Ἀλέξιος Μάινας
Paradise Lost
Ο
1994 ΗΜΟΥΝ δεκαοχτὼ ἐτῶν, ἕνας νεοθρὶξ μικροαστὸς Ἀδὰμ στὸ
ἄνθος ὅλης μου τῆς ἀσάφειας, καὶ ἤμουν ὁ τελευταῖος ἀπ’ τὴν
παρέα μου ποὺ χόρεψε blues. Ἦταν στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου, τοῦ
Τάκη, σὲ μιὰ πολυκατοικία – ἀπὸ τὸ μπαλκόνι τοῦ πέμπτου
ὀρόφου φαινόταν στὸ βάθος ὁ Ὑμηττός, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἦταν ἡ
πόλη ὡς ἀόρατο μυθολογικὸ μουρμούρισμα.
Τὰ ἀγόρια φορούσαμε ὅλα
χοντροὺς κοκάλινους σκελετοὺς ποὺ ξανάγιναν τῆς μόδας μετὰ
ἀπὸ δεκαεπτὰ χρόνια, καὶ εἴχαμε κάνει πηγαδάκι πάνω στὸν
φαρδὺ ὑποκίτρινο καναπὲ μὲ τὴ γλιστερὴ δερμάτινη
ἐπιφάνεια καὶ τὶς ἐταζέρες γιὰ τὰ κοκτέιλ, ψιθυρίζοντας καὶ
διαπραγματευόμενοι μὲ ποιὰ γειτόνισσα τοῦ Τάκη θὰ
χορέψουμε. Οἱ ὄμορφες καθόντουσαν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς
ζωῆς, σὲ μιὰ γούβα φωτὸς τοῦ τριπλοῦ πορτατὶφ καί, ἂν καὶ
χαχάνιζαν ἐμφανῶς ζωντανὲς καὶ θερμόαιμες, ἦταν γιὰ μᾶς
συμπαγεῖς κι ἀπροσπέλαστες σὰν κέρινα ὁμοιώματα. Τὸ μόνο
ποὺ μᾶς συνέδεε ἦταν τὸ παρκέ.
Ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὶς
ἐμφανεῖς δυσκολίες τοῦ νὰ μὴν εἶσαι πιὰ παιδὶ βγῆκα στὸ
μπαλκόνι νὰ καπνίσω. Ἤμουν μόνος κι ἔκανε κρύο. Τὸ τσιγάρο
δὲν ἦταν ἀκόμα μιὰ δικαιολογία γιὰ συζητήσεις καὶ
γνωριμίες ὅπως ἡ βόλτα μὲ τὸ σκύλο, ἦταν ἕνα εἶδος
στοιχήματος ἢ ἀπόδειξης, μιὰ πράξη πίστης σὲ κάτι ποὺ δὲν
πιστεύαμε ὅπως ἀργότερα ὁ στρατός. Πίσω ἀπ’ τὸν πλαϊνὸ
τοῖχο τῆς βεράντας μπροστὰ στὴν κουζίνα, ἂν ἔσκυβες πάνω ἀπὸ
τὴν ἁπλώστρα, φαινόταν ἕνα τρίγωνο Ἀθήνας σὰν νεκροταφεῖο
μὲ πολύχρωμα φωτάκια καὶ τὴ φιμωμένη μεμψιμοιρία τῶν
νεκρῶν. Ἔνιωθα συνδεδεμένος μὲ τὸν ἀχὸ τῆς πόλης ὅπως μὲ
ὀμφάλιο λῶρο. Ἡ Κυψέλη τῶν πρώτων ἐτῶν δὲ φαινόταν μέσα στοὺς
ἀστερισμοὺς ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο, οὔτε ἡ ἄλλη κυψέλη στὴ σκιὰ
τοῦ Λυκαβηττοῦ, ὅπου μεγάλωσα μέσα στὰ κορναρίσματα. Ἀργὰ
τὸ βράδυ ὅταν ἔσβηνα τὸ φῶς μποροῦσα νὰ φανταστῶ τὶς ἀνάσες
τῶν μυριάδων κοιμώμενων νὰ ἀνεβαίνουν ψηλὰ στὴν ἀτμόσφαιρα
σὰ λωρίδες ριζόχαρτο. Δὲ γνώριζα σχεδὸν κανέναν. Τὴ νύχτα
ἔβλεπα συχνὰ φανάρια, οἱ διασταυρώσεις τοῦ ὕπνου μου ἦταν
γεμάτες γυμνοὺς μὲ σακάκια.
Κάποια στιγμὴ ἦρθε ἀπὸ πίσω
μου ἡ Τάνι (μὲ γιώτα), μιὰ νορβηγίδα πρασινομάτα Μπρυνχίλντε
ποὺ ὁ Τάκης γνώριζε ἀπὸ μιὰ ἄλλη, καλοκαιρινὴ
πολυκατοικία στὸ Φάληρο. Ἤθελε νὰ χορέψουμε, μοῦ ἔκανε τὴν
ἀνέλπιστη πρόταση εὐθύβολα καὶ νορβηγικά, ἀλλὰ τῆς εἶπα
ὄχι, γιατί ἤξερα ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγκαλιαστοῦμε πάνω ἀπ’
τὴν ἤδη ἐπιτακτικὴ ἀνατομία μου. Παρόλα αὐτὰ μὲ πλησίασε,
ἄφοβα σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν σεισμοὶ στὸν πέμπτο, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε
ἡ Κραυγὴ τοῦ Munch, μοῦ πῆρε μὲ μιὰ ἁπλὴ κίνηση τὸ τσιγάρο
ἀπ’ τὸ στόμα, ἔκανε μιὰ τζούρα, τὸ πέταξε στὸ σκοτάδι χωρὶς νὰ
ρωτήσει, τύλιξε τοὺς βραχίονες σὲ πράσινο φόρεμα ἀργὰ-ἀργὰ
κάτω ἀπὸ τὸ μαλλί μου σὰν πύθωνες γύρω ἀπ’ τὸ σβέρκο μου, καὶ
σφράγισε μιὰ γιὰ πάντα μ’ ἕνα ἁπλὸ γητευτικὸ λίκνισμα τῶν
γοφῶν, μ’ ἕνα τρίλεπτο blues πάνω στὴ στύση μου, κάτω ἀπὸ τὸν
μπλὲ ἀπόηχο τοῦ “Without you” πίσω ἀπ’ τὰ τζάμια τοῦ
σαλονιοῦ καὶ τὴ μακρινὴ γαργάρα τῆς πόλης, τί θὰ πεῖ ὑπεροχή.
Καὶ ὑπέροχη θηλυκότητα.
Τὰ τρία λεπτὰ πέρασαν. Ἡ
Mariah σώπασε πίσω ἀπ’ τὸ τζάμι. Ἡ Τάνι τράβηξε τὴ
συρόμενη καὶ χάθηκε στὰ φιὸρδ τῆς κουρτίνας. Ἡ πόλη ἔμεινε
ἔξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου