30/11/13

Δε μ' αγαπάς, μ' αγαπάς...















Αμαρτίες γονέων…

«Δε μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς»
Πέτρου Ζούλια/ Φωτ. Τσαλίκογλου
Σκην.: Πέτρος Ζούλιας
Θέατρο Βασιλάκου
Ιανουάριος 2013


«Οι νεκροί δεν σώζουν τους ζωντανούς.» Κι όμως, κάποτε μόνο μετά το θάνατο ενός προσώπου είναι δυνατή η απελευθέρωση απ’ τη σκιά και το δεσποτικό φάντασμά του, καθώς και η συμφιλίωση τόσο μ’ εκείνο, όσο και με τον ίδιο μας τον εαυτό.

«Η φιλοδοξία δυσχεραίνει τη ζωή, αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις.» Αυτή η αλήθεια, ειπωμένη απ’ τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του έργου, συνιστά βασικό λίθο πάνω στον οποίο οικοδομείται μια σχέση αγάπης-μίσους, αποδοχής-απόρριψης, ανάμεσα σε μητέρα (Ρίτα Λυμπεράκη) και κόρη (Μαργαρίτα Καραπάνου). Η μητέρα, σ’ ένα κυνήγι αυτοπραγμάτωσης, αφήνει την κόρη της να μεγαλώνει στην Ελλάδα με τη γιαγιά της, και δίχως επικοινωνία με τον πατέρα της, ενώ η ίδια κάνει -ως συγγραφέας- ζωή διανοουμένης στο Παρίσι. Αναπτύσσεται έτσι ένα είδος μητρότητας και μια σχέση μητέρας-κόρης δι’ αλληλογραφίας. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις της κόρης για παρουσία κι υποστήριξη, η μητέρα απαντά φυγόπονα, με χίμαιρες και ιδέες μεγαλείου. Οι συνέπειες για την κόρη βαρειές, καθώς πλάθεται σ’ ένα συναισθηματικά λειψό άτομο, με έλλειψη αυτοεκτίμησης και καταδυνάστευση απ’ την εικόνα της «επιτυχημένης» μητέρας. Οποιοδήποτε νέο της εγχείρημα προσκρούει κι υπονομεύεται απ’ την εκλογίκευση, το συνετισμό και τη συνεχή παρότρυνση σε κυνήγι επιδόσεων από μια μητέρα που έχει τον εαυτό και τα «θέλω» της μονίμως στο επίκεντρο του μικρόκοσμού της, από μια «μαμά που δεν θα ’πρεπε να ’χει γίνει ποτέ της μαμά». Μέσα απ’ την κατάθλιψη και την επακόλουθη ψυχική νόσο, η κόρη ενηλικιώνεται κι αρχίζει να σχετικοποιεί το δεσμό με τη μητέρα της, δεσμός που παραμένει προβληματικός έως και εφτά χρόνια μετά το θάνατο της δεύτερης, οπότε και επέρχεται η συμφιλίωση. 


Η παράσταση συνιστά θεατρική διασκευή βιβλίου της Φωτεινής Τσαλίκογλου, βασισμένου στην αλληλογραφία των δύο γυναικών συγγραφέων. Πρόκειται για επιτυχημένη αναπροσαρμογή, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός λειτουργούντος θεατρικού δράματος. Οι ρόλοι αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της παράστασης και παράλληλα συμβαδίζουν με κρίσιμες στιγμές και γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας, ελληνικής κι ευρωπαϊκής. Ωστόσο, κάποια συμπεράσματα προσφέρονται στο κοινό ως έτοιμη, μασημένη τροφή, ενώ θα ’πρεπε ν’ αφεθούν στην κρίση κι αντίληψή του, όπως π.χ. η «αναγκαιότητα» της ασθένειας ή η απουσία μητρικής ευαισθησίας. Εύστοχη η απουσία διαλόγου και η αντικατάστασή του από την ανταλλαγή μονολόγων (γραμμάτων). Ταιριαστή η σκηνοθεσία του Ζούλια που φέρνει σε πρώτο πλάνο τους χαρακτήρες και κατ’ επέκταση την ερμηνεία των ηθοποιών. Ανάλογη και η σκηνογραφία της Αρσένη, με το πλήθος από βαλίτσες να συμβολίζει το πλήθος των αναχωρήσεων της μητέρας και το πολύ της απουσίας της. Τα κοστούμια, της ίδιας, αποδίδουν στο έπακρο τόσο τους χαρακτήρες των ρόλων, όσο και τις ψυχικές και συγκυριακές μεταπτώσεις τους. Τα ρούχα της κόρης, αμετάβλητα κατά τη διάρκεια της παράστασης, δίνουν την εικόνα ενός αιώνιου παιδιού που η μητέρα μόνο ως τέτοιο το αντιμετωπίζει, παραπέμποντας και στις ουσιαστικές δυσκολίες ενηλικίωσης-ανεξαρτητοποίησης. Αντιθέτως, το σοφιστικέ στυλ της μητέρας, μυρίζει Παρίσι και την αυταρέσκεια ντίβας. Έτσι, τα ρούχα γίνονται επιτυχώς μέσο μετάδοσης νοημάτων.

Η Ρένη Πιττακή (ως Ρίτα) φροντίζει για μια ερμηνεία πολλών καρατίων. Χαριτωμένη, φυσική, αλλά και με θαυμαστή φινέτσα, αποδίδει μιαν έφηβη, στην πραγματικότητα, συγγραφέα, που μέσα στην αντιφατικότητά της ο θεατής δεν γνωρίζει αν πρέπει να την αγαπήσει ή να τη μισήσει. Η Πέγκυ Τρικαλιώτη (ως Μαργαρίτα), κάπως άκομψη στην αρχή της παράστασης, βρίσκει το ρυθμό της στην πορεία και δίνει καλές ερμηνείες στα κωμικά και τα δραματικά σημεία. Το κωμικό δυναμικό της, αλλά και η υπέροχη φωνή της έχουν αποσιωποιηθεί στην καριέρα της. Τις στιγμές που βρίσκει τον εαυτό της κι εκδύεται προσποιήσεις που μας φέρνουν στο νου το ύφος Κιμούλη, γίνεται ουσιαστική. Η Μπάλλα, εύθυμη κι εξισορροπητική νότα.

Σύμφωνα με την Ρίτα, το πρόβλημα των ανθρώπων απανταχού της γης είναι πρόβλημα ενηλικίωσης, για το οποίο ευθύνονται οι γονείς, όποιοι και όπως κι αν είναι οι ίδιοι. Ευτυχώς αυτό δεν ισχύει για την παράσταση, όπου οι «γονείς» φρόντισαν για ένα ισορροπημένο τέκνο.


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 19.01.2013


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 16 (Μάρτιος 2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια: