22/12/14

"Ματωμένος γάμος"...



«Η σκληρή μας ρίζα τής κραυγής»

«Ματωμένος γάμος»
Του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Σκην. Γιάννης Κακλέας
Θέατρο Αποθήκη
Δεκέμβριος 2014

«Κατά ’κεί που μας πάει το αίμα τραβάμε», «αυτό το παλικάρι είναι σαν να το τρώει το αίμα του»: φράσεις αμφότερες από το έργο του Λόρκα, αυτό τον ύμνο στην παντοδυναμία του ζωογόνου ύδατος με τη δική του βούληση, έρμαιο του οποίου είναι ο άνθρωπος. «Το αίμα νερό δε γίνεται» λέμε εμείς, και αλίμονο αν «ανέβει το αίμα στο κεφάλι»: μοναδική έκβαση η τραγωδία, μια τραγωδία εν προκειμένω προοικονομημένη.

            Ο ματωμένος γάμος –ή Ματωμένα στέφανα κατά τη μετάφραση του Σεβαστίκογλου– γράφτηκε από τον Ανδαλουσιανό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα το 1932, τέσσερα χρόνια πριν τη δολοφονία του από φασίστες του Φράνκο. Το έργο ουσιαστικά συνιστά μέρος μιας τριλογίας, μαζί με τα έργα «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», όπου αποτυπώνεται και κατακρίνεται έντονα η κλειστή κοινωνία της Ανδαλουσίας με τις ανελευθερίες και την ατομική δυστυχία που αυτή προκαλεί. Κοινό γνώρισμα των έργων, πέρα από την έντονη παρουσία του λαϊκού στοιχείου με τη ζωή στην ισπανική ύπαιθρο και τις διάφορες εκφάνσεις της,  είναι η υποταγή της γυναίκας σε συμπεριφορές και σχήματα που της επιβάλλει η οικογένεια, η κοινωνία και ο καθωσπρεπισμός, χάριν των οποίων θυσιάζει την ευτυχία και τη ζωή της, τόσο μεταφορικά, όσο –κάποτε– και κυριολεκτικά. Εξάλλου, αφορμή για τη συγγραφή του Ματωμένου γάμου υπήρξε πραγματικό περιστατικό, το οποίο ο Λόρκα πληροφορήθηκε από εφημερίδα. Με κάποιες αλλαγές και διαφοροποιήσεις, λοιπόν, παρέδωσε στο κοινό μια τραγωδία, όπου ο πρώην αρραβωνιαστικός μιας κοπέλας – και νυν σύζυγος της ξαδέρφης της– επανέρχεται για να στοιχειώσει το γάμο της πρώην αγαπημένης του, κατορθώνοντας να το σκάσει μαζί της, λίγο μετά το μυστήριο. Ένα φεγγάρι που διψά απεγνωσμένα για ζεστό αίμα αποκαλύπτει τους δύο εραστές, στήνει χορό με το θάνατο και οπλίζει το χέρι του γαμπρού με ένα «κρύο μαχαίρι» που «ούτε στο χέρι χωράει», από το οποίο θα βρουν τελικά το θάνατο και οι δύο άντρες. Η νύφη μένει με την πεθερά της να θρηνεί πάνω από τα συντρίμμια αυτού που «έσβησε πριν γεννηθεί και χάθηκε πριν ζήσει».

            Όχι απλά η σκηνοθεσία, αλλά η διασκευή του έργου από τον Κακλέα αποδίδει μια σύγχρονη τραγωδία του πόθου και του πάθους, με τη χρήση των αντίστοιχων σύγχρονων μέσων και μεθόδων. Έμφαση δίνεται κυρίως στη σωματική διάσταση, τόσο των συναισθημάτων, όσο και των σκέψεων και του ίδιου του έρωτα, κάτι που αναπόφευκτα αποκλίνει από τη συμβολικότητα και εμμεσότητα του έργου του Λόρκα, αλλά και τον πουριτανισμό της ανδαλουσιανής κοινωνίας του 1930. Έτσι, ο θεατής βλέπει κατά τη διάρκεια της παράστασης να γυμνώνονται επί σκηνής όλα τα γυναικεία πρόσωπα, ενώ και οι δύο νέοι παρουσιάζονται ημίγυμνοι. Αντίστοιχα, αποτυπώνεται συχνά ο σαρκικός έρωτας των ζευγαριών, με μια χορογραφία –ομολογουμένως– σημειολογικά γοητευτικότατη. Ακόμη, ιδιαίτερα ζωηρή είναι η κίνηση σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, τείνοντας σε ένα θέατρο σωματικό. Από το έργο διατηρείται η απόλυτη ουσία του, με απαλοιφή των επιμέρους λεπτομέρειων, πράγμα που ισχύει και για τα πρόσωπα της παράστασης, τα οποία –πέραν των κεντρικών– αποκτούν ρόλους λίγο-πολύ ασαφείς. Αλλά και το λαϊκό στοιχείο απουσιάζει βέβαια παντελώς κι έχει αντικατασταθεί από σύγχρονα μέσα, σκηνικά, ηχητικά και άλλα. Με τη συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση, η βαρύτητα μετατοπίζεται από το κείμενο σε μετάφραση Γκάτσου –απ’ το οποίο ο θεατής ξεχωρίζει μόνο κάποιες υψηλές νότες– στη σκηνή και στην προσπάθεια αποτυπώσης της εσωτερικότητας και σκοτεινότητας των σκέψεων, των βιωμάτων και κυρίως των συναισθημάτων. Το «Κουβάρι-κουβαράκι» και άλλα χορικά, τα οποία –ευτυχώς!– δεν αποδίδονται ως τέτοια, ακυρώνονται. Το Φεγγάρι παραστάται ως θηλυκή Σελήνη που, μονολογώντας αδύναμη κι αιμοδιψής και παραπέμποντας σκηνικά στη Γουίνυ των Ευτυχισμένων ημερών, επικρατεί των πάντων. Ολόκληρη η παράσταση μοιάζει με άχρονη και γεωγραφικά όχι συγκεκριμένη, αλλά καθολική αποτύπωση της «σκοτεινής μας ρίζας τής κραυγής». Αυτή η τελευταία ώθησε τη νύφη να απαρνηθεί εκείνον που θα μπορούσε να της δώσει τα πάντα, την ηρεμία και τα παιδιά της –όπως χαρακτηριστικά ομολογεί στην πεθερά της–, για εκείνον που, σκοτεινός και υποχθόνιος, θα τα επισκίαζε όλα και δεν θα την άφηνε ποτέ σε ησυχία. Έτσι γλιστράει η ίδια στο ρόλο της πεθεράς της, αφού στερείται δια μιας άντρα και παιδιά.

            Οι ερμηνείες ικανοποιητικές, παρά τις αυξημένες απαιτήσεις της παράστασης. Εξαιρετικές η Παπαληγούρα, ως νύφη, και η Παπούλια, ως μάνα. Η Παπαληγούρα, με έκφραση και κίνηση δωρική και την τραγικότητα χαραγμένη σε πρόσωπο και φωνή, καθήλωνε. Ρίγος προκάλεσε η κραυγή της Παπούλια ως χαροκαμένης μάνας στην όψη του δεύτερου νεκρού γιου της, ενώ η γενικότερη ερμηνεία της υπήρξε επαρκής στις διάφορες εκφάνσεις της. Θα θέλαμε, μονάχα, μια λείανση της κίνησής της στην απόδοση του ρίγους. Γοητευτική η Αριάδνη Καβαλιέρου ως παιδί/θάνατος, «διαολάκι» θα λέγαμε εμείς, και σαγηνευτική η θηλυκή Σελήνη της Ιφιγένειας Αστεριάδη. 

            Τα σκηνικά του Παντελιδάκη συμβαδίζουν καίρια με το χθόνιο και σκοτεινό τόνο που επιδιώκει ο Κακλέας, αλλά και με το πολυεπίπεδο στοιχείο, τόσο χαρακτηριστικό των παραστάσεών του –ειδικά με την κεντρική πύλη και τον εξώστη ακριβώς από πάνω. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των σκηνικών είναι οι καταπακτές που επιτρέπουν ένα όμορφο γεωγραφικό παιχνίδι. Αρμοστά τα κοστούμια της Νάθενα με τις γκόθικ νότες, γέφυρες μεταξύ ρομαντισμού και ρεαλισμού.

            Εξαιρετική η μελέτη της κίνησης που προσθέτει μια ουσιαστική διάσταση στην παράσταση, προσφέροντας δυνατές στιγμές και εικόνες, κάνοντας για παράδειγμα την πάλη των δύο αντρών να μοιάζει με τιτανομαχία. Λειτουργικοί και οι φωτισμοί του Μπιρμπίλη.

            Αντιθέτως, η μουσική του Μιχαλόπουλου ξένιζε, με μια ηλεκτρικότητα που έδενε μεν ίσως με τη σκηνική αποτύπωση, όχι όμως και με την επιδιωκόμενη εσωτερικότητα. Έτσι, η αντίθεση με τις δραματικές και αναλόγως μουσικά επενδυμένες σκηνές ήταν υπερβολικά έντονη. Αν λάβουμε δε υπ’ όψιν και τη λεκτική απόδοση του Γκάτσου και το ύφος της, κατανοούμε πληρέστερα το ασυμβίβαστο.

            Η σύγχρονη αυτή προσέγγιση του Κακλέα στο κλασικό έργο του Λόρκα συνιστά μια διασκευή με άποψη. Μπορεί ο Ανδαλουσιανός να μη γίνεται εύκολα ανιχνεύσιμος πίσω από την παράσταση στο θέατρο Αποθήκη, αυτό ισχύει όμως σίγουρα για τις σκοτεινές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο νου και την καρδιά του σημερινού ανθρώπου, ο οποίος σαν άλλη Νύφη –σε λιγότερο τραγική βέβαια θέση και όντας έρμαιο, όχι της μοίρας ή του αίματος, παρά της προσωπικής απληστίας– τα επιθυμεί όλα: και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι.


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 21.12.2014

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=7697)

Δεν υπάρχουν σχόλια: