Προορισμός η Ιθάκη ή το ταξίδι;
«Οδύσσεια»
Εθνικό Θέατρο
Οκτώβριος 2012
Αναμφίβολα, το ότι ο Ρόμπερτ Γουίλσον σκηνοθετεί
παράσταση στην Ελλάδα συνιστά θεατρικό γεγονός, όχι λόγω ξενολατρείας, μα
επειδή πρόκειται παραδεδειγμένα για έναν απ’ τους σημαντικότερους σύγχρονους
σκηνοθέτες και εικαστικούς καλλιτέχνες παγκοσμίως. Σίγουρα, ακριβώς λόγω όλων
αυτών, οι προσδοκίες του κοινού δεν μπορεί παρά να είναι υψηλές. Και προφανώς
το εγχείρημα παράστασης της Οδύσσειας, ειδικά μπροστά σε ελληνικό κοινό, είναι
στοίχημα που μένει να κερδηθεί. Πού συναντιούνται όλ’ αυτά, πόσα επιτρέπονται
και πόσα μπορούν να συγχωρεθούν; Έφτασε ο Οδυσσέας του Γουίλσον στην Ιθάκη;
Το κείμενο, γραμμένο από τον Σάιμον Άρμιτατζ, είναι
διασκευή του ομηρικού έπους του 8ου αι. π.Χ., ομολογουμένως μια διασκευή που
σέβεται κι ακολουθεί το πρωτότυπο, με μόνο στόχο τη δραματουργική
λειτουργικότητα και τη διευκόλυνση της αναπαράστασης.

Κι εδώ έρχεται το ερώτημα πώς ταιριάζουν όλ’ αυτά
και μια μάλλον ελιτίστικη (με θετικό πρόσημο στην έννοια) σκηνοθετική
προσέγγιση μ’ ένα κλασικό έργο της αρχαιότητας. Η απάντηση βρίσκεται στον
προσδιορισμό του ζητουμένου, του επιδιωκόμενου στόχου. Θεωρώντας ο Γουίλσον
προφανώς αφελή μια ενδεχόμενη προσπάθεια μίμησης του εξαιρετικού μεγέθους και
βάθους του ομηρικού έργου, θέτει ως στόχο του την αφήγηση μιας ιστορίας, την
εξιστόρηση μιας περιπέτειας, πράγμα που κατορθώνει με επιτυχία. Η Οδύσσειά του
είναι ένα παραμύθι, άρρηκτα μάλιστα συνδεδεμένο με την σκηνοθετική του ματιά,
χωρίς την οποία ίσως κατέληγε και σε παρωδία του ομηρικού πρωτοτύπου. Αν
εξαιρέσει κανείς την κάπως χαοτική έναρξη της παράστασης (στην οποία θέλησε να
ενσωματώσει και την κυκλική αφήγηση), την αχρείαστη επανάληψη σε κάποιες
ατάκες, την υπερβολική κάποτε αβρότητα κι ελαφράδα (γιατί να εμφανίζεται ο
Οδυσσέας με μωρουδιακή πάνα;) και τις αδικαιολόγητες φωνές π.χ. σ’ ένα μέρος
της στιχομυθίας Καλυψούς-Οδυσσέα, ο Γουίλσον έδωσε μια καλή παράσταση. Στο
πρώτο μέρος πλατείασε κάπως, και το υπερβολικό παιχνίδι με τα φώτα και τους
ήχους ενόχλησε το κοινό, ενώ το δεύτερο μέρος έρεε αρμονικότερα με μια πιο
σφιχτή αφήγηση. Οι δύο τελευταίες ενστάσεις αφορούν αφενός το ρόλο της Αθηνάς
που η υστερική ερμηνεία του θα ταίριαζε το πολύ σε μια Αφροδίτη, αφετέρου το
ρόλο του Πανκ κοριτσιού που, ακόμη κι αν χρησιμοποιείται ως γέφυρα, συνιστά
μάλλον κακόγουστη νότα.

Έκπληξη και μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης, οι
υπέροχες μουσικές συνθέσεις του Θοδωρή Οικονόμου και η εντυπωσιακή εκτέλεσή
τους από τον ίδιο ζωντανά (ο Γουίλσον κατά κανόνα επιδιώκει τη συνοδεία κάθε
παράστασης από ζωντανή μουσική). Συγκαταλέγεται κι ο ίδιος στους πρωταγωνιστές
της παραγωγής. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε κάποια τεχνική δυσκολία στο συντονισμό
των ήχων και των φώτων με την κίνηση των ηθοποιών, πράγμα που θα έχρηζε
βελτίωσης.
Απ’ την πρώτη στιγμή της παράστασης διαπιστώσαμε εκ
νέου πως η πρώτη ύλη του θεάτρου, οι ηθοποιοί που έχουμε στην Ελλάδα, είναι
τέτοιας ποιότητας που με σωστή καθοδήγηση και τα ανάλογα τεχνικά μέσα φτιάχνουν
παραστάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αυτές μεγάλων σκηνών της
Ευρώπης. Ας μην τους «σπαταλούμε» λοιπόν σε αμφίβολες σκηνοθεσίες. Όσο γι’
αυτήν του Γουίλσον και το τελικό αποτέλεσμα; Ένα φαντασμαγορικό παραμύθι, υψηλής
αισθητικής. C’ est bien.
Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 03.11.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου