6/9/12

Ο Περικλής στο Εθνικό...
















“Much ado”…


«Περικλής»
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Εθνικό Θέατρο

Ιανουάριος 2012


«Ποιος ήμουν ξέμαθα και δεν θυμάμαι,/ ποιος είμαι η στέρηση μού το μαθαίνει»: Τα λόγια αυτά του Περικλή, του πρωταγωνιστή του ομότιτλου σαιξπηρικού έργου, καθρεφτίζουν αφενός τη σημερινή πραγματικότητα, υπόσχονται αφετέρου μια, με το τίμημα της στέρησης αποκτημένη, αυτογνωσία. Αν και ταυτόχρονα συνιστούν προμετωπίδα στο εμπροσθόφυλλο του προγράμματος της παράστασης, η ίδια η παράσταση δίνει στο θεατή την εντύπωση ότι το σημερινό θέατρο είναι μάλλον ανεπίδεκτο μαθήσεως!

Χρονολογούμενος το 1608, και παρότι φέρει αποκλειστικά το όνομα του Σαίξπηρ ως δημιουργού του, ο «Περικλής» συνετέθη από κοινού με το συγγραφέα Τζωρτζ Ουίλκινς. Είναι δε εμπνευσμένος και βασισμένος σ’ ένα αρχαίο –κατά πάσα πιθανότητα ελληνικό– μυθιστόρημα του 2ου αι. μ.Χ., το οποίο όμως δε σώζεται. Αυτό που σήμερα διαθέτουμε είναι μια εκδοχή του στα λατινικά, χρονολογούμενη τρεις με τέσσερις αιώνες αργότερα. Το θέμα, οι περιπέτειες του «Απολλωνίου της Τύρου». Όπως στα πρώιμα εκείνα κείμενα, έτσι και στον «Περικλή» του 1600 περιγράφονται οι περιπέτειες ενός βασιλιά, ο αποχωρισμός του από σύζυγο και κόρη, η αναζήτηση, και η ανέλπιδη επανασύνδεσή τους, αφού προηγουμένως έχουν θεωρήσει αλλήλους νεκρούς και για πάντα χαμένους. Μια υπόθεση, λοιπόν, με έκβαση ευχάριστη, αποτέλεσμα –εν πολλοίς– της καρτερικότητας κι υπομονής αφενός, της δύναμης κι επιμονής αφετέρου, του βασικού χαρακτήρα του έργου, του Περικλή. Στα χαρακτηριστικά μάλιστα αυτά αποδίδουν πολλοί ερευνητές την επιλογή του συγκεκριμένου ονόματος για τον τίτλο. 

Παρόμοια καρτερικότητα κι υπομονή καλούνται να επιδείξουν οι θεατές της παράστασης του Εθνικού, ενώ παρόμοια επιμονή στην υπερβολή και την παρεκτροπή αποδεικνύει το σημερινό θέατρο, μέσω της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας. Στο κάτα τ’ άλλα εύστοχο κείμενό του, στο πρόγραμμα των παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου για τη χρονιά 2011-2012, ο διευθυντής του και σκηνοθέτης της παράστασης, Γιάννης Χουβαρδάς, αναφέρει ως επιδίωξή του την «αναβάπτιση στις ρίζες και μια αναδημιουργία της παράδοσης»∙ ταυτόχρονα, καλεί συνεργάτες και θεατές «να ξαναβρούμε μαζί (στο θέατρο) τη χαμένη μας αξιοπρέπεια». Ορθές οι παρατηρήσεις, όμως πώς θα επιτευχθούν όλα αυτά; Με τη διακωμώδηση και την άνευ όρων και ορίων υπερβολή; Στο ίδιο κείμενο ο Χουβαρδάς κάνει επίσης λόγο για το «σεβασμό του Σαίξπηρ για τον αρχαίο μας πολιτισμό». Πώς αποτυπώνεται αυτό στην παράσταση; Μ’ έναν Περικλή που απευθύνεται στη θεά Άρτεμη, ωσάν να επρόκειτο για συνάντηση –στην καλύτερη περίπτωση– παλιών συμμαθητών; 

Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι είναι αρκετά τα στοιχεία που παραπέμπουν σε μια ουσιαστική σκηνοθετική αντίληψη του έργου. Τέτοια στοιχεία είναι το απρόσκοπτο πέρασμα από τη μια σκηνή του έργου στην επόμενη με τη συνεπαγόμενη συγχρονική αλλαγή ρόλων και κοστουμιών των ηθοποιών επί σκηνής, η ανυπαρξία σκηνικών, ο τρόπος έναρξης και λήξης της παράστασης και η καταληκτική «περίληψη» του έργου, με τους ηθοποιούς να συνιστούν ορατούς σταθμούς της ανελέητης περιπλάνησης του Περικλή. 

Δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης σκηνοθετικής ματιάς απορροφώνται και χάνονται σ’ έναν κυκεώνα πλείστων υπερβολικών και παράταιρων τεχνασμάτων που αντί να προσθέτουν στο έργο, το διακωμωδούν και το υπονομεύουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το επαναλαμβανόμενο παιδικό τραγούδι «Μια ωραία πεταλούδα», το «Πιστεύω» της παράστασης. Πιο ταιριαστό στην περίπτωση θα ήταν το «Δεν περνάς κυρά Μαρί(ν)α»... Άλλο παράδειγμα, οι ιπποτικοί αγώνες που θ’ αναδείκνυαν τον μέλλοντα γαμπρό του Σιμωνίδη. Στην παράσταση αποδίδονται με αραβικό τραγούδι, το οποίο οι ηθοποιοί ερμηνεύουν οκλαδόν. Θαυμάζει μεν κανείς τη δεξιοτεχνία των ηθοποιών, όμως ούτε η υπεροχή του Περικλή έναντι των άλλων υποψηφίων προκύπτει έτσι, ούτε υπηρετείται κάποιος σκοπός λειτουργικός στην παράσταση. Αντιθέτως, το κοινό αποπροσανατολίζεται. Ο βασιλιάς Σιμωνίδης παρουσιάζεται ως άξεστος τραμπούκος που πιθηκίζει, ενώ η κόρη του, Θαΐσα, ως αφελής κι ανόητη κυρούλα, γεγονός που υποτιμά εκείνην, υπονομεύει τον ίδιο τον Περικλή για την επιλογή του και προκαλεί απορία με τη μεταμόρφωσή της αργότερα σ’ ευσεβή ιέρεια της Άρτεμης. Ύστερα, τα μυστικιστικά «ωμ»; Για πότε βρίσκεται κανείς στις Ινδίες, ούτε που το καταλαβαίνει τη σήμερον ημέρα... 

Οι ηθοποιοί λαμπροί στην ερμηνεία πολλαπλών ρόλων. Ακόμη και σ’ ένα έργο χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, κλήθηκαν να δώσουν πολλά. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει –αλφαβητικά– στους Βογιατζή, Γλάστρα, Κοτανίδη, Μαυροματάκη και Χατζησάββα. Ο Λούλης μένει ακόμη να μας πείσει για το υποκριτικό δυναμικό του. Όπως και να ’χει, με λύπη βλέπουμε να κατασπαταλούνται οι ερμηνευτικές ικανότητες και δυνατότητες τέτοιων ηθοποιών. 

Ο «Περικλής» ανέβηκε στη σκηνή του Εθνικού σ’ ένα κλίμα συνεχών αστεϊσμών και με διάθεση χιουμοριστική, κατάλληλη για κωμωδία. Βέβαια, τη στιγμή που σήμερα δράματα μετατρέπονται σε κωμωδίες και ο θεατής συναντά ακόμη και σε τραγωδίες στοιχεία κωμικά, ίσως να μην πρέπει πια να μας παραξενεύει αυτό. Αναζητήσαμε τουλάχιστον τον υποσχόμενο «έξοχο συνδυασμό του δραματικού με το κωμικό στοιχείο». Ανύπαρκτος! Να τον εντόπισε κανείς; Πάντως όχι εμείς, και, σίγουρα, ούτε οι κελαρυστά γελώσες κυρίες των διπλανών καθισμάτων.

Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 08.01.2012



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη"

Δεν υπάρχουν σχόλια: