Βύρων Λεοντάρης
ΙΙ
Δεν είναι τώρα η εποχή των ξάστερων αγώνων,
δεν έχει τώρα αλώνια μαρμαρένια η γη,
για να παλεύουνε τα παλικάρια εκεί μ' έναν λεβέντη χάρο.
Τώρα η ζωή τσακίζεται σε σκοτεινές κακοτοπιές
και πνέει τριγύρω η παγερή ανάσα της ενέδρας.
Αυτός είν' ο αιώνας ο κακός, ο αιώνας της παγάνας.
Ποτέ δεν είδαν οι άνθρωποι πιο επίβουλο, πιο γλιστερό και πιο μπαμπέση θάνατο.
Για όλα τα μάτια και τα στόματα στηθήκανε παγίδες,
για όλα τα όνειρα θηλιές,
- τα πόδια και τα νιάτα μας φυραίνουν κάθε βράδυ δαγκωμένα απ' τα ρολά των μαγαζιών.
Αυτός είν' ο αιώνας ο κακός, ο αιώνας της ορθοστασίας.
Ανεβοκατεβαίνω σκάλες όλη μέρα,
χτυπούν της προσβολής οι πόρτες πάνω μου καθώς φτερούγες όρνιων,
ένα χορτάτο φως μού κλοτσάει τα μάτια,
με τσούζει ο ιδρώτας και με τρελαίνει
ο θόρυβος της τρομερής λεηλασίας του Ανθρώπου.
Αυτός είν' ο αιώνας με τα κόκκινα τα μάτια,
αυτός είν' ο αιώνας ο φονιάς, των προγραφών ο αιώνας.
Σαν αετοί περήφανοι που στης ελευθερίας
το κάλεσμα, τανύζουν τα φτερά
κι εκεί, στον πιο πλατύ κυματισμό της τόλμης
τα βόλια της κακίας τούς βρίσκουν
και τυφλώνεται από ματωμένα φτερά έντρομος ο άνεμος
και ζαλίζεται γύρω το στερέωμα,
έτσι, στην πιο γενναία τους ορμή,
χάνονται οι άξιοι.
Αυτός είν' ο αιώνας ο τρελός, των εξευτελισμών ο αιώνας.
Στα παιδάκια μοιράσαν σημαιούλες,
τα σχολεία δοθήκανε στους λόχους,
τα πάρκα στις μασέλες του ιππικού.
Οι κοπέλες του δειλινού γυρνάνε και ξαναγυρνάν πίσω το πρόσωπο.
Ποιος είν' αυτός που ακολουθεί;
Ποια βήματα είν' αυτά, που θα προλάβουνε το καρδιοχτύπι τους,
ποια δάχτυλα θα κυνηγήσουν τους σφυγμούς τους στις γαλάζιες φυλλωσιές,
ποια χείλη θ' ανταμώσουνε τα χείλη τους στις ζαλισμένες τις ροδιές;
Οι κοπέλες του δειλινού γυρνάνε και ξαναγυρνάν' πίσω το πρόσωπο.
Ποιος είν' αυτός που ακολουθεί; - Κανείς δεν είναι.
Φυλλορροούν τα βήματα της ευτυχίας στη σκόνη,
η έρημος κι η νύχτα γδέρνουνε τα μάτια τους.
Ω, διαμελισμένες πολιτείες, ώς πότε
θα τρέμετε μέσα στους λερωμένους επίδεσμους των δρόμων σας,
ώς πότε θα περνούν φορεία μούσκεμα απ' τον πόνο,
ώς πότε τ' άγρια πένθη κι οι κηδείες,
ώς πότε θα βουλιάζουνε τα πρόσωπά μας
στη σκοτεινή γυαλάδα των φερέτρων,
ώς πότε οι νεκρικές πομπές και τα βαριά, τρομαχτικά στεφάνια,
απ' όπου πέφτει πότε πότε ένα γαρίφαλο,
που το πατάνε - που είναι
σπασμένο πρόσωπο παιδιού πάνω στην άσφαλτο;
Αυτός είν' ο αιώνας των κατατρεγμών, ο αιώνας της δοκιμασίας.
Αιχαμαλωσίες, ξεριζωμοί, μετακινήσεις πληθυσμών...
Μα εσείς, λουλούδια των καταστροφών,
πληγές που λαμπαδιάζετε μες στο απέραντο ρίγος,
πρόσωπα ανασκαμμένα απ' της φοβέρας την κραυγή,
σεις πέστε, πόσο δύσκολα μεταμορφώνονται τα βάσανα σε ελπίδες
και πόσο δύσκολα χαράζει το χαμόγελο στο πρόσωπο της γης,
σεις, ματωμένες δαχτυλιές της λαβωμένης νιότης
στους κλονισμένους τοίχους των πολιτειών,
εσείς μιλήστε στις γενιές, σεις πέστε,
πώς άντεξε η αγάπη μας σε τέτοια θύελλα μίσους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου