27/2/13
25/2/13
Μια γεύση από Τζιοκόντα Μπέλι, στο επόμενο τεύχος του "Δέντρου"...
Gioconda Belli
Κι ο Θεός μ’ έπλασε γυναίκα...
Κι ο Θεός μ’ έπλασε γυναίκα,
με μαλλιά μακριά,
μάτια,
μύτη και στόμα θηλυκά.
Με καμπύλες
και πτυχώσεις
και κοιλώματα απαλά
ορύσσοντάς με εντός,
κάνοντάς με εργοτάξιο ανθρωπίνων όντων.
Περίτεχνα έπλεξε τα νεύρα μου
κι ισορρόπησε με προσοχή
των ορμονών μου το πλήθος.
Το αίμα μου παρασκεύασε
και με τούτο με κέντρισε,
το κορμί μου ολόκληρο
με αίμα να γεμίσει —
έτσι γεννηθήκαν οι ιδέες,
τα όνειρα,
το ένστικτο.
Όλα όσα απαλά δημιούργησε,
λαξεύοντάς τα με πνοές,
σκαλίζοντάς τα με αγάπη,
αυτά τα χίλια κι ένα πράγματα που με κάνουν γυναίκα όλες τις μέρες,
που για χάρη τους ξυπνάω υπερήφανη
όλα τα πρωινά
κι ευλογώ το φύλο μου.
Μετάφραση από την ισπανική: Έλενα Σταγκουράκη
*********************************
Y Dios me hizo mujer...
Y Dios me hizo mujer,
de pelo largo,
ojos,
nariz y boca de mujer.
Con curvas
y pliegues
y suaves hondonadas
y me cavó por dentro,
me hizo un taller de seres humanos.
Tejió delicadamente mis nervios
y balanceó con cuidado
el número de mis hormonas.
Compuso mi sangre
y me inyectó con ella
para que irrigara
todo mi cuerpo;
nacieron así las ideas,
los sueños,
el instinto.
Todo lo que creó suavemente
a martillazos de soplidos
y taladrazos de amor,
las mil y una cosas que me hacen mujer todos los días
por las que me levanto orgullosa
todas las mañanas
y bendigo mi sexo.
16/2/13
3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης "Γυναικεία Κραυγή"
Δελτίο Τύπου
Η Εταιρεία Συγγραφέων και το περιοδικό Poeticanet
συμμετέχουν στο 3o Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης «Γυναικεία Κραυγή», το οποίο
εκτυλίσσεται ταυτόχρονα σε 30 χώρες παγκοσμίως με θέμα τη βία κατά των
γυναικών. Με το ξεκίνημά του στη Δομινικανή Δημοκρατία, το ομώνυμο κίνημα
επεκτάθηκε σ’ ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και τον κόσμο. Η ελληνική εκδήλωση
θα πραγματοποιηθεί στις 13 Μαρτίου στο Ινστιτούτο Θερβάντες.
Το θέμα της βίας στην Ελλάδα παρουσιάζουν η ψυχολόγος Μαρία
Κεφαλοπούλου και η κοινωνική λειτουργός Γεωργία Μπούρη του Τμήματος Ισότητας
του Δήμου Αθηναίων.
Η μεταφράστρια Έλενα Σταγκουράκη παρουσιάζει το κίνημα και
την κατάσταση στη Λατινική Αμερική, απαγγέλοντας ποίηση διαμαρτυρίας από
Λατινοαμερικάνες ποιήτριες του κινήματος.
Τέλος, ποιήτριες νεότερων γενεών αναδεικνύουν με τις φωνές
τους ποίηση από Ελληνίδες ποίητριες του εικοστού αιώνα, πάνω σε ζητήματα
γυναικείας ταυτότητας και καλλιτεχνικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Την
οργάνωση της βραδυάς έχουν αναλάβει οι ποιήτριες Κατερίνα Ηλιοπούλου και Γιάννα
Μπούκοβα και η μεταφράστρια Έλενα Σταγκουράκη.
Τετάρτη 13 Μαρτίου, ώρα 19.00 μ.μ.
αμφιθέατρο Ινστιτούτου Θερβάντες,
Μητροπόλεως 23
13/2/13
Si se calla el cantor, calla la vida...
Τραγουδούν: Mercedes Sosa, Horacio Guaraní
Horacio Guaraní
Horacio Guaraní
Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...
Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει,
γιατί η ζωή είναι η ίδια ένα ποίημα.
Αν πάψει ο ποιητής, γίνεται θύμα
η ελπίδα, η χαρά και το καράβι.
Αν πάψει ο ποιητής, μένουν μονάχα
και μόνα τα πουλιά της καλημέρας.
Οι εργάτες στο λιμάνι λεν' ποιος τάχα,
ποιος θα το βγάλει το ψωμί της μέρας.
(Μιλητά:)
«Τι ν’ απογίνει η ζωή αν όντως
ο ποιητής δεν βγαίνει πια στο βήμα
για τον βασανισμένο και για ’κείνον
που αναίτια τον φορτώνουνε με κρίμα.»
Αν πάψει ο ποιητής, πάει και το ρόδο.
Τι να το κάνεις δίχως να ’χεις ποίημα;
Το ποίημα πρέπει, φως πάνω απ’ το κύμα,
να φέγγει πάνω στων θνητών το δρόμο.
Να μη σωπάσει ο ποιητής∙ αν πάψει,
καλύπτει τον φρικτό που υποδουλώνει.
Δεν ξέρουνε αυτοί που υποκύπτουν
πως το έγκλημα τους ποιητές δεν φιμώνει.
καλύπτει τον φρικτό που υποδουλώνει.
Δεν ξέρουνε αυτοί που υποκύπτουν
πως το έγκλημα τους ποιητές δεν φιμώνει.
(Μιλητά:)
«Να σηκωθούν τα λάβαρα πια όλα
καθώς ο ποιητής κραυγή θα υψώνει.
Χιλιάδες να ματώσουνε κιθάρες
σ’ αιώνιο ποίημα που δεν θα τελειώνει.»
Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...
Μετάφραση απ' την ισπανική: Έλενα Σταγκουράκη
********************************
Si se calla el cantor calla la vida...
Si se calla el cantor calla la vida
porque la vida misma es todo un canto,
si se calla el cantor muere de espanto
la esperanza, la luz y la alegría.
Si se calla el cantor se quedan solos
los humildes gorriones de los diarios,
los obreros del puerto se persignan,
quién habrá de luchar por sus salarios.
Qué ha de ser de la vida si el que canta,
no levanta su voz en las tribunas,
por el que sufre, por el que no hay ninguna razón
que lo condene a andar sin manta.
Si se calla el cantor muere la rosa,
de qué sirve la rosa sin el canto,
debe el canto ser luz sobre los campos,
iluminando siempre a los de abajo.
Que no calle el cantor porque el silencio,
cobarde apaña la maldad que oprime,
no saben los cantores de agachadas,
no callarán jamás de frente al crimen.
Que se levanten todas las banderas,
cuando el cantor se plante con su grito,
que mil guitarras desangren en la noche,
una inmortal canción al infinito.
Si se calla el cantor...calla la vida...
Μετάφραση απ' την ισπανική: Έλενα Σταγκουράκη
********************************
Si se calla el cantor calla la vida...
Si se calla el cantor calla la vida
porque la vida misma es todo un canto,
si se calla el cantor muere de espanto
la esperanza, la luz y la alegría.
Si se calla el cantor se quedan solos
los humildes gorriones de los diarios,
los obreros del puerto se persignan,
quién habrá de luchar por sus salarios.
Qué ha de ser de la vida si el que canta,
no levanta su voz en las tribunas,
por el que sufre, por el que no hay ninguna razón
que lo condene a andar sin manta.
Si se calla el cantor muere la rosa,
de qué sirve la rosa sin el canto,
debe el canto ser luz sobre los campos,
iluminando siempre a los de abajo.
Que no calle el cantor porque el silencio,
cobarde apaña la maldad que oprime,
no saben los cantores de agachadas,
no callarán jamás de frente al crimen.
Que se levanten todas las banderas,
cuando el cantor se plante con su grito,
que mil guitarras desangren en la noche,
una inmortal canción al infinito.
Si se calla el cantor...calla la vida...
10/2/13
Στα φιορδ της κουρτίνας...
Ἀλέξιος Μάινας
Paradise Lost
Ο
1994 ΗΜΟΥΝ δεκαοχτὼ ἐτῶν, ἕνας νεοθρὶξ μικροαστὸς Ἀδὰμ στὸ
ἄνθος ὅλης μου τῆς ἀσάφειας, καὶ ἤμουν ὁ τελευταῖος ἀπ’ τὴν
παρέα μου ποὺ χόρεψε blues. Ἦταν στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου, τοῦ
Τάκη, σὲ μιὰ πολυκατοικία – ἀπὸ τὸ μπαλκόνι τοῦ πέμπτου
ὀρόφου φαινόταν στὸ βάθος ὁ Ὑμηττός, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἦταν ἡ
πόλη ὡς ἀόρατο μυθολογικὸ μουρμούρισμα.
Τὰ ἀγόρια φορούσαμε ὅλα
χοντροὺς κοκάλινους σκελετοὺς ποὺ ξανάγιναν τῆς μόδας μετὰ
ἀπὸ δεκαεπτὰ χρόνια, καὶ εἴχαμε κάνει πηγαδάκι πάνω στὸν
φαρδὺ ὑποκίτρινο καναπὲ μὲ τὴ γλιστερὴ δερμάτινη
ἐπιφάνεια καὶ τὶς ἐταζέρες γιὰ τὰ κοκτέιλ, ψιθυρίζοντας καὶ
διαπραγματευόμενοι μὲ ποιὰ γειτόνισσα τοῦ Τάκη θὰ
χορέψουμε. Οἱ ὄμορφες καθόντουσαν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς
ζωῆς, σὲ μιὰ γούβα φωτὸς τοῦ τριπλοῦ πορτατὶφ καί, ἂν καὶ
χαχάνιζαν ἐμφανῶς ζωντανὲς καὶ θερμόαιμες, ἦταν γιὰ μᾶς
συμπαγεῖς κι ἀπροσπέλαστες σὰν κέρινα ὁμοιώματα. Τὸ μόνο
ποὺ μᾶς συνέδεε ἦταν τὸ παρκέ.
Ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὶς
ἐμφανεῖς δυσκολίες τοῦ νὰ μὴν εἶσαι πιὰ παιδὶ βγῆκα στὸ
μπαλκόνι νὰ καπνίσω. Ἤμουν μόνος κι ἔκανε κρύο. Τὸ τσιγάρο
δὲν ἦταν ἀκόμα μιὰ δικαιολογία γιὰ συζητήσεις καὶ
γνωριμίες ὅπως ἡ βόλτα μὲ τὸ σκύλο, ἦταν ἕνα εἶδος
στοιχήματος ἢ ἀπόδειξης, μιὰ πράξη πίστης σὲ κάτι ποὺ δὲν
πιστεύαμε ὅπως ἀργότερα ὁ στρατός. Πίσω ἀπ’ τὸν πλαϊνὸ
τοῖχο τῆς βεράντας μπροστὰ στὴν κουζίνα, ἂν ἔσκυβες πάνω ἀπὸ
τὴν ἁπλώστρα, φαινόταν ἕνα τρίγωνο Ἀθήνας σὰν νεκροταφεῖο
μὲ πολύχρωμα φωτάκια καὶ τὴ φιμωμένη μεμψιμοιρία τῶν
νεκρῶν. Ἔνιωθα συνδεδεμένος μὲ τὸν ἀχὸ τῆς πόλης ὅπως μὲ
ὀμφάλιο λῶρο. Ἡ Κυψέλη τῶν πρώτων ἐτῶν δὲ φαινόταν μέσα στοὺς
ἀστερισμοὺς ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο, οὔτε ἡ ἄλλη κυψέλη στὴ σκιὰ
τοῦ Λυκαβηττοῦ, ὅπου μεγάλωσα μέσα στὰ κορναρίσματα. Ἀργὰ
τὸ βράδυ ὅταν ἔσβηνα τὸ φῶς μποροῦσα νὰ φανταστῶ τὶς ἀνάσες
τῶν μυριάδων κοιμώμενων νὰ ἀνεβαίνουν ψηλὰ στὴν ἀτμόσφαιρα
σὰ λωρίδες ριζόχαρτο. Δὲ γνώριζα σχεδὸν κανέναν. Τὴ νύχτα
ἔβλεπα συχνὰ φανάρια, οἱ διασταυρώσεις τοῦ ὕπνου μου ἦταν
γεμάτες γυμνοὺς μὲ σακάκια.
Κάποια στιγμὴ ἦρθε ἀπὸ πίσω
μου ἡ Τάνι (μὲ γιώτα), μιὰ νορβηγίδα πρασινομάτα Μπρυνχίλντε
ποὺ ὁ Τάκης γνώριζε ἀπὸ μιὰ ἄλλη, καλοκαιρινὴ
πολυκατοικία στὸ Φάληρο. Ἤθελε νὰ χορέψουμε, μοῦ ἔκανε τὴν
ἀνέλπιστη πρόταση εὐθύβολα καὶ νορβηγικά, ἀλλὰ τῆς εἶπα
ὄχι, γιατί ἤξερα ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγκαλιαστοῦμε πάνω ἀπ’
τὴν ἤδη ἐπιτακτικὴ ἀνατομία μου. Παρόλα αὐτὰ μὲ πλησίασε,
ἄφοβα σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν σεισμοὶ στὸν πέμπτο, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε
ἡ Κραυγὴ τοῦ Munch, μοῦ πῆρε μὲ μιὰ ἁπλὴ κίνηση τὸ τσιγάρο
ἀπ’ τὸ στόμα, ἔκανε μιὰ τζούρα, τὸ πέταξε στὸ σκοτάδι χωρὶς νὰ
ρωτήσει, τύλιξε τοὺς βραχίονες σὲ πράσινο φόρεμα ἀργὰ-ἀργὰ
κάτω ἀπὸ τὸ μαλλί μου σὰν πύθωνες γύρω ἀπ’ τὸ σβέρκο μου, καὶ
σφράγισε μιὰ γιὰ πάντα μ’ ἕνα ἁπλὸ γητευτικὸ λίκνισμα τῶν
γοφῶν, μ’ ἕνα τρίλεπτο blues πάνω στὴ στύση μου, κάτω ἀπὸ τὸν
μπλὲ ἀπόηχο τοῦ “Without you” πίσω ἀπ’ τὰ τζάμια τοῦ
σαλονιοῦ καὶ τὴ μακρινὴ γαργάρα τῆς πόλης, τί θὰ πεῖ ὑπεροχή.
Καὶ ὑπέροχη θηλυκότητα.
Τὰ τρία λεπτὰ πέρασαν. Ἡ
Mariah σώπασε πίσω ἀπ’ τὸ τζάμι. Ἡ Τάνι τράβηξε τὴ
συρόμενη καὶ χάθηκε στὰ φιὸρδ τῆς κουρτίνας. Ἡ πόλη ἔμεινε
ἔξω.
Πρώτη δημοσίευση: Ιστορίες Μπονζάι
7/2/13
Σ' ένα τοπίο σαστισμένο που γέρνει στο τουρκομπαρόκ...
Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της
ή τα δαγκώνει στο λαιμό,
πριν όμως με κατασπαράξει
εγώ στο στόμα της θα μπω.
Για να ξορκίσω ό,τι φοβάμαι
και ν’ αγαπήσω ό,τι μισώ
στο βουητό των συνθημάτων
εγώ θα σύρω τον χορό.
Βυζάκια έξω λοιπόν,
γοργόνα τέτοιων καιρών,
στο χάος που μας ενώνει.
Ρωτώ και ξαναρωτώ
αυτόν τον λογαριασμό
στο τέλος ποιος τον πληρώνει.
Σ’ ένα τοπίο σαστισμένο
που γέρνει στο τουρκομπαρόκ,
το στυλ μωρό μου είναι χαμένο,
τι κι αν εσύ δηλώνεις ροκ.
Καθένας λέει ό,τι θέλει
και βέβαια κάνει ό,τι μπορεί,
και αν πληρώσει και τα τέλη
μπορεί ακόμα και να πει:
Βυζάκια έξω λοιπόν,
γοργόνα τέτοιων καιρών,
στο χάος που μας ενώνει.
Ρωτώ και ξαναρωτώ
αυτόν τον λογαριασμό
στο τέλος ποιος τον πληρώνει.
Με χάρη πείσμα και μανία
και δίχως δίχτυ στο κενό,
άμα χαθεί η ισορροπία
να πέσω και να το χαρώ.
Να ξεχρεώσω για εδώ κάτω
που είναι το τίμημα σκληρό.
Στης τρέλας μου το πάνω κάτω
άλλα θα χάσω, άλλα θα βρω.
Βυζάκια έξω λοιπόν
γοργόνα τέτοιων καιρών,
η βάρκα δίχως τιμόνι.
Δεν είναι για διακοπές,
είναι ένα σήμα S.O.S.
στο χάος που μας ενώνει.
4/2/13
Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι...
«Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι»
Μια συνομιλία του Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη
Μια συνομιλία του Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη
Ε.Σ.: Κύριε Αλεξάκη, στη «Λάμψη» μας αυτοσυστήνεστε: «Ορέστης», λέτε, «μα στη λέξη» να μη σταθούμε. Αντιθέτως, να δούμε «τη νύχτα του χιονιού» και «του αγριμιού το μάταιο κλάμα». Η ποίησή σας, λοιπόν, νύχτα χιονισμένη και μάταιο κλάμα;
Ο.Α.: Έτσι φαίνεται. Το εξομολογείται η ίδια. Κι απ’ όσο ξέρω, είναι ειλικρινής. Αλλά εδώ θα πρέπει ίσως να γίνει μια διευκρίνιση. Η ποίηση περιγράφει την εσωτερική μας πραγματικότητα. Που δεν συμπίπτει ωστόσο πάντοτε με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Γιατί αυτή, η δεύτερη, δέχεται επιρροές και παρεμβάσεις που αλλοιώνουν συχνά την πρωταρχική της εικόνα. Παρεμβάσεις από διάφορους παράγοντες, κυρίως από την ίδια την «κοινωνικότητά» της, που καταναγκάζει συχνά τον άνθρωπο σε ποικίλες «προσαρμογές» –διάβαζε συμβιβασμούς– αλλά και εκπτώσεις κάποτε. Η ποίηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτήν την εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και να διασώσει, διατρυπώντας επιχωματώσεις που έχει μοιραία δεχθεί η «κατά συνθήκην» ζωή μας.
(ολόκληρη η συνέντευξη στο "Κουκούτσι", τεύχος 7)
1/2/13
Προορισμός η Ιθάκη ή το ταξίδι;
Προορισμός η Ιθάκη ή το ταξίδι;
«Οδύσσεια»
Εθνικό Θέατρο
Οκτώβριος 2012
Αναμφίβολα, το ότι ο Ρόμπερτ Γουίλσον σκηνοθετεί
παράσταση στην Ελλάδα συνιστά θεατρικό γεγονός, όχι λόγω ξενολατρείας, μα
επειδή πρόκειται παραδεδειγμένα για έναν απ’ τους σημαντικότερους σύγχρονους
σκηνοθέτες και εικαστικούς καλλιτέχνες παγκοσμίως. Σίγουρα, ακριβώς λόγω όλων
αυτών, οι προσδοκίες του κοινού δεν μπορεί παρά να είναι υψηλές. Και προφανώς
το εγχείρημα παράστασης της Οδύσσειας, ειδικά μπροστά σε ελληνικό κοινό, είναι
στοίχημα που μένει να κερδηθεί. Πού συναντιούνται όλ’ αυτά, πόσα επιτρέπονται
και πόσα μπορούν να συγχωρεθούν; Έφτασε ο Οδυσσέας του Γουίλσον στην Ιθάκη;
Το κείμενο, γραμμένο από τον Σάιμον Άρμιτατζ, είναι
διασκευή του ομηρικού έπους του 8ου αι. π.Χ., ομολογουμένως μια διασκευή που
σέβεται κι ακολουθεί το πρωτότυπο, με μόνο στόχο τη δραματουργική
λειτουργικότητα και τη διευκόλυνση της αναπαράστασης.
Όσο για τη σκηνοθετική απόδοση του έργου, το κοινό
δεν θα μπορούσε να περιμένει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι συνιστά τη σφραγίδα
αυτού του σκηνοθέτη. Ο Γουίλσον διαθέτει πολύ συγκεκριμένη αισθητική άποψη και
εικαστική έκφραση, με αποτέλεσμα το απαραγνώριστο ύφος των σκηνοθεσιών του.
Αυτή είναι η καθόλου ασήμαντη συνεισφορά του στη σύγχρονη σκηνοθεσία, όπου με
βάση το παλιό και το ήδη παραδεδομένο, προχωράει στο καινούργιο. Έτσι, στις
παραστάσεις του συναντιούνται, και συνυπάρχουν αρμονικά, στοιχεία από τον βουβό
κινηματογράφο, την παντομίμα, το ιαπωνικό θέατρο (η επιλογή Ιαπωνέζας σχεδιάστριας
για το κοστούμια μόνο τυχαία δεν είναι), τα μουσικά κουτιά και τις κουρδιστές
κούκλες. Ζητούμενο για το σκηνοθέτη είναι ο συνδυασμός μιας ψυχρής, σπαστής
κίνησης με μια ζεστή φωνή και μια συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία. Σε κάθε
παράστασή του, δημιουργεί εικόνες που αποτελούν αυτοτελή έργα τέχνης, με μεγάλο
βαθμό εικαστικότητας κι αισθητικής τέρψης (προϋπόθεση, ενδεχομένως, κάποτε
αναγκαία για το Μεγάλο θέατρο, ομολογουμένως όμως όχι επαρκής). Ο Γουίλσον
βασίζεται στην αισθητική της απόλυτης λιτότητας και των αυστηρών γεωμετρικών
γραμμών, παρακάμπτωντας ωστόσο με μαεστρία το σκόπελο της «μοντερνιάς» και της
«πρωτοτυπίας για την πρωτοτυπία»∙ έτσι, γίνεται όχι μόνο πρωτότυπος, μα και
μοναδικός.
Κι εδώ έρχεται το ερώτημα πώς ταιριάζουν όλ’ αυτά
και μια μάλλον ελιτίστικη (με θετικό πρόσημο στην έννοια) σκηνοθετική
προσέγγιση μ’ ένα κλασικό έργο της αρχαιότητας. Η απάντηση βρίσκεται στον
προσδιορισμό του ζητουμένου, του επιδιωκόμενου στόχου. Θεωρώντας ο Γουίλσον
προφανώς αφελή μια ενδεχόμενη προσπάθεια μίμησης του εξαιρετικού μεγέθους και
βάθους του ομηρικού έργου, θέτει ως στόχο του την αφήγηση μιας ιστορίας, την
εξιστόρηση μιας περιπέτειας, πράγμα που κατορθώνει με επιτυχία. Η Οδύσσειά του
είναι ένα παραμύθι, άρρηκτα μάλιστα συνδεδεμένο με την σκηνοθετική του ματιά,
χωρίς την οποία ίσως κατέληγε και σε παρωδία του ομηρικού πρωτοτύπου. Αν
εξαιρέσει κανείς την κάπως χαοτική έναρξη της παράστασης (στην οποία θέλησε να
ενσωματώσει και την κυκλική αφήγηση), την αχρείαστη επανάληψη σε κάποιες
ατάκες, την υπερβολική κάποτε αβρότητα κι ελαφράδα (γιατί να εμφανίζεται ο
Οδυσσέας με μωρουδιακή πάνα;) και τις αδικαιολόγητες φωνές π.χ. σ’ ένα μέρος
της στιχομυθίας Καλυψούς-Οδυσσέα, ο Γουίλσον έδωσε μια καλή παράσταση. Στο
πρώτο μέρος πλατείασε κάπως, και το υπερβολικό παιχνίδι με τα φώτα και τους
ήχους ενόχλησε το κοινό, ενώ το δεύτερο μέρος έρεε αρμονικότερα με μια πιο
σφιχτή αφήγηση. Οι δύο τελευταίες ενστάσεις αφορούν αφενός το ρόλο της Αθηνάς
που η υστερική ερμηνεία του θα ταίριαζε το πολύ σε μια Αφροδίτη, αφετέρου το
ρόλο του Πανκ κοριτσιού που, ακόμη κι αν χρησιμοποιείται ως γέφυρα, συνιστά
μάλλον κακόγουστη νότα.
Πρωταγωνίστρια της παράστασης η Ναυπλιώτου. Είτε ως
Καλυψώ είτε ως Κίρκη είτε ως Πηνελόπη υπήρξε χαριέστατη, ενσαρκώνοντας τη
Γυναίκα και ο θεατής ανυπομονούσε να τη βλέπει επί σκηνής. Πρόκειται για
σημαντικό σταθμό στην καριέρα της, σε μια πορεία συνεχούς εξέλιξης. Παρόλο που
κλείνουμε τ’ αφτιά σε συγκρίσεις και προφητείες, δεν μπορούμε παρά ν'
αναγνωρίσουμε τη δυναμική της ν' αποτελέσει συνεχίστρια της παράδοσης μιας
Κονιόρδου και μιας Παππά, εφόσον αντισταθεί κι η ίδια σε Σειρήνες. Η Κονιόρδου,
ως Αντίκλεια, Ευρύκλεια κι Αρήτη, παραμένει στο ύψος της. Αν και δεν μας έχει
συνηθίσει σε ρόλους εύθυμους, απολαμβάνουμε το σκέρτσο και τη γλύκα της ως
Ευρύκλεια, αλλά και το ανάστημά της, ως άλλη Καρυάτιδα, στο ρόλο της Αρήτης.
Πρωταγωνιστής κι ο Μυλωνάς, ηθοποιός με υψηλή υποκριτική ποιότητα, όποιον ρόλο
κι αν υποδύεται, κι όχι μόνο σε ρόλους κωμικούς. Ως Εύμαιος ήταν… Αντιθέτως,
από τον Οδυσσέα του Ζαλμά έλειπε η ένταση, το βιωμένο παίξιμο, αυτό το μάτι που
γυαλίζει και θ’ απέδιδε έναν Οδυσσέα πολυμήχανο. Άξιοι μνείας εξίσου ο Άκης
Σακελλαρίου και ο Κοσμάς Φουντούκης.
Έκπληξη και μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης, οι
υπέροχες μουσικές συνθέσεις του Θοδωρή Οικονόμου και η εντυπωσιακή εκτέλεσή
τους από τον ίδιο ζωντανά (ο Γουίλσον κατά κανόνα επιδιώκει τη συνοδεία κάθε
παράστασης από ζωντανή μουσική). Συγκαταλέγεται κι ο ίδιος στους πρωταγωνιστές
της παραγωγής. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε κάποια τεχνική δυσκολία στο συντονισμό
των ήχων και των φώτων με την κίνηση των ηθοποιών, πράγμα που θα έχρηζε
βελτίωσης.
Απ’ την πρώτη στιγμή της παράστασης διαπιστώσαμε εκ
νέου πως η πρώτη ύλη του θεάτρου, οι ηθοποιοί που έχουμε στην Ελλάδα, είναι
τέτοιας ποιότητας που με σωστή καθοδήγηση και τα ανάλογα τεχνικά μέσα φτιάχνουν
παραστάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αυτές μεγάλων σκηνών της
Ευρώπης. Ας μην τους «σπαταλούμε» λοιπόν σε αμφίβολες σκηνοθεσίες. Όσο γι’
αυτήν του Γουίλσον και το τελικό αποτέλεσμα; Ένα φαντασμαγορικό παραμύθι, υψηλής
αισθητικής. C’ est bien.
Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 03.11.2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)