Φυλακές Γεντί Κουλέ: ένας χώρος ερειπωμένος, εντελώς εγκαταλειμμένος, που ούτε μουσείο μπορεί να χαρακτηριστεί. Η στρέβλωσή του αποτυπώνεται ακούσια και όμως άρτια από την αρχαία επιγραφή που οι Βυζαντινοί ξεκόρμισαν ένας θεός ξέρει από που για να την ενσωματώσουν ανάποδα, ως απλό οικοδομικό υλικό πλέον, στο τείχος. Η είσοδος υπόσχεται βάθος και πράγματα κρυμμένα. Περνώ από τους νοικοκυρεμένους διοικητικούς χώρους και εισδύω στους χώρους των φυλακών. Οι τοίχοι φορτωμένοι χρόνο και φθορά.
Ο χώρος του επισκεπτηρίου υπαίθριος, παραδομένος στις διαθέσεις του καιρού, με τρεις σειρές σύρματα να σε χωρίζουν από τους ανθρώπους σου. Οι μορφές τους, μια φωτογραφία σε χαμηλή ανάλυση. Δεν μένει, παρά μια ανάμνηση από πίξελς. Εισχωρώ στον μακρύ διάδρομο και ανεβαίνω την απότομη σκάλα, "προσοχή στα σκαλιά" προειδοποιεί η πινακίδα, και βρίσκομαι στη σκοπιά. Από κάτω, στο πιάτο, οι χώροι που αυλίζονταν οι κρατούμενοι. Δεν μου αρκεί.
Κατεβαίνω και προχωρώ κι άλλο, στα "ενδότερα". Φρούδες ελπίδες! Αριθμημένες σιδερένιες πόρτες, μανταλωμένες, αδιαπέραστες. Δεν μένει, παρά μια κλεφτή ματιά απ' την οπή. Κήποι κι εδώ, αυλή. Και πιο πέρα, τίποτα. Μια αποξεχασμένη πινακίδα για το επιτρεπόμενο τέταρτο της ώρας για τον 'ευπρεπισμό' κάθε κρατούμενου, μου υπενθυμίζει όσα δεν βλέπω. Τα πάντα δέσμια πίσω από θύρες επτασφράγιστες. Ο θυμός αρχίζει να φουντώνει. Είναι δυνατόν σήμερα να μη βλέπω παρά κήπους και αυλές από το κολαστήριο αυτό, απ' όπου όχι εγκληματίες, αλλά πολιτικοί κρατούμενοι έβγαιναν πριν λίγες δεκαετίες φυματικοί και μισότρελοι;
Προχωρώ προς την έξοδο, καταγράφω τα παράπονα που κανένας δεν πρόκειται να διαβάσει. Στην έξοδο συναντώ κάποιον με βερμούδα. Μου επιβεβαιώνει ότι είναι ο υπεύθυνος, ένας μόνο άνθρωπος για ολόκληρο το συγκρότημα των φυλακών και μια έκταση δεκάξι στρεμμάτων. Δηλώνω πως επιθυμώ να δω τα κελιά. "Την ιστορία πρέπει να την κοιτάμε κατάματα! Και το μέρος αυτό δεν είναι, παρά η ιστορία μας. Πώς περιμένουμε να μην επαναλάβουμε λάθη όταν εθελοτυφλούμε μπροστά στην ιστορία; Ακόμη και τα κολαστήρια του Άουσβιτς είναι επισκέψιμα με ξεναγήσεις. Δεν θα 'πρεπε να ισχύει και εδώ κάτι ανάλογο;" Ζαρώνει και με κοιτάζει πατώκορφα: "Δικηγόρος είσαι;" "Άντε πάλι. Δικηγόρος! Μεταφράστρια είμαι." Διστάζει. Δεν θέλω και πολύ: "Αν ήμουν δικηγόρος δεν θα βρισκόμουν Τώρα εδώ, αλλά πριν τριάντα χρόνια!" Πείθεται: "Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να ανοίξω τους χώρους της απομόνωσης". Δεν πίστευα στην τύχη μου και προσπάθησα να κρύψω την πικρή χαρά μου. Από το απλό κελί, θα βρεθώ στο σκοτάδι της απόγνωσης.
Ανοίγει την πρώτη, βαριά και μαγκωμένη σιδερόπορτα, ξεκλειδώνει και τη δεύτερη, σιδερένια και τυφλή. Διάδρομος τσιμεντένιος, γυμνός, με το φως της μέρας να εισέρχεται από σιδερόφραχτες οπές ψηλά στον τοίχο. "Τα πάντα έχουν παραμείνει ως είχαν" εξηγεί και δείχνει στην πρώτη από μια σειρά χαμηλών εσοχών στη δεξιά πλευρά του διαδρόμου. "Δεν είχε πόρτα, ήταν έτσι ακριβώς και ήταν η τουαλέτα τους." Προχωρώ.
Μου ξεκλειδώνει τη χαρούμενα βαμμένη σιδερόπορτα ενός κελιού απομόνωσης. Τα μάτια τυφλώνονται. Δεν βλέπω τίποτα. Το απόλυτο σκοτάδι. Προσπαθώ με τη μηχανή. Δεν έχει φλας. Δεν αποτυπώνει, παρά έναν μωβ λεκέ. Η αλλαγή της ρύθμισης μού φανερώνει ένα τσιμεντένιο κουτί. Κανένα παράθυρο, κανένα στρώμα, τοίχοι ποτισμένοι στην υγρασία. Μού ανοίγει κι ένα δεύτερο. Αυτό σφηνοειδές. Ένας άντρας χωράει εδώ μετά βίας.
"Εδώ έφερναν όσους έκαναν φασαρίες" συνεχίζει απολογητικά, αλλά δεν του τη χαρίζω: "Εδώ έφερναν όσους δεν 'συνεργάζονταν', δεν έδιναν ονόματα και δεν 'αλλαξοπιστούσαν'". Εκείνος δεν ήταν δεσμοφύλακας, παρά ένας απλός υπάλληλος αρχαιοτήτων του υπουργείου πολιτισμού, σε ένα -κατά τα άλλα- μνημείο της Ουνέσκο. Ήταν μάλιστα η καλή περίπτωση του ανθρώπου εκείνου που αναγνωρίζει τα ελλείμματα και νιώθει την ευθύνη, ίσως και την ενοχή. Την ενοχή ενός 'κράτους' κι ενός έθνους που γυρνά την πλάτη στην Ιστορία και την Ελευθερία και τα ξεχνά ευχαρίστως πίσω από πόρτες σφαλιστές.
Κείμενο/ φωτογραφίες:
Έλενα Σταγκουράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου