Της Γιαέλ Ουρίμπε
Δομινικανή Δημοκρατία
Πέρασαν ήδη
έξι χρόνια από τη δολοφονία της Μεξικανής ποιήτριας και ακτιβίστριας
Σουζάνας Τσάβες. Η Τσάβες αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των γυναικών και
τύγχανε ευρείας αναγνώρισης χάρη στις δραστηριότητές της –τόσο τις
ακτιβιστικές, όσο και τις πνευματικές– κατά των δολοφονιών και της
σεξουαλικής βίας κατά των γυναικών στην πόλη Χουάρες, από το 1993. Προς
τιμήν της διοργανώθηκαν για πρώτη φορά το 2011 οι εκδηλώσεις που έφτασαν
σήμερα να συνιστούν το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης και Τεχνών «Κραυγή
γυναικών» (“Grito de Mujer”).
Πολλοί είναι
εκείνοι που θεωρούν την ποίηση απλώς ως μια μοναχική πράξη ενδοσκόπησης
κι αυτοεξορκισμού ή ως κάποιου είδους προσωπική μεταφυσική αναζήτηση.
Κατ’ άλλους, η ποίηση συνιστά χρήσιμο όπλο ενάντια στις αδικίες, έναν
χώρο που επιτρέπει την ελευθερία της έκφρασης και όπου κανείς αισθάνεται
ελεύθερος να καταγγείλει δίχως φόβο την αδικία και την καταπίεση.
Πολλοί ποιητές και πολλές ποιήτριες βρίσκουμε στήριγμα σε εκείνην,
ελπίζοντας πως θα είμαστε ασφαλείς υπό τη σκέπη της και πως πέρα από τις
ποιητικές εικόνες δεν υπάρχει χώρος για τον κίνδυνο ή την ανασφάλεια.
Πόσο λάθος κάνουμε.
Πολλοί είναι
οι εκπρόσωποι του είδους με αρκετό ταλέντο ώστε να χρησιμοποιούν την
ποίηση ως μέσο καταγγελίας, ανίχνευσης της υποκρισίας, της ανηθικότητας,
της ανισότητας και της διαφθοράς και οι οποίοι, έχοντας ακριβώς αυτό το
χάρισμα, κινδυνεύουν να υποστούν λογοκρισία, εκβιασμό, εξορία, και στη
χειρότερη των περιπτώσεων –όπως έχουμε δει– τη δολοφονία. Αυτό
αποδεικνύει περίτρανα πως η ποίηση τελικά δεν είναι η αθώα πρακτική που
πιστεύει η πλειοψηφία.
Δεδομένων
των πολιτικών πιέσεων και της διεθνούς κατακραυγής, η μεξικανική
κυβέρνηση βρέθηκε υποχρεωμένη να αναζητήσει τους υπεύθυνους της
δολοφονίας της Τσάβες. Το δε πόρισμα της αστυνομίας ήταν το εξής: «Η
Τσάβες ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τρεις εφήβους, αγνώστων λοιπών
στοιχείων, τους οποίους εκείνη είχε γνωρίσει δυο ώρες νωρίτερα και οι
οποίοι την κάλεσαν να πιει μαζί τους ένα ποτό σε κοντινή τοποθεσία». Με
αυτόν τον τρόπο αποκλείστηκε και η παραμικρή πιθανότητα συσχετισμού της
δολοφονίας της με τον ακτιβισμό ή τη συγγραφική της δραστηριότητα.
Ωστόσο, η θέση των συνηγόρων παραμένει η ίδια: Η Τσάβες καταδικάστηκε
επειδή αποκάλυπτε στα κείμενά της όσα υφίστανται οι γυναίκες στη χώρα
της σε ευρεία κλίμακα, με τη συγκάλυψη μάλιστα ατόμων εξουσίας. Έτσι μας
φιμώνουν, εμάς τους ποιητές.
Σπανίως οι
αυτουργοί τέτοιων εγκλημάτων έρχονται αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη, ενώ
για την πλειοψηφία των δολοφονιών συγγραφέων και δημοσιογράφων επικρατεί
η συγκάλυψη, η ατιμωρησία, ή –ακόμη χειρότερα– η λήθη.
Ο Άγγλος
δημοσιογράφος, Κάθαλ Σερίν, οργανωτικό μέλος του Διεθνούς Σωματείου PEN,
δήλωσε στο πλαίσιο των εορτασμών της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης το εξής:
«Σε κοινωνίες όπου ο ρόλος των γυναικών στη δημόσια σφαίρα είναι
περιορισμένος, οι ποιήτριες συχνά καταδιώκονται ή έρχονται αντιμέτωπες
με επικίνδυνες καταστάσεις μόνο και μόνο λόγω της τόλμης τους να
εκφράσουν ανεξάρτητα τη γνώμη τους μέσω της ποίησης». Σχολίασε ακόμη πως
οι ποιήτριες διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο από τις υπόλοιπες γυναίκες,
καθώς η ποίησή τους όχι μόνο επιφέρει την οργή της πατριαρχικής
καθεστηκυίας τάξης, αλλά και ξεπερνά τα όρια του στενού ρόλου και της
πιεστικής κοινωνικής αποστολής που καλούνται να εκπληρώσουν οι γυναίκες.
Η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού βάσει της ισότητας και της
δικαιοσύνης –ιδίως μάλιστα σε μια κοινωνία πατριαρχική– θεωρείται βάρος
για εκείνους που ασκούν εξουσία και περιορίζουν την ελευθερία του λόγου
με εκβιασμούς, φυλακίσεις και άσκηση βίας.
Οι δυσκολίες
με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες ποιήτριες λόγω της ιδιότητάς τους είναι
καταγεγραμμένες στην ιστορία. Ως ένα πρώτο παράδειγμα μπορούμε να
αναφέρουμε τη διάσημη Ρωσίδα ποιήτρια του μοντερνισμού, Άννα Αχμάτοβα,
της οποίας η ποίηση αποτυπώνει αφενός μια διάφανη φωνή, αφετέρου μια
καταπιεσμένη θηλυκότητα και έντονη συναισθηματική αυτοκυριαρχία υπό τον
τρόμο του σταλινικού καθεστώτος. Αντί για την εξορία, επέλεξε να
παραμείνει στη χώρα της ώστε να καταμαρτυρήσει όλες τις αθλιότητες που
έγιναν τότε. Όταν συνελήφθη ο γιος της, Λεβ, το 1938, η Αχμάτοβα έκαψε
όλα τα ποιήματά της αφού πρώτα τα είχε απομνημονεύσει, κι έκτοτε τα
συγκρατούσε στη μνήμη της, απαγγέλλοντάς τα μόνο σε ιδιωτικές
συναντήσεις σε σπίτια φίλων απολύτου εμπιστοσύνης. Η ποίησή της
απαγορεύτηκε, εκείνη κατηγορήθηκε για προδοσία και εξορίστηκε. Με λίγα
λόγια, και σε εκείνην επιβλήθηκε σιωπή.
Ακόμη όμως
και στον 21ο αιώνα, ποιήτριες εξακολουθούν να καταδιώκονται λόγω της
συγγραφής στίχων που εναντιώνονται σε κατεστημένες κοινωνικές αξίες. Στο
Αφγανιστάν, για παράδειγμα, η ποίηση στη γλώσσα Πάστο είναι εκείνη που
αποτελούσε για γενεές ένα επαναστατικό μέσο για τις γυναίκες. Τα
«λαντάι» –«μικρό δηλητηριώδες φίδι» όπως μεταφράζεται από τη γλώσσα
πάστο που είναι και επίσημη γλώσσα του κράτους–, είναι δημοφιλή δίστιχα,
τα οποία συχνά καταγγέλλουν τους υποχρεωτικούς γάμους με καυστικό
χιούμορ. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα 15 εκατομμύρια γυναίκες στο
Αφγανιστάν, μόνο το 5% ολοκληρώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ τα ¾
παντρεύονται με υποχρεωτικό γάμο πριν τα 16. Η χρήση βίας εκεί είναι
κάτι το συνηθισμένο. Και να φανταστεί κανείς πως κάποιοι εξακολουθούν να
διερωτώνται ως προς τη χρησιμότητα της «Κραυγής» μας.
Το 2005, η
25χρονη τότε ποιήτρια Νάντια Αντζουμάν, εξέχουσα προσωπικότητα με διεθνή
αναγνώριση, κατέληξε κατόπιν ξυλοδαρμού από το σύζυγό της με μοναδική
αιτία την έκδοση ενός ποιητικού βιβλίου της. Το μόνο που απομένει τώρα
από εκείνην είναι μερικά ποιήματα, η ανάμνηση και αγανάκτηση.
Η λογοτεχνία στο Αφγανιστάν
Λέγεται ότι η
μεγαλύτερη λογοτεχνική λέσχη για γυναίκες στο Αφγανιστάν ονομάζεται
Μιρμάν Μπαέ (Mirman Bahee) και βρίσκεται στην Καμπούλ. Οι γυναίκες έχουν
το δικαίωμα να συμμετέχουν, ωστόσο στην περιφέρεια γύρω στα 300 μέλη
αναγκάζονται να κρατούν τη συμμετοχή τους μυστική. Τέτοιες ομάδες
υπήρχαν ανέκαθεν, αλλά με την αυγή του καθεστώτος των Ταλιμπάν
οδηγήθηκαν στην ανωνυμία. Το 1996, γυναίκες συγγραφείς, μέλη του
Λογοτεχνικού Κύκλου του Πανεπιστημίου της Εράτ, ίδρυσαν μια πολιτιστική
οργάνωση με την ονομασία «Σχολή Ραπτικής ‘Χρυσό Βελόνι’». Με την πρόφαση
ότι συγκεντρώνονται για να ράψουν, οι γυναίκες συζητούν, γράφουν και
διαβάζουν λογοτεχνία, η οποία συχνά καυτηριάζει τις διακρίσεις που οι
ίδιες υφίστανται στο περιβάλλον τους. Τα νέα ήθη και η κοινή λογική τις
οδηγούν στη μυστική συγγραφή ποίησης ως μόνου τρόπου έκφρασης.
Όμως και το Αφγανιστάν διαθέτει ποιήτριες που πέρασαν στην ιστορία, όπως την αγωνίστρια Μαλαλάι, η οποία απέκτησε φήμη μαχόμενη εναντίον των βρετανικών στρατευμάτων τη δεκαετία του 1880 και ήταν από τους πρώτους που έγραψαν ποίηση στα σύγχρονα περσικά. Πλέον έχει ανυψωθεί στις σφαίρες του μύθου και σε αυτήν οφείλει το όνομά της η κάτοχος του Βραβείου Νομπέλ για την Ειρήνη, Μαλάλα Γιουσαφζάι, η Πακιστανή ακτιβίστρια που δέχτηκε δολοφονική επίθεση από τους Ταλιμπάν σε ηλικία 14 ετών και κατόρθωσε να επιβιώσει εξόριστη από την πατρίδα της. Είναι η Μαλάλα που ονειρεύεται να γίνει μια μέρα γιατρός και ποιήτρια. Η ίδια Μαλάλα που εξακολουθεί να αγωνίζεται από την εξορία για το δικαίωμα των κοριτσιών στην πατρίδα της για μόρφωση.
Η περίπτωση της ποιήτριας Λίου Σια
Πολύ συχνά, ο
αγώνας για τα δικαιώματα των γυναικών και η πολιτική ιδεολογία
συνιστούν τα κύρια αίτια καταδίωξης των ποιητριών. Ανάλογη είναι η
περίπτωση της Λίου Σιά, ιδρυτικού μέλους του Ανεξάρτητου PEN Club της
Κίνας. Η Λίου Σια καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Πεκίνο από
το 2010, όταν στο σύζυγό της, συγγραφέα και ακτιβιστή Δρ. Λίου Σιαόμπο,
απενεμήθη το Βραβείο Νομπέλ για την Ειρήνη για τη δράση του υπέρ της
κατάργησης του Κομμουνιστικού Κόμματος ως μόνου κόμματος και ο οποίος
συνελήφθη με την κατηγορία της «υπονομευτικής δραστηριότητας εναντίον
του Κράτους». Σύμφωνα με πληροφορίες, η ποιήτρια Λίου Σια υποφέρει από
οξεία κατάθλιψη και η υγεία της βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω των
περιοριστικών όρων που της έχει επιβάλλει η κυβέρνηση ως μέσο πίεσης του
συζύγου της, δίχως να υπάρχει εναντίον της ίδιας οποιαδήποτε κατηγορία.
Πρέπει να τιμωρείται η σύζυγος για τις πράξεις του συζύγου; Αυτή η
περίπτωση συνιστά άλλο ένα παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί
μια ποιήτρια να δεχτεί πίεση, μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.
Υπάρχει μια
λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ικανοποίηση από την έκφραση μιας
ποιητικής ιδέας που υποστηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και καταγγέλλει
τις αυθαιρεσίες και τη βία, και εκείνην που πηγάζει από την πλήρη
αναρχία όσων καταχρώνται την εξουσία.
Η περίπτωση της Σαν Σαν Νέε
Η Σαν Σαν
Νέε, σημαντική συγγραφέας της Βιρμανίας και μία από τις πρώτες γυναίκες
που έλαβαν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος ως δημοσιογράφοι εκεί,
φυλακίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς της Βιρμανίας μεταξύ 1994 και
2001 για τις «απόπειρές της εναντίον της κυβέρνησης». Από το 1974, η
πολυγραφότατη Νέε έχει εκδώσει σειρά μυθιστορημάτων, περισσότερα από 500
διηγήματα και γύρω στα 100 ποιήματα, γεγονός που δεν εμπόδισε τη
σύλληψή της για τη «δημοσίευση πληροφοριών πολέμιων του Κράτους». Το
2001 τιμήθηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Δημοσιογράφων με το «Χρυσό
φτερό» για την ελευθερία. Ποια ελευθερία όμως;
Αναλογιζόμενος
κανείς αυτές τις περιπτώσεις, δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί τι είναι
αυτό που κάνει άτομα εξουσίας να αισθάνονται επαπειλούμενα από τους
ποιητές και τις ποιήτριες. Να πρόκειται για το ότι κάθε καταπιεστικό και
ολοκληρωτικό καθεστώς μάς βρίσκει αντίθετους ή για το ότι οι γυναίκες
χρησιμοποιούμε την ποίηση για να πούμε την αλήθεια για όσα βλέπουμε και
υποφέρουμε; Το δίχως άλλο, η έκφραση της αλήθειας –ως καταγγελία της
καταπάτησης δικαιωμάτων, της βίας, των υποχρεωτικών γάμων, κάθε είδους
αδικίας απέναντι στις γυναίκες– συνιστά συχνά θέμα δυσάρεστο κι
ακανθώδες για πολλούς. Από την άλλη όμως, η έκφραση της αλήθειας
ποιητικώ τω τρόπω διαχωρίζει την κατάσταση που βιώνουμε από τη
μυθοπλασία, συμβάλλει στην κατανόηση της κοινωνίας απέναντι σε
δυσάρεστες συνθήκες που πολλοί προτιμούν να αποκρύπτουν και βοηθά στην
καταπολέμηση προκαταλήψεων και διακρίσεων, με τις οποίες ερχόμαστε
αντιμέτωπες κατά τρόπο ευθύ ή –ακόμη χειρότερα– συγκεκαλυμμένο.
——————–
Η «Κραυγή
γυναικών» ήρθε να υπενθυμίσει ότι η ποίηση μπορεί να αποτελέσει εκείνο
το είδος τέχνης, με το οποίο η κοινωνία μπορεί να εκπαιδευτεί έτσι, ώστε
να καταπολεμηθούν οι διάφορες μορφές βίας και καταπίεσης των γυναικών
και να διατηρηθούν όσα κατακτήσαμε με πολλή δουλειά, πόνο, αίμα και
θυσίες.
Στο Νέο
Δελχί της Ινδίας στις 3 Μαρτίου του 2015 μια ομάδα ανδρών κακοποίησε μια
γυναίκα και δήλωσε ευθαρσώς στον Τύπο πως το θύμα πήγαινε γυρεύοντας
αφού βγήκε από το σπίτι βράδυ, φορούσε –κατά τη γνώμη τους– προκλητικά
ρούχα και τόλμησε να φέρει αντίσταση, αντί να αποδεχτεί παθητικά την
τύχη της και να υποταχτεί. Όταν η ίδια η κοινωνία και η κοινή πρακτική
ορίζει ότι οι γυναίκες είναι εκ γενετής κατώτερα όντα ή όταν φαινόμενα
παρόμοια με το παραπάνω λαμβάνουν χώρα καθημερινά, δεν συνιστά έκπληξη
το γεγονός ότι τέτοιες πρακτικές θα διαιωνίζονται, υπό το πρόσχημα
κάποτε του συνετισμού των γυναικών ή της παροχής ενός μαθήματος ηθικής
σε αυτές.
Ένας από
τους στόχους του κινήματος «Κραυγή γυναικών» μέσα από τις διάφορες
εκφάνσεις του είναι η αλλαγή νοοτροπίας εκείνων που κατά κάποιο τρόπο
θεωρούν πως η βία κατά των γυναικών είναι κάτι λογικό κι αποδεκτό, αντί
ν’ αντιμετωπίζεται ως έγκλημα και ως κακό που πρέπει να εξαλείφεται από
τη ρίζα του. Δημιουργήσαμε ένα κίνημα ευαισθητοποίησης της κοινής
γνώμης, ένα μέσο αφύπνισης αντρών, γυναικών και παιδιών/κοριτσιών ως
προς τους κινδύνους που ελλοχεύουν, καθώς και τις διαστάσεις και
διάφορες εκφάνσεις του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών, από το
οποίο καμία γυναίκα και κανένα κορίτσι δεν μπορεί να θεωρήσει ότι
εξαιρείται.
Με την
ετήσια διοργάνωση του φεστιβάλ αποσκοπούμε στην ανάδειξη διαφορετικών
κάθε χρόνο και περιλάλητων περιπτώσεων άσκησης βίας κατά των γυναικών σε
διάφορα σημεία του κόσμου, ώστε να γίνει ορατή η αθέατη πλευρά μιας
πραγματικότητας που όλες οι γυναίκες –λίγο ώς πολύ– βιώνουμε. Θεωρούμε
ότι η ανεπαρκής γνώση ως προς τα πολιτισμικά πιστεύω αφήνει περιθώριο
για τη διαιώνιση της βίας κατά των γυναικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλές
γυναίκες για παράδειγμα αγνοούν τους παρόντες και παρελθοντικούς αγώνες
άλλων γυναικών για την επίτευξη και διατήρηση της κοινωνικής θέσης της
γυναίκας, την οποία απολαμβάνουμε. Γι’ αυτό μέσω της ένταξης και της
συμμετοχής μας σε ευρύτερα προγράμματα πολιτισμού έχουμε κατορθώσει να
συμπεριλάβουμε στην κοινωνική μας αποστολή πολυάριθμους οργανισμούς και
καλλιτέχνες (γυναίκες και άντρες) ανά τον κόσμο, προσφέροντας μια
διαφορετική οπτική και νέο περιεχόμενο στη διαμαρτυρία κατά της βίας
προς τις γυναίκες, η οποία έχει αυξηθεί σε ανησυχητικό βαθμό τα
τελευταία χρόνια, παρά τις πολυάριθμες σχετικές προσπάθειες κι
εκστρατείες. Πεποίθησή μας είναι πως η πρόληψη συνιστά την καλύτερη
αντιμετώπιση και πως η στοχευμένη προσπάθεια για τη διάσωση της
αυτοεκτίμησης της γυναίκας μπορεί να σπείρει μέσα της σπόρους που θα
ριζώσουν και θα βλαστήσουν, ώστε η καταγγελία της βίας να μη μένει χωρίς
αντίκτυπο.
Κάτι τέτοιο
μπορεί να είναι ευκολότερο στα λόγια παρά στα έργα. Παρ’ όλα αυτά,
αρθρώνοντας κανείς μια κραυγή από μελάνι κατά της βίας, βρίσκει,
γράφοντας, τη δική του φωνή. Αυτό προσφέρει η ποίηση στις γυναίκες που
συμμετέχουν στο κίνημά μας: μια πλατφόρμα όπου μπορούν να εκφράζουν τα
συναισθήματά τους για θέματα που για άλλους δεν παρουσιάζουν το
παραμικρό ενδιαφέρον. Πεποίθησή μας είναι ακόμη ότι οι μεγάλες αλλαγές
είναι εφικτές μόνο με τη συμμετοχή όλων, γι’ αυτό και οφείλουμε να
είμαστε ενωμένοι, πέρα από εγωισμούς και μικρότητες, χάριν του κοινού
συμφέροντος.
Πρεσβεύουμε
ότι δεν υφίσταται ο ένας, ‘σωστός’ κι ενδεδειγμένος, τρόπος να περάσουμε
το μήνυμά μας. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που συμμετέχουν στον αγώνα μας,
αλλά χρειάζεται ακόμη περισσότερη δουλειά προκειμένου να φτάσουμε στις
πιο ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Η κοινωνία, αναμφίβολα, είναι έτοιμη
και διατεθειμένη να μας ακούσει. Ισχύει πως «ό, τι ισχύει για τον έναν
ίσως να μην ισχύει για τον άλλο», ωστόσο είναι πολλές οι γυναίκες που
καταφεύγουν στην ποίηση κατορθώνοντας μέσω αυτής να ξορκίσουν τους
δαίμονές τους. Τη χρησιμοποιούν μάλιστα ως ‘θεραπευτικό μέσο’, το οποίο,
καθώς το μοιράζονται με άλλες γυναίκες, συμβάλλει στη δημιουργία ενός
συλλογικού οργάνου, όπου ο τρόμος δεν έχει πλέον καμιά θέση. Έτσι
αναβλύζει η Κραυγή, ατόφια και ειλικρινής, από τα ίδια τα σωθικά μας.
Πάντα
υπάρχει περιθώριο βελτίωσης και διεύρυνσης του διαλόγου ως προς την
καταλληλότητα κι αποτελεσματικότητα των διαφόρων μέσων προς επίτευξη της
μη-βίας. Η «Κραυγή γυναικών» είναι απαραίτητη ως τόπος διεξαγωγής αυτού
του διαλόγου, αυτού του τόσο απαραίτητου διαλόγου. Εκ των πραγμάτων
έχει περισσότερο νόημα να διακηρύττει κανείς τη δική του προσωπική
εμπειρία απευθυνόμενος σε συγκεκριμένο κοινό που γίνεται αποδέκτης του
μηνύματος της αλλαγής, παρά να διαχέει ένα μήνυμα άνευ περιεχομένου και
δίχως συναίσθηση ενός σκοπού. Είναι ακριβώς αυτό το θάρρος που
απαιτείται από τις γυναίκες που τολμούν να διηγηθούν σε ένα ποίημα την
εμπειρία τους, εκείνο που κάνει τις γυναίκες που τις ακούν να
αναλογιστούν τα δικά τους βιώματα. Αυτού του είδους την αλλαγή έχουμε
ανάγκη: μια αλλαγή που πορεύεται μέσα σε όλους και όλες, φτάνοντας εν
τέλει στις γυναίκες στις οποίες απευθύνουμε το μήνυμά μας. Πρόκειται για
γυναίκες που αγαπούν τον εαυτό τους και κατ’ επέκταση τους γύρω τους,
γυναίκες δυνατές και λιγότερο διαχειρίσιμες. Αυτός ο τρόπος έχει
αποδειχτεί αποτελεσματικότερος στην περίπτωση της «Κραυγής γυναικών».
Η ποίηση
εκτείνεται πέραν του ακτιβισμού. Η ποίηση μπορεί να εισχωρήσει στη
συνείδηση των ανθρώπων και να μιλήσει στο συναίσθημα, επιτυγχάνοντας
έτσι σπουδαία πράγματα. Παρά την καταπίεση που κάποτε υφιστάμεθα εμείς
οι ποιητές και οι ποιήτριες, οφείλουμε να έχουμε συναίσθηση του
γεγονότος ότι δεν πρόκειται να μας αποδοθεί δικαιοσύνη όσο μια γυναίκα
που υφίσταται ενδοοικογενειακή βία, ένα κορίτσι που κακοποιείται από
άτομο του οικογενειακού του κύκλου ή μια φοιτήτρια που έχει υποστεί
βιασμό δεν κατορθώνουν να ανοίξουν το στόμα, να ορθώσουν το ανάστημα και
την κραυγή τους και σταματήσουν μια για πάντα να ζουν στη σιωπή.
*Ομιλία της Γιαέλ Ουρίμπε, επικεφαλής του
διεθνούς κινήματος και του Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης και Τεχνών «Κραυγή
γυναικών» («Grito de Mujer») στον Πολιτιστικό Σύλλογο της Μαδρίτης
(Ateneo), Μάρτιος 2016.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη, εκπρόσωπος του κινήματος στην Ελλάδα και υπεύθυνη της ελληνικής διοργάνωσης του φεστιβάλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου