27/5/12

Ως πότε παλικάρια...

















Για πόσο θα περιμένουμε τον…Γκοντό;


«Περιμένοντας τον Γκοντό»
Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»
Νοέμβριος 2011



 
Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη μεταφορά ενός κλασικού έργου της παγκόσμιας λογοτεχνίας στη σκηνή, όταν πρόκειται για ένα έργο-σταθμό στον κόσμο του θεάτρου, το οποίο μάλιστα έχει «φορεθεί» σκηνοθετικά τόσο πολύ, η πρόκληση είναι μεγάλη (ή και μικρή, αναλόγως του ζητούμενου) και η πρωτοτυπία δύσκολη –ίσως όμως και αχρείαστη. 

«Πάντα βρίσκουμε κάτι για να πείσουμε τον εαυτό μας ότι υπάρχουμε.» «—Δε νομίζεις ότι άλλαξαν πολύ; —Πιθανόν. Μόνον εμείς δεν αλλάζουμε ποτέ.» «—Πες το κι ας μην αληθεύει. —Τι να πω δηλαδή; —Πες: Είμαι ικανοποιημένος.» «—Δεν έχουμε δικαιώματα πια;…Τα χάσαμε; — Τα εκχωρήσαμε.» (Αληθινό κι επίκαιρο.) «Έτσι είναι ο άνθρωπος: του φταίει το πόδι του και βρίζει το παπούτσι.» «Μια ωραία πρωία ξύπνησα, τυφλός σαν την τύχη.» «Μα σταματήστε, επιτέλους, να με τρελαίνετε με τον αναθεματισμένο το χρόνο. …Όλο πότε, πότε. Κάποια μέρα. Δεν σας αρκεί;» «Κοιμόμουν, ενώ οι άλλοι υπέφεραν; Μήπως κοιμάμαι και τούτην εδώ τη στιγμή;» «Κι εμένα με κοιτάζει κάποιος άλλος, και για ’μένα λέει: κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, αφήστε τον να κοιμάται.»* Πρόκειται για την απαράμιλλη, απαραγνώριστη φωνή του Μπέκετ. Πόσο ν’ ακούγεται άραγε στην Αθήνα του 2011;

Το συγκεκριμένο έργο, εφόσον δεν επιλεγεί η «πιστή» -κατά σημείον και σημαινόμενον- σκηνοθετική απόδοση, επιτρέπει πλήθος παραστατικών αποκλίσεων κι αποχρώσεων. Ο σκηνοθέτης και σκηνογράφος της παράστασης, Κωστής Καπελώνης, διάλεξε τη δεύτερη οδό, παρεμβαίνοντας, «πειράζοντας», τόσο τη σκηνική απόδοση του έργου, όσο και το ίδιο το κείμενο (συνυπογράφοντας τη μετάφραση). Ναι μεν πρόκειται για ξεκάθαρη σκηνοθετική ερμηνεία και θέση, πάντως όμως για ερμηνεία. Το αποτέλεσμα, μια σκηνοθεσία όπου επικρατεί το κωμικό στοιχείο: Στη θέση της αποστασιοποίησης του θεατή από τους Εστραγκόν και Βλαντιμίρ (ευφυές το τέχνασμα με το διάφανο παραπέτασμα γι’ αυτόν τον σκοπό, όχι όμως επαρκές), η συμπάθεια απέναντι σε δύο αφελείς τύπους. Αντί για τη δυσάρεστη και πληκτική αναμονή τους και το ανάλογο φορτικό αίσθημα, κωμικά επεισόδια κι ευχάριστη ατμόσφαιρα ή τουλάχιστον κλίμα περιέργειας. Στη θέση ενός αδυσώπητου κι ενοχλητικού Πότζο, ένας γοητευτικός Αμερικανός σερίφης –θαρρείς– εν αποστρατεία. Χρώματα, αντί για ουσιαστικώς γυμνά σκηνικά, ξένα προς οποιονδήποτε χωρόχρονο. Γρήγοροι διάλογοι, αντί για χωνεμένους διαλόγους και μονολόγους που θα έδιναν στο κείμενο τις σωστές του διαστάσεις. Έτσι όμως, ο γκροτέσκος «στοχασμός» του Λάκυ μένει ξένος κι ανένταχτος στο σώμα του έργου, προκαλώντας περισσότερο περιέργεια, παρά φρίκη κι αποστροφή.

 
Στον κωμικό χαρακτήρα της σκηνοθεσίας συμβάλλει ιδιαίτερα και η μεταφραστική πρόταση των Χούλια και Καπελώνη. Για μια ακόμη φορά ο θεατής γίνεται μάρτυρας ενός φαινομένου που αποκτά ανησυχητικές  πλέον διαστάσεις στη χώρα μας: των αναίτιων ξενισμών στην ελληνική μετάφραση ξενόγλωσσων θεατρικών (κι όχι μόνο) κειμένων. Οι μεταφραστές δεν αρκέστηκαν μάλιστα στη χρήση της αγγλικής, αλλά, προφανώς απευθυνόμενοι αποκλειστικά σ’ ένα πολύγλωσσο κι υψηλού μορφωτικού επιπέδου και status κοινό, ενσωμάτωσαν λέξεις απ’ την ιταλική  και τη γαλλική (να ξεχνάμε καμία;). Πόσο πιο chic είναι ένας Πότζο που αντί για ένα απλό «αντίο» ή έστω “adieu” του πρωτοτύπου αποχαιρετά ταυτόχρονα με ένα “bye bye”, ένα “adieu” και δίνει το πρόσταγμα στον Λάκυ “Uno, due, uno due...”! Γιατί, ο διάλογος Βλαντιμίρ-αγοριού στ’ αγγλικά; Βεβαίως, θα έχουν να αντιτάξουν ένα σωρό επιχειρήματα, κυρίως ότι αποσκοπούσαν στην επίτευξη μιας πιο χιουμοριστικής απόδοσης που θα ταίριαζε με την όλη σκηνοθετική σύλληψη κι αντίληψη του έργου. Η απάντησή μας διπλή: αφενός διαθέτει και η ελληνική γλώσσα τα κατάλληλα κι αναγκαία μέσα, αφετέρου υφίστανται και τα ανάλογα υποκριτικά μέσα (κυρίως απ’ τις συγκεκριμένες ηθοποιούς). Ας μην κρυβόμαστε λοιπόν πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Κάποιος λόγος υπάρχει που Άγγλοι και Γερμανοί μεταφραστές του έργου «αρκέστηκαν» στα όρια της γλώσσας τους. 

Όπως μόλις υπονοήθηκε, αν κάτι «σώζει» την παράσταση και την καθιστά αξιο-θέατη, είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών. Ακολούθησαν σκηνοθετικές οδηγίες (για τις οποίες δεν φέρουν ευθύνη) και τις ακολούθησαν καλά. Για την παράσταση επιλέχτηκαν αποκλειστικά γυναίκες ηθοποιοί, γεγονός που κεντρίζει το ενδιαφέρον κι οδηγεί σ’ ένα αποτέλεσμα που δεν ξενίζει και δίχως ψεύτικες προσποιήσεις. Λαμπρή η Χατούπη στο ρόλο του Βλαντιμίρ, με εκπληκτική άνεση και φυσικότητα στην έκφραση του προσώπου. Αγνώριστη η θηλυκή Πιστιόλα σε μια άρτια μεταμόρφωση –εσωτερική, εξού και δύσκολη– σε «βαρύ αρσενικό», με ανάλογο χειρισμό φωνής και κίνησης. Ικανοποιητική η Γέρου, αποδίδοντας, με εξίσου απολαυστική έφραση προσώπου, την αφέλεια του Εστραγκόν με την αθωότητα νηπίου. Η Αλικάκη, στο ρόλο του Λάκυ, στάθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων. 


 Στο ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου –όπως και άλλων– του Μπέκετ, ελλοχεύει ο κίνδυνος της «εύκολης λύσης», της προσαρμογής του στα αισθητικά κριτήρια και χαρακτηρολογικά στοιχεία του σύγχρονου κοινού. Αυτό συνέβη και με την παράσταση στο Θέατρο Τέχνης, όπου το grotesque γίνεται burlesque (κάποιοι θα μας καταλάβουν). Παρουσιάζεται μια light εκδοχή, η οποία απορροφά τα στοχαστικά και φιλοσοφικά στοιχεία του έργου. Αρκετά όμως με τα light σε αυτήν τη χώρα, ώρα για επιστροφή σε βαθειές, διαχρονικές αξίες: όπως η υποκριτική αξία των ηθοποιών του έργου.



*Σε μετάφραση της γράφουσας   


Έλενα Σταγκουράκη,
Αθήνα, 13.11.2011


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 9, Ιανουάριος 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: