Γιάννης Βαρβέρης
Οι γέροι
Κι επειδή κάποτε
ξαπλώσαμε αγκαλιά
κι ήταν αυτός ένας ύπνος ανήσυχος
όπου οι ανάσες μας παίρναν η μια
την άχνα της άλλης·
κι επειδή έπινα την πνοή σου
κι έφτιαχνα δικιά μου καινούργια πνοή
να σου τη στείλω·
κι επειδή καίγαν οι ανάσες μας έτσι
για χρόνια
πάνω στα πρόσωπά μας ασταμάτητα
γίναμε ο ένας για τον άλλον
σαν τη βροχή
που όσο κι αν τη διώχνουν οι καθαριστήρες
όλο πέφτει
στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου
κι όλο πέφτει
και σε τυφλώνει
και δε σ'αφήνει να δεις.
κι έφτιαχνα δικιά μου καινούργια πνοή
να σου τη στείλω·
κι επειδή καίγαν οι ανάσες μας έτσι
για χρόνια
πάνω στα πρόσωπά μας ασταμάτητα
γίναμε ο ένας για τον άλλον
σαν τη βροχή
που όσο κι αν τη διώχνουν οι καθαριστήρες
όλο πέφτει
στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου
κι όλο πέφτει
και σε τυφλώνει
και δε σ'αφήνει να δεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου