23/10/13

«Την καλύτερη ξενιτιά την έχουμε μέσα μας...»

                                         Φωτογραφία: Έλενα Σταγκουράκη

Μια συνομιλία της Ελένης Μαρινάκη με την Έλενα Σταγκουράκη

Επιτέλους θάλασσα! Με το βλέμμα στραμμένο στο λαμπυρίζον μπλε της και την ακοή σαγηνεμένη από έναν φλοίσβο ανεπαίσθητο, φτάνω στο «Μικρό καφέ», κοντά στην ποιητικά ονομασμένη «Πύλη της άμμου» στα Χανιά. Εκεί θα συναντήσω και θα συνομιλήσω με την ποιήτρια Ελένη Μαρινάκη. Κι ανυπομονώ.

Ε.Σ.: Χανιώτισσα, νησιώτισσα, αλλά στην ποίησή σας –με εξαίρεση την τελευταία συλλογή όπου υπάρχει πλήθος αναφορών– η θάλασσα δεν παίζει κεντρικό ρόλο. Η Ελένη Μαρινάκη στα ποιήματά της μιλάει κυρίως για τη θάλασσα μέσα της ή πρόκειται για συμπέρασμα εσφαλμένο; 

Ε.Μ.: Όχι, δεν κάνετε λάθος, θα μπορούσαμε να πούμε πως το τοπίο μέσα μου είναι πολλές φορές τρικυμιώδες, αυτή είναι εξάλλου μια καλή δικαιολογία για να γράφει κανένας ποιήματα.   

 

Ε.Σ.: Στην πιο πρόσφατη ποιητική σας συλλογή, «Ο χρόνος τότε», κυριαρχεί η αίσθηση, η περιγραφή και η εικόνα της βύθισης. (Γράφετε για «Βύθισμα», «Κατάβαση», «Κατάρρευση», «χαράδρες», «χαντάκια», «σχισμές», «βυθό».) Υπονοείτε το θάνατο, τη βύθιση στο υποσυνείδητο, την γενικότερη κατάπτωση, όλ’ αυτά μαζί ή (και) κάτι άλλο;
Ε.Μ.: Δεν είναι μόνο η αναφορά στο θάνατο. Κυρίως περιγράφω το βύθισμα στη μνήμη και τον χρόνο, στο παρελθόν και το παρόν όπως αποτυπώνονται μέσα μου. Είναι η υποφωτισμένη πλευρά της ζωής, το κλικ της μηχανής στο αμετάκλητο.


Ε.Σ.: Η ακριβώς προηγούμενη συλλογή σας τιτλοφορείται «Σε ξένο ουρανό», ωστόσο, πέραν των σπουδών και της πρότερης πολύχρονης διαμονής σας στην Αθήνα, δεν έχετε γνωρίσει την ξενιτιά. Ποιος είναι για ’σας αυτός ο ξένος ουρανός;
Ε.Μ.: Η ξενιτιά δεν ορίζεται κατ’ανάγκην μόνο γεωγραφικά. Όπως λέω στο ποίημα «Ποια ξένα», «την καλύτερη ξενιτιά την έχουμε μέσα μας». Ξενιτιά και ο ουρανός. Όταν ήμουν μικρή, με κοίμιζε η μητέρα μου με μια προσευχή που τώρα δεν τη θυμάμαι, θυμάμαι όμως πως με παρέπεμπε στον ουρανό, όπου θα κατοικούσαμε κάποτε για πάντα. Αυτό το «για πάντα» δεν μπορούσα να το χωρέσω μέσα μου, γύριζε ξανά και ξανά, στροβιλιζόταν στη φαντασία μου και στο τέλος δεν άντεχα άλλο, δεν ήθελα τέτοια φιλοξενία, αυτός ο θόλος γινόταν εφιάλτης, δεν με ανάπαυσε ποτέ. Ακόμα δεν ξέρω τί κρύβεται εκεί πάνω, το κοίλο είναι για μένα ένα τεράστιο ερώτημα. Γιατί και η πιο ζεστή αγκαλιά μπορεί να γίνει εύκολα τάφος.


Ε.Σ.: «Έρχεται με παράνομα CD/ με σκόρπια μεσημέρια της ζωής του/ μόλις ακούγεται η ανάσα της φωνής του/ φεύγει με αναπάντητα γιατί.» Εδώ θίγεται άμεσα η παράνομη μετανάστευση, ένα θέμα όχι και τόσο συνηθισμένο στην ποίηση, αν και συνιστά αναμφίβολα κομμάτι και πληγή της σημερινής πραγματικότητας. Εσείς πώς το βλέπετε αυτό;
Ε.Μ.: Η ποίηση δεν είναι ξεκομμένη από την πραγματικότητα, ο κόσμος γύρω μας υπάρχει με την καθημερινότητά του που πολλές φορές μας βρίσκει απροετοίμαστους να την αντιμετωπίσουμε. Οι μετανάστες, άνθρωποι ξεριζωμένοι, τόσο κοντά μας με την διαφορετικότητά τους, με την αγωνία της επιβίωσης, δεν γίνεται να μη μας απασχολούν. Βιώνουμε τη δυσκολία τους να ενσωματωθούν στη δική μας κοινωνία και ζωή και είναι φυσικό να υπάρχουν μέσα στην κάθε είδους έκφρασή μας.


Ε.Σ.: «Με τ’απαραίτητα/ θα συνεχίσουμε,/ τα λίγα/ θα μας διδάξουνε/ αρίθμηση» … «Σε δύσκολους κόμβους/ θα μετρήσουμε/ την αντοχή μας». Να διαβάσουμε σ’αυτούς τους στίχους μιαν αναφορά σας στην κρίση που ήδη τότε, εν έτει 2008, διαφαινόταν και σήμερα μας μαστίζει;  Έχει επηρεάσει η κρίση την ποιητική σας δημιουργία;
Ε.Μ.: Ό,τι συμβαίνει γύρω μας δεν μπορεί να μην μας επηρεάζει. Η κρίση βέβαια των αξιών μετριέται με το δικό μας εσωτερικό μέτρο. Η ποσότητα, ως γνωστόν, δεν παραπέμπει πάντα στην ποιότητα, είναι ανάγκη να αφαιρέσουμε φορτίο για να μη βυθιστούμε, να συμπυκνωθούμε για να πλησιάσουμε την τελειότητα, να αναζητήσουμε το ελάχιστο για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο.


Ε.Σ.: Στον «Ξένο ουρανό», γράφετε: «Παρακαλώ/ κρατήστε μου/ μια θέση·/ όχι κατ’ανάγκην/ στο καλύτερο θεωρείο./ Μπορώ να βλέπω/ και από απόσταση». Η Μαρινάκη προτιμά να ζει και να παρατηρεί τη ζωή από την πρώτη γραμμή ή όντως από απόσταση; Με μαχητικότητα ή διάθεση στοχαστική; Και πώς εξηγείται το παράπονο στο «Χρόνο τότε»: «Δεύτερη, είπα,/ πάντα δεύτερη θα έρχομαι.»;
Ε.Μ.: Παρόλο που κοιτάζοντας τα πράγματα από κοντά εισχωρούμε βαθιά μέσα τους, εν τούτοις είναι απαραίτητη η απόσταση για να τους δώσουμε τις «κανονικές» τους διαστάσεις, για να τα βάλουμε στη θέση τους, αν υποθέσουμε πως υπάρχει η κατάλληλη θέση για το κάθε τι. Και επειδή ρωτάτε για τη δική μου θέση, αν η μαχητικότητα ορίζεται με τυμπανοκρουσίες και ιαχές, εγώ δεν είμαι της πρώτης γραμμής. Από μικρή προτιμούσα τα μετόπισθεν είτε από φόβο αλλά κυρίως για να καταλάβω τί ακριβώς γίνεται σ’αυτόν τον πόλεμο της ζωής που διαρκώς μας ζητά να είμαστε παρόντες, να τα προφταίνουμε όλα. Εγώ αργώ σε τέτοιους βηματισμούς και ξέρετε, ακόμα και αν γνωρίζω πως όλα σχεδόν τα έπαθλα είναι σημαδεμένα, ανθρώπινο είναι να πικραίνομαι όταν δεν τα παίρνω.


Ε.Σ.: Ας  πάμε τώρα στις προηγούμενες συλλογές σας. Στο «Τώρα αίμα» περιγράφετε τρόπον τινά μιαν αδυναμία επικοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεστε συχνότατα και φαίνεται ν’αγαπάτε συστατικά του λόγου. Τί να πιστέψουμε για την Μαρινάκη, προτιμά να μιλά ή να σιωπά ή μήπως να μιλά σιωπώντας; Ή πάλι βλέπει στις «λέξεις» και τη «σύνταξη» ένα μέσο οργάνωσης του χάους; 

Ε.Μ.: Η σιωπή είναι η θέση που προτιμώ όταν δεν έχω απαντήσεις. Και επειδή αναφέρατε το χάος που το ορίζω σαν έναν άχρωμο τόπο, εφευρίσκω κάθε φορά τα χρώματα και τις λέξεις για να μπορέσω να το κατανοήσω. Είναι τα εργαλεία μου, με άλλα λόγια ψηλαφώ τον ήχο του κόσμου και πάντα διαπιστώνω πως δεν τον άκουσα καλά.

 

Ε.Σ.: Χρησιμοποιείτε πολύ τα χρώματα, στην τελευταία συλλογή σας δεσπόζει το άσπρο, ενώ παλαιότερα το κίτρινο, το οποίο φαίνεται να έχει ειδικό βάρος στην ποίησή σας, συχνά ως αντίστιξη στο κόκκινο και κάποτε ως σύμβολο του παρελθόντος. Τί σημαίνει το κίτρινο στην ποίηση της Μαρινάκη και τι καλείται να δηλώσει πρόσφατα το λευκό;
Ε.Μ.: Πράγματι, το κίτρινο με ακολουθεί από κοντά, είτε ως ώχρα στους τοίχους μιας φυλακής, είτε ως στίγμα πάνω στο μεσημέρι. Το έχω βιώσει ως εφιάλτη και συνδέεται άμεσα με την παιδική μου ηλικία. Ήταν η αρρώστια της θείας, ο αέρας μιας κίνησης αντίστροφης προς τη ζωή. Είναι ακόμα η σκιά που μου αναλογεί φαίνεται, για να μην εφησυχάζω. Το άσπρο υπάρχει και σε άλλες μου ποιητικές συλλογές, όχι τόσο έντονα ίσως όσο στην τελευταία. Δηλώνει το χάος, τη χωρίς τέλος κατάβαση, την άηχη οδύνη, το βάραθρο, την αιώνια αγωνία.


Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «φόρεμα στενό συνήθισα την αγάπη.» Η αγάπη κατά τη γνώμη σας είναι φόρεμα στενό; Μπορεί να υπάρξει ευρύχωρο, και πώς μακροημερεύει καλύτερα;

Ε.Μ.: Στα παιδικά μου χρόνια με έσφιξε πολύ αυτό το φόρεμα, το αιστάνθηκα σαν απουσία. Με τον καιρό άρχισε να μου χαρίζει πλάτος, πάντα όμως υπάρχει ο φόβος της ασφυξίας.

 

Ε.Σ.: Στο ίδιο ποίημα, διαπιστώνετε: «Ανεπίδεκτη ακόμα στην αριθμητική/ μετράω λάθος τις προθέσεις». Παίζουν για σας ρόλο οι προθέσεις ή μόνο το αποτέλεσμα μετράει;

Ε.Μ.: Σας είπα, δεν είμαι καλή στην αριθμητική και εκτός από τις προθέσεις κάνω λάθος και στις προσθέσεις. Αθροίζω ανόμοια πράγματα με αποτέλεσμα σχεδόν πάντα να χάνω.

 

Ε.Σ.: Στις συλλογές σας υπάρχουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο δημοτικό τραγούδι. Παρά ταύτα, είναι στον «Ξένο ουρανό» που γράφετε περισσότερο έμμετρα και το ακολουθείτε και ρυθμικά. Πώς ερμηνεύεται αυτή η εξέλιξη; Πρόκειται όντως για τέτοια ή απλώς για έναν άλλον τρόπο έκφρασης;

Ε.Μ.: Το δημοτικό τραγούδι μπήκε στη ζωή μου όταν ήμουν παιδί και άκουγα να το τραγουδούν στα χωριά που παραθέριζα. Από τότε έγινε χωρίς να το καταλάβω, συστατικό της ζωής μου, διαρκής ύμνος, σφραγίδα ανεξίτηλη της ταυτότητάς μου. Πατρίδα. Και αργότερα εισχώρησε και στα ποιήματά μου. Είναι ζωτικό στοιχείο της έκφρασής μου.

 

Ε.Σ.: Πολύ συχνά στα ποιήματά σας συναντούμε μέλη της οικογένειάς σας, π.χ. τον αδερφό σας, κυρίως όμως τη μητέρα σας. Θα θέλατε να μας πείτε κάτι γι’αυτό;

Ε.Μ.: Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και ο αδελφός μου. Οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι. Αυτοί με επηρέασαν, μαζί τους έμαθα να πορεύομαι στη ζωή, είμαι σώμα από το σώμα τους. Ειδικά για τη μητέρα μου έχω γράψει πολλά ποιήματα, κυρίως όταν άρχισε να χάνει τη μνήμη της, γεγονός που με συγκλόνισε. 

 

Ε.Σ.: Στη θέση της τελευταίας ερώτησης, ζητώ πάντοτε απ’ τον συνομιλητή μου να μιλήσει απευθείας στο κοινό του. Ένα μήνυμα στον αναγνώστη σας, παρακαλώ.

Ε.Μ.: Αν κάτι θέλω να πω, είναι ότι εμένα στη ζωή με βοήθησε η παρατήρηση. Καθώς περνούσα πολλές ώρες μόνη, παρατηρούσα τα πάντα που έπεφταν στην αντίληψή μου. Έτσι έγινα χωρίς να το περιμένω, κάτοχος πολύτιμων στιγμών και αισθημάτων και είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε ο χρόνος και η πολυτέλεια να «αφαιρούμαι» κερδίζοντας θησαυρούς. Έχασα κιόλας βέβαια αλλά και αυτό τελικά προστίθεται στα δώρα που μου χαρίστηκαν.   

 

***

Η Ελένη Μαρινάκη γεννήθηκε και ζει στα Χανιά. Σπούδασε γραφιστική και ζωγραφική στην Αθήνα, όπου και εργάστηκε αρκετά χρόνια. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές κι έχει γράψει την εισαγωγή και ποιητικά σχόλια σε φωτογραφικά λευκώματα. Παράλληλα ασχολείται και με τα εικαστικά.




Δεν υπάρχουν σχόλια: