Παντελής Μπουκάλας.
Είναι νομίζω δεδομένη η συμπάθεια των Ελλήνων για τους λαούς της Λατινικής Αμερικής. Συμπάθεια που είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, στην αίσθηση ή πεποίθηση της παραλληλίας ή αναλογίας ανάμεσα στους δικούς μας και τους δικούς τους απελευθερωτικούς αγώνες εναντίον ξένων κατακτητών αλλά και εναντίον δικτατορικών καθεστώτων. Ενδέχεται επίσης να είναι ένα εύλογο αντίδωρο στον φιλελληνισμό, φιλαρχαιοελληνισμό καλύτερα, που μαθαίνουμε ότι παραμένει ζωηρός εκεί.
Παρ’ όλ’ αυτά, παρά την αίσθηση διασταύρωσης της μοίρας τους με τη δική μας μοίρα, πολύ δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι το πλάσμα που αυθαίρετα και για λόγους συνεννόησης ονομάζουμε «μέσο Ελληνα», ή «μέσο άνθρωπο« γενικώς, γνωρίζει πολλά πράγματα για τη Νότια Αμερική και συγκεκριμένα για την Ουρουγουάη· γενικότερα για την ιστορία και τη συνολική παρουσία της και ειδικότερα για τη λογοτεχνία της.
Ποιες αφορμές, ποιοι λόγοι θα μπορούσαν ίσως να μας παρακινήσουν να ξοδέψουμε λίγο από τον χρόνο μας ώστε να πετύχουμε μια κάπως βαθύτερη γνωριμία; Ανάλογα με τα εφόδια και τον προσανατολισμό του καθενός. Τους ποδοσφαιρόφιλους, για παράδειγμα, θα μπορούσε να τους ωθήσει σε μια διαδικτυακή έστω εξερεύνηση της Ουρουγουάης η γηπεδική δράση πρωτοκλασάτων ποδοσφαιριστών ουρουγουανικής καταγωγής, όπως ο παλαίμαχος πια Ντιέγο Φορλάν, ο Έντισον Καβάνι της Παρί Σαιν Ζερμέν, κυρίως δε ο Λουίς Σοάρες της Μπαρτσελόνα, ήρεμος πλέον δίπλα στον Μέσι και τον Νεϊμάρ.
‘Αλλοι θα μπορούσαν να συγκινηθούν από την ομοιότητα της σημαίας της Ουρουγουάης με την ελληνική σημαία. Με την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τυλιγόταν και εμφανιζόταν στην τηλεοπτική του εκπομπή, στα Μουντιάλ των προηγούμενων χρόνων, ένας από τους γνωστότερους Ελληνες σχολιαστές των ποδοσφαιρικών δρωμένων.
Για τους φίλους της λογοτεχνίας, και ειδικά της ποίησης και του υπερρεαλισμού, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν προτροπή μια πρόταση από τον δικαίως διάσημο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου. Ας θυμηθούμε την έξοχη γεωγραφία της υπερρεαλιστικής ευτοπίας:
Μπολιβάρ! Κράζω το όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του όρους ‘Ερε,
την πιο ψηλή κορφή της νήσου Υδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρ’ απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
την πιο ψηλή κορφή της νήσου Υδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρ’ απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Νέα επίκληση, λίγο παρακάτω:
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί. […]
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
‘Ενα μονάχα ξέρω, πως είμαι ο γιος σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
‘Ενα μονάχα ξέρω, πως είμαι ο γιος σου.
Ποιος είναι «ο άλλος μεγάλος Αμερικανός» το λέει ο ίδιος ο Εγγονόπουλος σε σημείωσή του: ο Ισίδωρος Ducasse, comte de Lautreamont, επιλεγμένος πρόγονος των υπερρεαλιστών, που γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο, όταν ο πατέρας του εργαζόταν στο εκεί γαλλικό προξενείο.
Παρεμπιπτόντως, μια και ο λόγος και περί της Αϊτής, πιθανόν δεν γνώριζε ο Εγγονόπουλος, και γι’ αυτό ίσως δεν το αξιοποίησε ποιητικά, πως η χώρα αυτή, Χαϊτιον τότε, ήταν η πρώτη που αναγνώρισε επίσημα την Επανάσταση του 1821, με συγκινητικά θερμή επιστολή (αποθησαυρισμένη από τον Ιωάννη Φιλήμονα) του προέδρου της Ζαν Πιερ Μπουαγέ προς τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Ιανουάριο του 1822.
Οι Αθηναίοι πάντως, όσοι συνυπάρχουμε άγνωστοι μεταξύ μας κάτω από την ταυτότητα «διαβάτες» ή «περαστικοί», θα μπορούσαμε να βρούμε αλλού την αφορμή μας για να ψάξουμε και να μάθουμε κάτι παραπάνω για την Ουρουγουάη. Δύσκολα φαντάζομαι Αθηναίο που να μην έχει περάσει πεζός, με το γιωταχί του, με ταξί ή με λεωφορείο από τη Μιχαλακοπούλου, και να μην κόλλησε στην αρχή της, λίγο μετά το Χίλτον, αν ανεβαίνει προς Ιλίσια. Εκεί λοιπόν, στα αριστερά του ανερχομένου, υπάρχει από παλιά, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω από πότε και βάσει ποιου σκεπτικού, ο ορειχάλκινος ανδριάντας ενός ξένου, από τους λιγοστούς ανδριάντες ξένων στην πόλη. Είναι ο στρατηγός Χοσέ Γερβάσιο Αρτίγας, ο ελευθερωτής της Ουρουγουάης, ιδρυτής του Εστάντο Οριεντάλ, του Ανατολικού Κράτους. Τραγουδισμένος και αυτός από τον Πάμπλο Νερούδα, στο Κάντο Χενεράλ.
Περνάμε έτσι στα καθαυτό λογοτεχνικά.
Αν ο Νερούδα σχημάτισε ή υπέδειξε το σημείο Χιλή πάνω στον χάρτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες αλλά και ο Ερνέστο Σάμπατο το σημείο Αργεντινή, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το σημείο Κολομβία, και ο Μάριο Βάργας Λιόσα (όποιες κι αν είναι πια οι πολιτικές του πεποιθήσεις) το σημείο Περού, το σημείο-Ουρουγουάη για τους Ελληνες αναγνώστες το ορίζει, μάλλον κατ’ αποκλειστικότητα, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο. Στο δικό του όνομα μπορούμε να προσθέτουμε εφεξής και το όνομα Ελένα Ιδέα Βιλαρίνιο Ρομάνι, και εν συντομία Ιδέα Βιλαρίνιο. Το όνομα μιας σπουδαίας ποιήτριας, αλλά και πολυβραβευμένης μεταφράστριας του Σαίξπηρ και κριτικού λογοτεχνίας, που αρχίσαμε να τη γνωρίζουμε από το 2009, έτος του θανάτου της, χάρη στην ‘Ελενα Σταγκουράκη, η οποία ανέλαβε να μας εισαγάγει στην ποίησή της, ή μάλλον να εισαγάγει την ίδια την ποίησή της στην Ελλάδα και να εισηγηθεί υπέρ αυτής.
‘Ετσι, από τις πρώτες δημοσιεύσεις μεταφρασμένων ποιημάτων της στο ηλεκτρονικό περιοδικόPoeticanet και κατόπιν στο Δέντρο, σε τρία δημοσιεύματα, φτάσαμε στον σημερινό τόμο, πλούσια εφοδιασμένο με εισαγωγικά κείμενα, καθώς και με επιστολές και συνεντεύξεις της Βιλαρίνιο στο επίμετρο, και αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Αρμάου, ενός ανθρώπου που με την όλη παρουσία του έδινε νόημα στον κάπως παλιακό όρο «άνθρωπος των γραμμάτων». ‘Ολα τούτα, κείμενα και παρακείμενα, γεννημένα από γνώση αλλά, κυρίως αυτό, από μεράκι, συνθέτουν από κοινού μια καθαρή και δυνατή εικόνα της Ουρουγουανής ποιήτριας και δι’ αυτής ένα τμήμα έστω της εικόνας της πατρίδας της.
Νά λοιπόν γιατί η μετάφραση, από κάθε γλώσσα σε οποιαδήποτε άλλη, παραμένει μια πράξη γνήσια διαφωτιστική και βαθιά δημοκρατική. Επειδή μεταφέρει στοιχεία του πολιτισμού ενός λαού και τα κοινοποιεί σε έναν άλλον λαό, που όση κι αν είναι η γλωσσομάθειά του, δεν μπορεί βεβαίως να λύσει το πρόβλημα της Βαβέλ. Παραμένει επίσης μια πράξη δικαιοσύνης και πνευματικής αλληλεγγύης, αφού δίνει τη δυνατότητα σε μια λογοτεχνική φωνή να ξανακουστεί κάπως αλλιώς, και κατά συνέπεια να ξαναϋπάρξει. ‘Αλλης μορφής αθανασία, άλλης μορφής ήττα του χρόνου και υπέρβαση των τειχών, δεν ξέρω αν υπάρχει.
Για να ξαναπώ το αυτονόητο, η μετάφραση, ειδικά της ποίησης, που δεν μιλάει την προφανή γλώσσα αλλά εκμεταλλεύεται τα δεύτερα και τρίτα στρώματά της, τα εσωτερικότερα, παραμένει ένα βαριά δύσκολο εγχείρημα, που δεν επιδέχεται απλουστευτικές λύσεις και δεν αντέχει την πνευματική οκνηρία. Απλουστευτική λύση, καταφανώς άδικη για το πρωτότυπο και τον δημιουργό του, προκύπτει, για παράδειγμα, όταν ο μεταφραστής, ποιητής και ο ίδιος, αισθάνεται υπέρτερος του ποιητή τον οποίο μεταφράζει. ‘Ετσι, με αφόρητα επιπόλαιο ναρκισσισμό, αποφασίζει ότι δικαιούται να υποτάξει τα ξένα ποιήματα στο δικό του ιδιόλεκτο, στη δική του ποιητική ταυτότητα, και όχι απλώς να τα ανακτήσει παραμένοντας υπηρέτης τους.
Απλουστευτική λύση δίνουν και όσοι χρησιμοποιούν σαν απλό πρόσχημα το προς μετάφραση κείμενο, και, με κάποιον παραλογοτεχνικό τυχοδιωκτισμό, το νοθεύουν, το παραφουσκώνουν ή το πετσοκόβουν για να αποφύγουν τα δύστροπα σημεία του. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει κυρίως στην ενδογλωσσική μετάφραση, από τα αρχαία ελληνικά στα νέα. Και όχι μόνο στις αριστοφανικές κωμωδίες, στις οποίες εμβολιάζονται τσαπατσούλικα μπόλικα στοιχεία της τηλεοπτικής επικαιρότητας, ώστε να κερδηθούν τα εύκολα χειροκροτήματα, αλλά και στις τραγωδίες.
Απλουστευτική, άκοπη και πνευματικώς αδάπανη είναι και η λύση που δίνουν όσοι αδιαφορούν για τη φόρμα της μεταφραζόμενης ποίησης, για τον ρυθμικό χαρακτήρα της, καθώς και για τη ρίμα της, εάν υπάρχει. Σίγουρα, μπορούμε να αποδώσουμε ένα χαϊκού ή ένα σονέτο με ελεύθερο στίχο, κανείς δεν το απαγορεύει. Αλλά παύει να είναι χαϊκού ή σονέτο. Παύει δηλαδή να είναι αυτό που ο ίδιος ο δημιουργός του θέλησε να είναι. Δεν αλλάζει απλώς μορφή αλλά είδος.
Στο έργο της Ιδέας Βιλαρίνιο είναι έκδηλη η διεκδίκηση της μουσικής των λέξεων και διά των λέξεων, η επιδίωξη του ρυθμικού βηματισμού της ποιητικής φράσης. Την αποκρυστάλλωση σε ήχους αυτού του έρρυθμου διαβήματος την υποψιάζεται ακόμη και ο μη ισπανομαθής, αν διαβάσει το πρωτότυπο. Τη ρυθμική έγνοια ή αγωνία της Ουρουγουανής ποιήτριας, που αποτελεί απαραγνώριστο συστατικό της ποιητικής ιδιοπροσωπείας της και κεφάλαιο της καλλιτεχνικής ιδεολογίας της, τη συμμερίζεται απολύτως η Έλενα Σταγκουράκη. Επιχειρεί λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, να τη σεβαστεί. Και παρότι έχει λεχθεί, και μάλιστα λατινιστί, πως η μετάφραση είναι προδοσία, προσπαθεί να μην απιστήσει στις κατατεθειμένες απόψεις της Βιλαρίνιο για τον ελεύθερο στίχο. Τις θυμίζω, ώστε να αναλογιστούμε σε ποιον βαθμό ισχύουν και στα δικά μας μέρη:
«Λέω πως ο ελεύθερος στίχος υπήρξε μάστιγα, καθώς, υπό το πρόσχημα ενός στίχου «ελεύθερου», κόσμος και κοσμάκης που δεν ήταν ποιητές έγραψαν χιλιόμετρα ολόκληρα κατατεμαχισμένης πρόζας, η οποία, μαζί με άλλα είδη πτώχευσης που επέφερε, οδήγησε στην απώλεια του αναγνωστικού κοινού της ποίησης. Δεν σημαίνει πως υποτιμώ την ποίηση της καθημερινότητας, κι εγώ έχω γράψει καθημερινή ποίηση. Ποτέ όμως ελεύθερο στίχο».
‘Οσοι θα έκριναν υπερβολική την άποψή της αυτή, σίγουρα θα χαμογελούσαν ειρωνικά διαβάζοντας μιαν άλλη ιδέα της Ιδέας Βιλαρίνιο, όπως την εξέφρασε σε συνέντευξή της το 1971. ‘Οτι δηλαδή «σε ένα ποίημα μπορεί να απουσιάζει οτιδήποτε άλλο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες ακόμη και το νόημα. Ποτέ όμως ο ρυθμός». Θυμάμαι εδώ τον Κωστή Παλαμά να λέει «τα πάντα και τ’ ανίερα ο ρυθμός τ’ αγιάζει», ή πάλι, «Ελεύθερος, του στίχου μόνο υπάκουος», και χαμογελώ με τη σειρά μου. Με τη σύμπτωση. Αλλά και με τη σκέψη ότι αυτή η υπακοή παραμένει τουλάχιστον το μισό της τέχνης, κι ας μην τη συνυπολογίζουν πια πολλοί θεράποντές της στα αναπόφευκτα προαπαιτούμενά της.
Η μετάφραση δεν είναι ηχώ, αντήχηση. Είναι φωνή, νέα φωνή· αυτοτελής, παρότι συναρτημένη με την αρχική. Και έτσι κρίνεται. Η μεταφρασμένη Ιδέα Βιλαρίνιο μάς αποκαλύπτεται ως ποιήτρια ενός λιτού λυρισμού, γυμνού και κοφτερού. Δεν ποντάρουν σε ποικίλματα τα ποιήματά της. Δεν εξωραϊζουν. Και δεν διστάζουν να πουν, πάλι και πάλι, ότι στο ζευγάρι των δύο μόνων βεβαιοτήτων που υπάρχουν, όπως η ίδια τις προσδιορίζει, του ‘Ερωτα και του Θανάτου, το πάνω χέρι δεν το έχει ο Έρωτας. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι αρνείται τον Έρωτα και τα ευεργετήματά του. Τον εννοεί όμως και τον βιώνει με τον χρόνο βαθιά εγγεγραμμένο μέσα του, σαν να επέρχεται αναπόδραστα το τέλος του ταυτόχρονα με την τελείωσή του. Το ακούμε καθαρά στο ποίημα «Και τι μ’ αυτό;», του 1961:
Παίρνω από σένα αγάπη
και τι μ’ αυτό
σου δίνω εγώ αγάπη
και τι μ’ αυτό
θα ‘χουμε μέρες νύχτες
ενθουσιασμούς
καλοκαιριές
όλη την ηδονή
όλη την ευτυχία
όλη τη θαλπωρή.
Και τι μ’ αυτό.
Παντοτινά θα λείπει
το ψέμα το βαθύ:
για πάντα.
και τι μ’ αυτό
σου δίνω εγώ αγάπη
και τι μ’ αυτό
θα ‘χουμε μέρες νύχτες
ενθουσιασμούς
καλοκαιριές
όλη την ηδονή
όλη την ευτυχία
όλη τη θαλπωρή.
Και τι μ’ αυτό.
Παντοτινά θα λείπει
το ψέμα το βαθύ:
για πάντα.
Ενοχλητικά απομυθοποιητικός πεσιμισμός; Μπορεί. Μπορεί όμως και απλή φιλαλήθεια, απόρροια μιας στέρεης αυτογνωσίας και γενικότερα ανθρωπογνωσίας.
Πεσιμισμό θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος και στην ευθέως πολιτική ποίηση της Βιλαρίνιο. Για παράδειγμα στο ποίημα «Παραλία Χιρόν», του 1961, ένα από τα ποιήματα που επεξεργάζονται το οδυνηρά διαυγές μοτίβο της τυραννικής αρβύλας:
Πάντοτε κάποια αρβύλα υπάρχει πάνω στο όνειρο
το εφήμερο του ανθρώπου
μια αρβύλα δύναμης και παραλογισμού
έτοιμη να χτυπήσει
πρόθυμη στο αίμα να ποτίσει. […]
Η αρβύλα αλλάζει πόδια όπως αλλάζουν χέρια
το χρήμα η ισχύς και η εξουσία
μα πάντοτε όλο κάποια θα υπάρχει
κάποτε περισσότερες από μία
για να τσαλαπατά τα όνειρα των ανθρώπων.
το εφήμερο του ανθρώπου
μια αρβύλα δύναμης και παραλογισμού
έτοιμη να χτυπήσει
πρόθυμη στο αίμα να ποτίσει. […]
Η αρβύλα αλλάζει πόδια όπως αλλάζουν χέρια
το χρήμα η ισχύς και η εξουσία
μα πάντοτε όλο κάποια θα υπάρχει
κάποτε περισσότερες από μία
για να τσαλαπατά τα όνειρα των ανθρώπων.
Θα υπάρχει πάντοτε. Το ξέρουμε. Αλλά θα νικάει και πάντοτε; Η άρνηση της Βιλαρίνιο να αποδεχτεί ότι πέθανε ο Τσε, δηλαδή όσα συμβόλιζε ο Τσε για τον κόσμο όλο, στο ποίημά της «Δεν πέθανε λέω» του 1967, συνομολογεί με τη βεβαιότητά της, όπως διατυπώνεται στο ποίημα «Ευχαριστίες» του 1968, ότι για τους αρβυλόπληκτους ή αρβυλοπατημένους λαούς, το ελευθερία ή θάνατος «δεν πρόκειται απλώς / για μια όμορφη φράση και τίποτε παραπέρα». Δεν πρόκειται καν για δίλημμα, αφού ο θάνατος στον αγώνα πάνω προτείνεται σαν ο μοναδικός τρόπος να δικαιωθεί η ζωή ως συνώνυμη της ελευθερίας.
Τα δύο αυτά ποιήματα, μαζί με τα υπόλοιπα που συστεγάζονται στο βιβλίο υπό τον τίτλο «Καημένε κόσμε», αποτελούν κεφάλαια ενός οιονεί ελευθερόφρονος πολιτικού μανιφέστου που συντάχθηκε με τον τρόπο της λογοτεχνίας, θερμής εδώ, παθιασμένης και πληθυντικής, και το οποίο επικυρώθηκε από τον ενεργό πολιτικά βίο της Ιδέας Βιλαρίνιο.
Δύο φωνές σε μία, και μάλιστα αντίρροπες ή αντιφατικές; θα αναρωτηθεί κανείς. ‘Οχι, δεν πρόκειται για διχασμένη φωνή ούτε βέβαια για αφύσικη διφωνία. Οι άξιοι ποιητές διατηρούν αρμονικό τον λόγο τους ακόμα κι όταν φαίνεται να διασπώνται γραμματικά, θεματολογικά ή υφολογικά. Η Ιδέα Βιλαρίνιο ανήκει σ’ αυτήν τη χορεία. Το ότι μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό και οι πάμπολλοι μη ισπανομαθείς το χρωστάμε στην τίμια μεταφραστική δουλειά της ‘Ελενας Σταγκουράκη, που κατόρθωσε να μοιραστεί με τον αναγνώστη την ολοφάνερα βαθιά εξοικείωσή της με το έργο της ποιήτριας από την Ουρουγουάη.
(Ομιλία του συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe, στις 28.03.2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου