27/3/12
















«Τι έρωτας του τάφου…»
«Μήδεια»
Ευριπίδη
Φεστιβάλ Επιδαύρου
Ιούλιος 2011

«Δεν είσαι γυναίκα εσύ, είσαι θηρίο ανήμερο, Σκύλα». Οι υβριστικοί αυτοί χαρακτηρισμοί δια στόματος Ιάσονα, με πηγή τους τον αστείρευτο πόνο της πολλαπλής απώλειας κι αποδέκτη τους τη Μήδεια, αποκτούν στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη βαθύτερο νόημα, δίνοντας στο θεατή την αφορμή να αναλογιστεί όντως, ενώπιον τι είδους πλάσματος βρίσκεται. Πρόκειται για έλλογο –στα όρια του παραλογισμού– άνθρωπο, για πλάσμα καθοδηγούμενο απ’ το ένστικτο και τα πάθη ή για υπερκόσμια δύναμη; Το έργο, αντί ν’ απαντήσει, θέτει το παραπάνω ερώτημα, παρουσιάζοντας έναν κόσμο όπου επικρατεί το σκοτάδι.

«Θα νυχτώσει και θα ’ναι για πάντα νύχτα»: Όχι, τα λόγια αυτά δε συνιστούν δυσοίωνη προφητεία της Κασσάνδρας, μα ενόραση της Μήδειας για τα μελλούμενα, τις πράξεις της που θα επιφέρουν το απόλυτο σκοτάδι∙ απόλυτο, όπως ο έρωτάς της για τον Ιάσονα, αλλά και το μίσος της γι’ αυτόν. «Ζήστε τη νύχτα που δε χαράζει»: αυτήν την αιώνια νύχτα θα ζήσουν η κόρη του Κρέοντα και νέα σύζυγος του Ιάσονα, αυτήν κι ο Κρέοντας ο ίδιος, αυτήν και τα δυο παιδιά, καρπός του γάμου της Μήδειας με τον Ιάσονα∙ την ίδια ατέρμονη νύχτα, αν και ζωντανοί, θα βιώσουν και οι δυο αυτοί οι τελευταίοι. Τόσες νύχτες, όλες δια χειρός της μίας, προδομένης κι εγκαταλειμμένης από σύζυγο, ελπίδα κι αντοχή, Μήδειας, αυτής της μορφής για την οποία τα αδύνατα γίνονται δυνατά, ο φόνος των ίδιων των παιδιών της θυσία ύψιστη και μέσο εκδίκησης. 

Αναλύσεις του έργου γίνονταν και θα γίνονται ανά τους αιώνες, καθώς ολοένα και κάποιο, μέχρι πρότινος παραγνωρισμένο, στοιχείο του έργου έρχεται στο φως, ενώ ολοένα και καινούργιες ερμηνείες φιλοτεχνούνται, ανάλογα με τις εκάστοτε αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι, όπως επίσης και το ότι η «Μήδεια» μαζί με τον «Οιδίποδα Τύραννο» συνιστούν τις δυο δημοφιλέστερες τραγωδίες από τις απαρχές του είδους. Ποιοι όμως οι λόγοι αυτού του πάθους με το έργο, αυτής της αναπόφευκτης παράλυσης εμπρός στην απόλυτη μορφή της Μήδειας; Μήπως ο τρόμος για το καταστροφικό μέγεθος της παιδοκτονίας από μια μητέρα; Μήπως η απορία (με την πρωταρχική σημασία της έννοιας) για την ίδια την ανθρώπινη φύση και τις δυνατότητές της; Μήπως μια προσπάθεια εξιλέωσης απέναντι στην υπέρτατη δύναμη της ιδιόβουλης Μοίρας, της οποίας όργανο γίνεται το χέρι της Μήδειας; Όπως και να ’χει, ο άνθρωπος πάντα γοητεύεται απ’ τη Μήδεια και το σκοτάδι που την περιβάλλει, ίσως γιατί εν τέλει αναγνωρίζει σ’ αυτήν κάτι απ’ τον εαυτό του και τον δικό του τρομερό κόσμο.

 

Η σκηνοθετική άποψη του Αντύπα, η μεταφραστική προσέγγιση του Χειμωνά και η ερμηνευτική εμπειρία των ηθοποιών υπόσχονταν τον Ιούλιο του 2011 μια παράσταση ανάλογη του βάρους που φέρει η συγκεκριμένη τραγωδία, ιδίως μετά το πλήθος πρόσφατων δοκιμών απόδοσης που κατέληγαν από απαράδεκτες έως γελοίες. Όντως, ο Αντύπας δεν απογοήτευσε. Με μια αφαιρετική σκηνοθεσία, όπου το προβάδισμα δίνεται στο ίδιο το έργο και τις ερμηνείες, έμεινε πιστός στο νόημα –στο ζητούμενο– του έργου. Αρμονική η έναρξη της παράστασης με τους προσκυνητές και το σχήμα του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», αν και θα έπρεπε να γίνει πιο ξεκάθαρο σκηνοθετικά. Ευφυές το συχνό τράβηγμα και τέντωμα του πανωφοριού της Μήδειας, ένα νοητό σκίσιμο εις ένδειξιν κι αποτύπωσιν της απόγνωσης  και της εσωτερικής της πάλης, καθώς και η οριστική έκδυσή του στη σκηνή όπου η Μήδεια εκδύεται κάθε συναισθήματος και οίκτου κι ετοιμάζεται για το φοβερό φόνο. Μάλλον όχι τυχαία και η «τοποθέτηση» της πρωταγωνίστριας σε ψηλά υποδήματα, θυμίζοντας την αρχαία πρακτική των κοθόρνων. Ωστόσο, η παρουσία των ηθοποιών στη σκηνή καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ήταν περιττή στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς προσέδιδε έναν τόνο ζεστασιάς και οικειότητας. Πόσο πιο τραγική θα ήταν μια Μήδεια μόνη στην ορχήστρα, εφόσον η απομόνωσή της στο έργο είναι δεδομένη; Το αυτό αποτέλεσμα είχε και η εξαιρετική μουσική της Καραΐνδρου, φροντίζοντας μεν για τον πιο μελωδικό χορό που έχουμε ακούσει ποτέ, απαλύνοντας δε την ένταση και το συναισθηματικό βάρος του έργου. 

Τα σκηνικά του Πάτσα ήταν επιτυχημένα μες στην λιτότητά τους, καθώς η ξύλινη κατασκευή στο πίσω κεντρικό μέρος της ορχήστρας είχε ρόλο πολλαπλό. Αφενός αναπαριστούσε την πρύμνη της Αργούς, συνδέοντας και οπτικά την υπόθεση της τραγωδίας με ό, τι έχει προηγηθεί στο μύθο. Αφετέρου, σε ένα δεύτερο επίπεδο, συνιστούσε το «αναθηματικό γλυπτό» στον ιερό χώρο όπου προσέρχονταν οι προσκυνητές-ηθοποιοί κατά το εναρκτήριο σκηνοθετικό τέχνασμα. Τέλος, ιδωμένο απ’ το πλάι, με μορφή να θυμίζει πουλί κυκλαδικής τεχνοτροπίας, το σκηνικό γινόταν σύμβολο ελευθερίας και οιωνός της ανάληψης της Μήδειας στους ουρανούς. Έξυπνη επίσης η αλλαγή χρώματος της φωτεινής οριζόντιας δέσμης από μπλε σε κόκκινο για την οπτική απόδοση της αιματηρής σκηνής.

Όσο για τη Μουτούση στον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι απαιτήσεις ήταν υψηλές. Η ίδια είχε ήδη ερμηνεύσει μια φορά στη θεατρική της νεότητα το ρόλο της Μήδειας και πρόσφατα επεσήμανε –ορθώς– ότι «το ιδανικό (ως Μήδεια) θα ήταν να κάνεις το θεατή να δει τον ίδιο τον πόνο να περπατάει, κι όχι τον άνθρωπο που πονάει». Οι προσδοκίες ωστόσο έμειναν μετέωρες∙ το κοινό εισέπραξε την απουσία της παραπάνω περιγραφής, την έλλειψη δηλαδή βάθους του βιώματος. Παρακολούθησε μια ερμηνεία που παρέμεινε ερμηνεία, με τη ρηχή αμφιταλάντευση μεταξύ μητρικής αγάπης κι εκδικητικής μανίας, με την επιδερμική ανακοίνωση της φοβερής φράσης πόσο μάλλον για μάνα «θα τα σκοτώσω» και την απουσία, επιπλέον, οποιασδήποτε παύσης ή στοιχείου δισταγμού. Με μια φωνή να σπάει, όχι από το συναισθηματικό φόρτο, αλλά από αδυναμία για μια βιωμένη κραυγή πόνου, η πρωταγωνίστρια παρέσυρε το κοινό στο γοργό κι επιφανειακό πέρασμα της σχεδόν ανύπαρκτης κορύφωσης του δράματος.

Ο Λεμπεσόπουλος επανήλθε με τον ιδιότυπο τρόπο ερμηνείας του∙ έναν τρόπο ενιαίο κι απαράλλακτο, είτε πρόκειται για τον Κρέοντα στη «Μήδεια», είτε για τον Ζαν στη «Δεσποινίδα Τζούλια». Η αδυναμία του να εμβαθύνει και να εκλεπτύνει τον εκάστοτε ρόλο κάνει τους ρόλους που υποδύεται να μοιάζουν μ’ ένα –ίδιο πάντοτε– προσωπείο που τίθεται ανεξαιρέτως περίστασης και παραμένει ξένο προς αυτήν. Ευχάριστη έκπληξη της παράστασης ήταν η ερμηνεία του Λούλη, ο οποίος, αν και έχει ερμηνεύσει πολλάκις το ρόλο του ωραίου και γοητευτικού νέου ή εραστή, εδώ το έπραξε με επιτυχία. Έδωσε έναν Ιάσονα χωρίς υπερβολές ούτε και ελλείμματα, αντιθέτως όπως πρέπει, συγκινώντας το κοινό ως ο χαμένος της ιστορίας κι άτεκνος πλέον πατέρας. Ο χορός εμφανίστηκε κάπως ασύντακτος κι ασυγχρόνιστος, ωστόσο η Καλλιμάνη ως κορυφαία ξεχώρισε με τον ιδιαίτερο τρόπο της.

Η «Μήδεια» του Αντύπα, θεατρικό γεγονός του καλοκαιριού, μαγνήτισε 14.500 θεατές στις δύο μέρες των παραστάσεων στην Επίδαυρο. Παρά κάποιες αδυναμίες, υπήρξε παράσταση αξιοπρεπής. Έτσι, άξιζε τον κόπο το προσκύνημα, αν όχι στην Ακραία Ήρα, τουλάχιστον στο ιερό χώμα της Αρχαίας Επιδαύρου.



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 26.07.2011


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 8 (Νοέμβριος 2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια: