κάποιας
που ευχαρίστως θα εξάλειφα
−εσένα σκέφτομαι κι όχι εκείνες που πλάι σου ψάχνουν
αυτό το ίδιο που εγώ αγαπώ.
Εσένα σκέφτομαι ήδη πέρασε μια ώρα
μα ίσως και μισή
δεν ξέρω.
Σαν πέσει το φως
θα ξέρω ότι πήγε πια εννιά
τα σκεπάσματα θα τραβήξω
θα ντυθώ το μαύρο μου φόρεμα
και το χτένι στα μαλλιά μου θα περάσω.
Ώρα για δείπνο
μα βέβαια, τι άλλο;» (Απόσπασμα από το ποίημα «Επιστολή ΙΙ»)
εκεί που οι δείκτες δεν δείχνουν τέσσερις.
Γερμένος στην πολυθρόνα σου
στηριγμένος στο τραπεζάκι
του δωματίου σου
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
δικό σου ή κάποιας
που ευχαρίστως θα εξάλειφα
−εσένα σκέφτομαι κι όχι εκείνες που πλάι σου ψάχνουν
αυτό το ίδιο που εγώ αγαπώ.
Εσένα σκέφτομαι ήδη πέρασε μια ώρα
μα ίσως και μισή
δεν ξέρω.
Σαν πέσει το φως
θα ξέρω ότι πήγε πια εννιά
τα σκεπάσματα θα τραβήξω
θα ντυθώ το μαύρο μου φόρεμα
και το χτένι στα μαλλιά μου θα περάσω.
Ώρα για δείπνο
μα βέβαια, τι άλλο;» (Απόσπασμα από το ποίημα «Επιστολή ΙΙ»)
Μια σχέση που, το
δίχως άλλο, έφερε βαθειά τη σφραγίδα του πόθου, ένα οικοδόμημα που –είτε
κατόρθωναν να το ορθώσουν είτε όχι– προσέκρουε πάντοτε στη συνεύρεσή
τους. Τις ημέρες και τις νύχτες της απομόνωσής τους από τον έξω κόσμο
διαδέχονταν μήνες ολόκληροι δίχως να έχουν ο ένας νέα του άλλου.
Διαολόστελναν ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά. Μια μέρα –χρόνια αργότερα,
(1961)– τα πράγματα έφτασαν σε σημείο οριακό. Σ’ αυτήν την περίπτωση η
απειλή ήταν πολύ συγκεκριμένη: «Αν φύγεις –προειδοποίησε ο συγγραφέας–
δεν θα με βρεις όταν γυρίσεις.» Η ποιήτρια εξέλαβε τις λέξεις αυτές σαν
την απειλή ενός τρελού που δεν κατανοούσε τη βαρύτητα της είδησης που
είχε μόλις λάβει: τη δολοφονία του καθηγητή Αρμπέλιο Ραμίρες (είχαν
παρέλθει μόλις δύο μέρες από την επίσκεψη του Τσε Γκεβάρα στο
Μοντεβίδεο) και την σύγκληση του συμβουλίου των καθηγητών (η Ιδέα ήταν
καθηγήτρια στο λύκειο Βάσκες Ασεβέδο) σε συνέλευση, κάτι που δεν σήκωνε
αναβολή. «Αν πας, δεν θα με βρεις» επανέλαβε ο Ονέττι. Δίχως να λάβει
σοβαρά υπ’ όψιν της το τελεσίγραφο, η Ιδέα έφυγε για τη συνέλευση. «Μα
μόλις βρήκα την ευκαιρία, κατάφερα να ξεγλιστρήσω κι επέστρεψα σπίτι.
Βλέποντας το φως αναμμένο, σκέφτηκα πως εκείνος βρισκόταν μέσα, μα σαν
άνοιξα την πόρτα ένιωσα μια γροθιά στο στήθος. Είχε αφήσει ένα σημείωμα
γεμάτο προσβολές και προστυχιές. Και τα ποιήματά μου, κάποια ερωτικά
ποιήματα που του είχα δώσει, βρίσκονταν τσαλακωμένα και πεταμένα στα
πόδια του κρεβατιού.»
Μια ακόμη (τελευταία) συνάντηση θα πραγματοποιούνταν το 1974 με αφορμή το κλείσιμο της εφημερίδας Πορεία (Marcha)
από τη λογοκρισία που είχε επιβάλει το στρατιωτικό καθεστώς. Πρόφαση
για τη λογοκρισία της εφημερίδας, με την οποία είχε συνδεθεί στενά ο
Ονέττι, υπήρξε η δημοσίευση του βραβευθέντος διηγήματος ενός
διαγωνισμού, στον οποίο ο ίδιος υπήρξε κριτής, και στον οποίο οι
στρατιωτικοί θέλησαν να δουν ένα συνωμοτικό εγχείρημα εναντίον της
δικτατορίας. Ο Ονέττι καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης τριών μηνών και
έτυχε μεταχείρισης λίγο χειρότερης από εκείνης ενός ψυχασθενούς. Κατά
την έξοδό του από εκείνη την κόλαση, δέχτηκε την επίσκεψη της πρώην
ερωμένης του, η οποία αναπαρήγε τη συνάντηση αυτή σ’ ένα κείμενό της που
παραχώρησε για το βιβλίο των Χίλιο και Ντομίνγκες:
«Απομείναμε
μονάχοι, σιωπηλοί. Σιωπηλοί. Μα εγώ δεν είμαι πια σαν και τότε: κάτι
έμαθα, κάτι με δίδαξε η ανάμνηση. Πάντα αισθανόμουν πως δεν διέθετα την
απαραίτητη ωριμότητα για να τον αντιμετωπίσω τότε. Ή μήπως πρόκειται για
τη διαφορά ανάμεσα στο να είμαι και να μην είμαι πια ερωτευμένη. ‘Θα
πεθάνουμε δίχως να μάθουμε ποτέ να μιλάμε οι δυο μας;’ τον ρώτησα.
‘Πάντοτε μας στοίχιζε’ απάντησε. ‘Θυμάσαι εκείνη τη φορά που ήρθες,
ύστερα από τόσο καιρό και μείναμε είκοσι, τριάντα λεπτά δίχως να πούμε
τίποτα, καθισμένοι, εγώ στο κρεβάτι κι εσύ στην πολυθρόνα; Πάντοτε με
κατοικούσες, σε όλα.’ ‘Ναι’, είπε. ‘Κι εσύ εμένα’ του απάντησα. ‘Κάποτε
μου είπες πως δεν μπορούσες ούτε να φας, ούτε να κάνεις έρωτα, ούτε…
μαζί μου’. ‘Ναι’, είπε. Με κοίταζε μονάχα για λίγες στιγμές και για
στιγμές κατέβαζε το κεφάλι, δαγκώνοντας το πάνω χείλος του με μιαν
έκφραση ανημπόριας, ίσως και απόγνωσης. Έτσι λοιπόν δεν ξέρω η αγάπη τι
είναι. Εσύ έπασχες από αμνησία, ήταν προφανές. ‘Την πρώτη φορά που μπήκα
στην αίθουσα του Μουσείου, ξετρελάθηκα μαζί σου. Ποτέ δεν κατάλαβα τι
μου συνέβη’ είπε. ‘Ποτέ δεν μου το ανέφερες’ απάντησα. ‘Ποτέ δεν
κατάλαβα εκείνην την επιθυμία κατάκτησης, εκείνην τη φούρια κυριότητας.’
(Εγώ πάλι δεν θυμόμουν κάτι ανάλογο.) ‘Δεν σ’ άφηνα να πας στην τάξη’
(αληθεύει), ‘δεν το άντεχα. Και δεν επρόκειτο απλώς και μόνον για πόθο.
Αν ήταν έτσι, δεν θα ένιωθα αυτήν τη φοβερή τρυφερότητα που νιώθω για
σένα’».
Ο Ονέττι συνομιλεί με
την Χίλιο στο διαμέρισμα του συγγραφέα στη Μαδρίτη. Εκείνη σκοντάφτει
στα «Ερωτικά ποιήματα». «Εμπρός, διάβασέ το» την παρακινεί ο Ονέττι.
Δεν θα γίνει πια
όχι πια
δεν θα ζήσουμε μαζί
δεν θα μεγαλώσω το παιδί σου
δεν θα ράβω τα ρούχα σου
δεν θα ξαγρυπνώ στο προσκεφάλι σου τις νύχτες
δεν θα σε φιλάω φεύγοντας
ποτέ δεν θα μάθεις ποια υπήρξα
γιατί άλλοι με αγάπησαν.
Δεν θα κατορθώσω να μάθω
ποτέ γιατί ούτε πώς
ούτε αν ήταν στ’ αλήθεια
αυτό που είπες πως ήταν
ούτε ποιος υπήρξες
ούτε τι ήμουνα για σένα
ούτε πώς θα ήταν
μαζί να ζούμε
να αγαπιόμαστε
να μας περιμένουμε
να είμαστε παρόντες.
Δεν είμαι πια
παρά εγώ για πάντα
κι εσύ
δεν θα ‘σαι πια για μένα
παρά εσύ.
Δεν υπάρχεις πια
κάποια μέρα μελλοντική
δεν θα ξέρω πού θα ζεις
με ποιαν
ούτε αν θα θυμάσαι.
Ποτέ δεν θα μ’ αγκαλιάσεις
όπως εκείνη τη νύχτα
ποτέ.
Δεν πρόκειται ξανά να σ’ αγγίξω.
Δεν θα σε δω να πεθαίνεις. (Ποίημα με τίτλο «Όχι πια»)
όχι πια
δεν θα ζήσουμε μαζί
δεν θα μεγαλώσω το παιδί σου
δεν θα ράβω τα ρούχα σου
δεν θα ξαγρυπνώ στο προσκεφάλι σου τις νύχτες
δεν θα σε φιλάω φεύγοντας
ποτέ δεν θα μάθεις ποια υπήρξα
γιατί άλλοι με αγάπησαν.
Δεν θα κατορθώσω να μάθω
ποτέ γιατί ούτε πώς
ούτε αν ήταν στ’ αλήθεια
αυτό που είπες πως ήταν
ούτε ποιος υπήρξες
ούτε τι ήμουνα για σένα
ούτε πώς θα ήταν
μαζί να ζούμε
να αγαπιόμαστε
να μας περιμένουμε
να είμαστε παρόντες.
Δεν είμαι πια
παρά εγώ για πάντα
κι εσύ
δεν θα ‘σαι πια για μένα
παρά εσύ.
Δεν υπάρχεις πια
κάποια μέρα μελλοντική
δεν θα ξέρω πού θα ζεις
με ποιαν
ούτε αν θα θυμάσαι.
Ποτέ δεν θα μ’ αγκαλιάσεις
όπως εκείνη τη νύχτα
ποτέ.
Δεν πρόκειται ξανά να σ’ αγγίξω.
Δεν θα σε δω να πεθαίνεις. (Ποίημα με τίτλο «Όχι πια»)
«Γιατί λέει η Ιδέα
πως ποτέ σου δεν θα μάθεις ποια είναι;» ρωτά η Χίλιο, η δημοσιογράφος
που απέσπασε ίσως τις περισσότερες συνεντεύξεις από τον Ονέττι.
«Δεν γνωρίζω. Ποτέ δεν αισθάνθηκα πως ήταν ερωτευμένη μαζί μου.»
«Δεν καταλαβαίνω. Πώς δεν ήταν ερωτευμένη. Και τα ποιήματα που έγραψε για σένα;»
«Δεν είπα πως δεν υπήρξε ερωτευμένη, είπα πως ποτέ δεν ένιωσα εγώ να είναι ερωτευμένη. Πιστεύω πως ο τρόπος της είναι πολύ εγκεφαλικός, διανοητικός.»
«Τίποτα άλλο;»
«Και κρεβάτι.»
«Δεν γνωρίζω. Ποτέ δεν αισθάνθηκα πως ήταν ερωτευμένη μαζί μου.»
«Δεν καταλαβαίνω. Πώς δεν ήταν ερωτευμένη. Και τα ποιήματα που έγραψε για σένα;»
«Δεν είπα πως δεν υπήρξε ερωτευμένη, είπα πως ποτέ δεν ένιωσα εγώ να είναι ερωτευμένη. Πιστεύω πως ο τρόπος της είναι πολύ εγκεφαλικός, διανοητικός.»
«Τίποτα άλλο;»
«Και κρεβάτι.»
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Φρέαρ (http://frear.gr/?p=2858)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου