22/12/14

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!




ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ!!

MERRY CHRISTMAS AND A HAPPY NEW YEAR 2015!!


"Ματωμένος γάμος"...



«Η σκληρή μας ρίζα τής κραυγής»

«Ματωμένος γάμος»
Του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Σκην. Γιάννης Κακλέας
Θέατρο Αποθήκη
Δεκέμβριος 2014

«Κατά ’κεί που μας πάει το αίμα τραβάμε», «αυτό το παλικάρι είναι σαν να το τρώει το αίμα του»: φράσεις αμφότερες από το έργο του Λόρκα, αυτό τον ύμνο στην παντοδυναμία του ζωογόνου ύδατος με τη δική του βούληση, έρμαιο του οποίου είναι ο άνθρωπος. «Το αίμα νερό δε γίνεται» λέμε εμείς, και αλίμονο αν «ανέβει το αίμα στο κεφάλι»: μοναδική έκβαση η τραγωδία, μια τραγωδία εν προκειμένω προοικονομημένη.

            Ο ματωμένος γάμος –ή Ματωμένα στέφανα κατά τη μετάφραση του Σεβαστίκογλου– γράφτηκε από τον Ανδαλουσιανό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα το 1932, τέσσερα χρόνια πριν τη δολοφονία του από φασίστες του Φράνκο. Το έργο ουσιαστικά συνιστά μέρος μιας τριλογίας, μαζί με τα έργα «Γέρμα» και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», όπου αποτυπώνεται και κατακρίνεται έντονα η κλειστή κοινωνία της Ανδαλουσίας με τις ανελευθερίες και την ατομική δυστυχία που αυτή προκαλεί. Κοινό γνώρισμα των έργων, πέρα από την έντονη παρουσία του λαϊκού στοιχείου με τη ζωή στην ισπανική ύπαιθρο και τις διάφορες εκφάνσεις της,  είναι η υποταγή της γυναίκας σε συμπεριφορές και σχήματα που της επιβάλλει η οικογένεια, η κοινωνία και ο καθωσπρεπισμός, χάριν των οποίων θυσιάζει την ευτυχία και τη ζωή της, τόσο μεταφορικά, όσο –κάποτε– και κυριολεκτικά. Εξάλλου, αφορμή για τη συγγραφή του Ματωμένου γάμου υπήρξε πραγματικό περιστατικό, το οποίο ο Λόρκα πληροφορήθηκε από εφημερίδα. Με κάποιες αλλαγές και διαφοροποιήσεις, λοιπόν, παρέδωσε στο κοινό μια τραγωδία, όπου ο πρώην αρραβωνιαστικός μιας κοπέλας – και νυν σύζυγος της ξαδέρφης της– επανέρχεται για να στοιχειώσει το γάμο της πρώην αγαπημένης του, κατορθώνοντας να το σκάσει μαζί της, λίγο μετά το μυστήριο. Ένα φεγγάρι που διψά απεγνωσμένα για ζεστό αίμα αποκαλύπτει τους δύο εραστές, στήνει χορό με το θάνατο και οπλίζει το χέρι του γαμπρού με ένα «κρύο μαχαίρι» που «ούτε στο χέρι χωράει», από το οποίο θα βρουν τελικά το θάνατο και οι δύο άντρες. Η νύφη μένει με την πεθερά της να θρηνεί πάνω από τα συντρίμμια αυτού που «έσβησε πριν γεννηθεί και χάθηκε πριν ζήσει».

            Όχι απλά η σκηνοθεσία, αλλά η διασκευή του έργου από τον Κακλέα αποδίδει μια σύγχρονη τραγωδία του πόθου και του πάθους, με τη χρήση των αντίστοιχων σύγχρονων μέσων και μεθόδων. Έμφαση δίνεται κυρίως στη σωματική διάσταση, τόσο των συναισθημάτων, όσο και των σκέψεων και του ίδιου του έρωτα, κάτι που αναπόφευκτα αποκλίνει από τη συμβολικότητα και εμμεσότητα του έργου του Λόρκα, αλλά και τον πουριτανισμό της ανδαλουσιανής κοινωνίας του 1930. Έτσι, ο θεατής βλέπει κατά τη διάρκεια της παράστασης να γυμνώνονται επί σκηνής όλα τα γυναικεία πρόσωπα, ενώ και οι δύο νέοι παρουσιάζονται ημίγυμνοι. Αντίστοιχα, αποτυπώνεται συχνά ο σαρκικός έρωτας των ζευγαριών, με μια χορογραφία –ομολογουμένως– σημειολογικά γοητευτικότατη. Ακόμη, ιδιαίτερα ζωηρή είναι η κίνηση σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, τείνοντας σε ένα θέατρο σωματικό. Από το έργο διατηρείται η απόλυτη ουσία του, με απαλοιφή των επιμέρους λεπτομέρειων, πράγμα που ισχύει και για τα πρόσωπα της παράστασης, τα οποία –πέραν των κεντρικών– αποκτούν ρόλους λίγο-πολύ ασαφείς. Αλλά και το λαϊκό στοιχείο απουσιάζει βέβαια παντελώς κι έχει αντικατασταθεί από σύγχρονα μέσα, σκηνικά, ηχητικά και άλλα. Με τη συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση, η βαρύτητα μετατοπίζεται από το κείμενο σε μετάφραση Γκάτσου –απ’ το οποίο ο θεατής ξεχωρίζει μόνο κάποιες υψηλές νότες– στη σκηνή και στην προσπάθεια αποτυπώσης της εσωτερικότητας και σκοτεινότητας των σκέψεων, των βιωμάτων και κυρίως των συναισθημάτων. Το «Κουβάρι-κουβαράκι» και άλλα χορικά, τα οποία –ευτυχώς!– δεν αποδίδονται ως τέτοια, ακυρώνονται. Το Φεγγάρι παραστάται ως θηλυκή Σελήνη που, μονολογώντας αδύναμη κι αιμοδιψής και παραπέμποντας σκηνικά στη Γουίνυ των Ευτυχισμένων ημερών, επικρατεί των πάντων. Ολόκληρη η παράσταση μοιάζει με άχρονη και γεωγραφικά όχι συγκεκριμένη, αλλά καθολική αποτύπωση της «σκοτεινής μας ρίζας τής κραυγής». Αυτή η τελευταία ώθησε τη νύφη να απαρνηθεί εκείνον που θα μπορούσε να της δώσει τα πάντα, την ηρεμία και τα παιδιά της –όπως χαρακτηριστικά ομολογεί στην πεθερά της–, για εκείνον που, σκοτεινός και υποχθόνιος, θα τα επισκίαζε όλα και δεν θα την άφηνε ποτέ σε ησυχία. Έτσι γλιστράει η ίδια στο ρόλο της πεθεράς της, αφού στερείται δια μιας άντρα και παιδιά.

            Οι ερμηνείες ικανοποιητικές, παρά τις αυξημένες απαιτήσεις της παράστασης. Εξαιρετικές η Παπαληγούρα, ως νύφη, και η Παπούλια, ως μάνα. Η Παπαληγούρα, με έκφραση και κίνηση δωρική και την τραγικότητα χαραγμένη σε πρόσωπο και φωνή, καθήλωνε. Ρίγος προκάλεσε η κραυγή της Παπούλια ως χαροκαμένης μάνας στην όψη του δεύτερου νεκρού γιου της, ενώ η γενικότερη ερμηνεία της υπήρξε επαρκής στις διάφορες εκφάνσεις της. Θα θέλαμε, μονάχα, μια λείανση της κίνησής της στην απόδοση του ρίγους. Γοητευτική η Αριάδνη Καβαλιέρου ως παιδί/θάνατος, «διαολάκι» θα λέγαμε εμείς, και σαγηνευτική η θηλυκή Σελήνη της Ιφιγένειας Αστεριάδη. 

            Τα σκηνικά του Παντελιδάκη συμβαδίζουν καίρια με το χθόνιο και σκοτεινό τόνο που επιδιώκει ο Κακλέας, αλλά και με το πολυεπίπεδο στοιχείο, τόσο χαρακτηριστικό των παραστάσεών του –ειδικά με την κεντρική πύλη και τον εξώστη ακριβώς από πάνω. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των σκηνικών είναι οι καταπακτές που επιτρέπουν ένα όμορφο γεωγραφικό παιχνίδι. Αρμοστά τα κοστούμια της Νάθενα με τις γκόθικ νότες, γέφυρες μεταξύ ρομαντισμού και ρεαλισμού.

            Εξαιρετική η μελέτη της κίνησης που προσθέτει μια ουσιαστική διάσταση στην παράσταση, προσφέροντας δυνατές στιγμές και εικόνες, κάνοντας για παράδειγμα την πάλη των δύο αντρών να μοιάζει με τιτανομαχία. Λειτουργικοί και οι φωτισμοί του Μπιρμπίλη.

            Αντιθέτως, η μουσική του Μιχαλόπουλου ξένιζε, με μια ηλεκτρικότητα που έδενε μεν ίσως με τη σκηνική αποτύπωση, όχι όμως και με την επιδιωκόμενη εσωτερικότητα. Έτσι, η αντίθεση με τις δραματικές και αναλόγως μουσικά επενδυμένες σκηνές ήταν υπερβολικά έντονη. Αν λάβουμε δε υπ’ όψιν και τη λεκτική απόδοση του Γκάτσου και το ύφος της, κατανοούμε πληρέστερα το ασυμβίβαστο.

            Η σύγχρονη αυτή προσέγγιση του Κακλέα στο κλασικό έργο του Λόρκα συνιστά μια διασκευή με άποψη. Μπορεί ο Ανδαλουσιανός να μη γίνεται εύκολα ανιχνεύσιμος πίσω από την παράσταση στο θέατρο Αποθήκη, αυτό ισχύει όμως σίγουρα για τις σκοτεινές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο νου και την καρδιά του σημερινού ανθρώπου, ο οποίος σαν άλλη Νύφη –σε λιγότερο τραγική βέβαια θέση και όντας έρμαιο, όχι της μοίρας ή του αίματος, παρά της προσωπικής απληστίας– τα επιθυμεί όλα: και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι.


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 21.12.2014

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=7697)

18/12/14

Πρώτα ο κόσμος;...




















Παντελής Μπουκάλας

Μιλώ κι οι λέξεις έχουν μέσα τους μια μνήμη που με θρυμματίζει απόλυτη. Λέξεις οικείες
καφές, τσιγάρο, έκλαψα, τα μάτια σου, χθες λοιπ
πήρανε πια να αφηγούνται την ιστορία μιας ξενιτιάς που δε θ' αξιωθεί ένα καράβι να τη νοστιμίσει.
Πρώτα ο κόσμος σώνεται ή πρώτα οι λέξεις;



Πηγή: "Οπόταν πλάτανος"

16/12/14

"Δουλεύοντας το ασήμι"...



















Αν κάτι αγαπώ σε αυτόν τον τόπο, είναι το δημιουργικό πνεύμα των ανθρώπων του και η ποικιλία των εκφράσεών του σε χειροποίητες δημιουργίες, είτε πρόκειται για κεραμική, είτε για βυρσοδεψία, είτε για αργυροχρυσοχοϊα, είτε για απλά καθημερινά χειροποίητα αντικείμενα. Εκεί συναντά κανείς όλη την αγάπη και το χαρακτήρα του Έλληνα και όλα τα χαρίσματα, με τα οποία αυτός ο φωτεινός και όμορφος τόπος τον έχει προικίσει. Πού και πού παρουσιάζουμε εδώ ένα δείγμα της δουλειάς τέτοιων τεχνιτών-καλλιτεχνών και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Για σήμερα επιλέξαμε το εργαστήριο ασημιού "Αχάτης" του κ. Νικηφόρου και της κα. Νέλλης από την Καλλονή της Λέσβου. Πρωτότυπα, αλλά και κλασικά σχέδια, εργασία με ημιπολύτιμους λίθους, λεπτή και ιδιαίτερη δουλειά με μεράκι και αγάπη για το κόσμημα, ως αποτέλεσμα της εικοσάχρονης εμπειρίας τους στο χώρο, και καλές τιμές. Τους ευχόμαστε από καρδιάς καλή συνέχεια!

12/12/14

Benefits...




















ΠΡΟΟΔΟΣ

Τρόποι υπάρχουν της αγάπης
μύριοι όσοι, πάμπολλοι
—κάπου το ’χω πάλι γράψει
κάπου το ’χω πάλι πει—,
τρόποι εξατομικευμένοι
ή και ακόμη ομαδικοί.
Μια απ’ τις τόσες ταμπελίτσες
τοσηδά αναζητώ
να κολλήσω στο άγριο 'κάτι'
που αδίκως να εννοήσω
ολοένα προσπαθώ.
Είναι ετούτο; Είναι τ’ άλλο;
Κι αν ρωτώ, δεν απαντάς.
Πώς μετά άκρη να βγάλω;
Μου ’χεις γίνει πια νταλκάς!
Ψάχνω, ψάχνω, το γυρίζω
και από δω και από κει,
το εξετάζω, το σκαλίζω,
μα δε βλέπω προκοπή!
Λες και χάθηκαν οι ομάδες!
Δεν είμαστε άνθρωποι εμείς!
Δεν μας μένει κάτι άλλο
και —ανεξάρτητα δικής μου έφεσης—
στην ετικέττα καταλήγω:
είμαστε δυο friends with benefits.


Έλενα Σταγκουράκη

9/12/14

Νέοι καιροί, νέοι Διόνυσοι...


Πραγματικά, δεν ξέρω τι τους φταίει ο Κάρολος Κουν και φροντίζουν να αναμειγνύουν τελευταία το όνομά του σε αθλιότητες: είτε σε διασκευές φρίκης στο Υπόγειο που ούτε "Με τα δόντια" υπομένει κανείς, παρεκτός αν συχνάζει στα καλούμενα μπουζουκομάγαζα και δεν έχει γνωρίσει τίποτα πέραν της αμερικανικής τηλεόρασης, είτε με το βραβείο αρχαίου δράματος (!) στον Ρουβά. 

Βέβαια, η αναφορά της Διαβάτη στην αστυνομία είναι μάλλον άστοχη, δεδομένου ότι Τέχνη/Ελευθερία και Αστυνομία είναι έννοιες αντίθετες. Υπάρχει όμως η άλλη, αυτή η παντού και πάντα παρούσα αστυνομοκρατία με τα πολιτικά που επιτρέπει και πολλαπλασιάζει φαινόμενα σαν και αυτά που ανέφερα. Ασυναίσθητα της έχουμε ανοίξει την πόρτα του σπιτιού, της δουλειάς, κάθε έκφανσης της ζωής μας και εκεί αυτή πράττει όχι κατά βούληση, αλλά κατά βίτσιο. 

Έτσι, από τα βραβεία στην Ελλάδα (ανεξαρτήτως χώρου) δεν μπορεί κανείς να περιμένει κάτι καλύτερο. Πρέπει μόνο να χαίρεται αν δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτά. Τότε και μόνον τότε σημαίνει πως πορεύεται καλά. Παρ' όλα αυτά. Ήθελα να το αποφύγω αυτό το σχόλιο, αλλά τελικά αποδεικνύεται αδύνατον. Τον καιρό του Ρωμανού, για ποιον Κουν να μιλάμε, για ποιον και ποιον... 

Νέοι καιροί, νέοι Διόνυσοι!


Έλενα Σταγκουράκη

8/12/14

Η λευκή καταγωγή των χρωμάτων...

 



















Λίνος Ιωαννίδης

Κορίτσι γαλάζιο

Βλέπω το κορίτσι μου
το γυμνό το πρόσωπο
το χιόνι


Νιφάδες το νερό
βρέχει τα χείλη πέφτει
πάνω στα βλέφαρα
πάνω στα πόδια


Αθόρυβα πουλιά
περνούν τα ποτάμια
με γυάλινα δόντια
σκίζουν τα κρύσταλλα λόγια του νερού
ματώνουν τη φωνή της


Αλλού
τα χέρια της στα σύννεφα
αχνοφέγγουν
γνέφουν μυστικά
αλλού ν' ακούω τη φωνή της


Το κορίτσι μου στα σύννεφα
είναι ποτάμι χιόνι
κόκκινο χιόνι
γαλάζιο στην καρδιά



***

Η ενοχή των αθώων

Όταν περνούν
όταν κοιτούν
πότε μπροστά
πότε πιο πίσω
όταν σιωπούν
χωρίς τον ψίθυρο
χωρίς τον ήχο
ερωτούν
αν ήσαν πάντα
δίχως πρόσωπο
δίχως ίσκιο
πονούν αν ήσαν
δέντρο δίχως όνομα



***


Κλειστά χώματα

Φύσαγε
φύσαγε σύννεφα φωνές
φύσαγε φύλλα
φύσαγε δάχτυλα φτερά
έπαιρνε τον αέρα
μέσα στα χώματα
κάτω στα σώματα
μες στα κλειστά ποτάμια
έσταζε
το μείγμα της ανάμνησης
έπεφτε
των αγαλμάτων η πρώιμη ζύμη
στα χώματα
στον ουρανό
στα δώματα



***


Είναι και μέρος των οστών του τα βήματα
η λευκή καταγωγή των χρωμάτων





Από τον συγκεντρωτικό τόμο: "Η θέση του χρόνου"

5/12/14

Σταθερή μέρα ακροάσεων...

 




















ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΧΕΙΡΩΝ ΜΑΣ

Αφού η Ποίηση, των τεχνών η πεμπτουσία,
Πέμπτη ανεδείχθη και χωρίς την ουσία της,
Πρώτο ας αναδειχθεί μ' όλη τη λάμψη του
Αυτό το ουσιώδες βλέμμα, αυτό το άρωμα,
Αυτό το σύρσιμο μεταξωτού στη σκάλα,
Καθώς ο ωκεανός ανεβαίνει,
Μέγας αυτός, στα ταπεινά μας δώματα,
Μια ντροπαλή τού παντός σκιά,
Που τίποτε δεν μπορεί να προσφέρει.



***

ΠΛΟΕΣ

Είναι να τρελαθείς αν λογαριάσεις
Πόσες χιλιετίες τώρα ο δύστυχος
Δύστυχος έρχεται, δύστυχος φεύγει.
Αν, λοιπόν, δεν υπήρχε η θάλασσα
Και πάνω απ' αυτήν τα ταξιδιάρικα τα ουράνια,
Πού θα έσκυβε να δει το πρόσωπό του
Και πού, μετά, θα σήκωνε το κούτελο,
Να σχεδιάσει το χάρτη...



***

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΛΕΙΠΕ

Το πρόβατο το απολωλός. Η Τραβιάτα.
Η Κυριακή με τις καμέλιες.
Για τον Κύριο σταθερή μέρα ακροάσεων.
Για τον Απόλλωνα των ρεμπετών Συννεφιασμένη.
Για μένα δυο πακέτα εφημερίδες
Με προφητείες για πνιγμένους και κουφούς.


2/12/14

Η μοναξιά του ανθολόγου...



του NICOLA CROCETTI

Θα ξεκινήσω με μια κοινοτοπία και συγχρόνως μια αναμφισβήτητη αλήθεια: οι χώρες μας –Ιταλία και Ελλάδα– μοιάζουν, προπαντώς στα ελαττώματα και στα αρνητικά. Ένα από αυτά είναι πως οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί τους δεν αγαπούν ιδιαίτερα τον πολιτισμό. Ο ελληνικός και ο ιταλικός πολιτισμός (από τον αρχαίο κλασικό μέχρι τον σύγχρονο, σε κάθε έκφανση, τέχνη, θέατρο, λογοτεχνία κ.ά.) εκτιμούνται πολύ περισσότερο στο εξωτερικό απ’ ό,τι στη χώρα του ο καθένας. Τα δε πολιτιστικά ινστιτούτα που μας αντιπροσωπεύουν στο εξωτερικό βρίθουν συχνά από προσωπικότητες μέτριες και «συστημένες», που εκτελούν αδέξια τα καθήκοντά τους. Τα παραδείγματα κακής διαχείρισης της πολιτισμικής πολιτικής των κρατών μας θα μπορούσαν να γεμίσουν όχι απλώς έναν τόμο, μα μια εγκυκλοπαίδεια.

Όποιος ασχολείται με τον πολιτισμό σε Ελλάδα και Ιταλία, με την τέχνη είτε τη λογοτεχνία, δεν πρέπει ποτέ να έχει μεγάλες προσδοκίες ούτε ελπίδες. Όχι επειδή το Κράτος όπου ζει δεν θα τον βοηθήσει, αλλά γιατί θα κάνει τα πάντα για να τον εμποδίσει, με τα πιο επινοητικά και κακοήθη μέσα. Για παράδειγμα, αν ευελπιστεί να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, και διαθέτει τα καλύτερα προσόντα, μπορεί να είναι σίγουρο ότι αντί γι’ αυτόν θα προτιμήσουν κάποιον κατώτερο υποψήφιο (οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες), αρκεί να επρόκειτο για τον συγγενή ή τον φίλο κάποιου ισχυρού. Αν έχει γράψει ένα βιβλίο και φιλοδοξεί να λάβει κάποιο βραβείο, έστω και αν το αξίζει, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα το κερδίσει αυτός, μα κάποιος άλλος λιγότερο άξιος, με φίλους στην κριτική επιτροπή. Αν πάλι διευθύνει έναν ποιοτικό εκδοτικό οίκο και ζητάει κρατική επιχορήγηση, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα τη λάβει ποτέ αν δεν έχει ισχυρούς φίλους ή συγγενείς, ή ακόμη πολιτικές γνωριμίες.

Η ανθολογία που παρουσιάζεται σήμερα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση και μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα, διότι εμπλέκει περισσότερους τομείς και θεσμούς: λογοτεχνικό χώρο, εκδοτικούς οίκους, πανεπιστήμια, κρατικά πολιτιστικά ινστιτούτα, Τύπο, κριτικούς λογοτεχνίας και κριτικές επιτροπές των κρατικών βραβείων.

Γύρω στις αρχές του 2000, ο μεγαλύτερος εκδοτικός οίκος της Ιταλίας, ο Mondadori, αποφασίζει να εκδώσει μια ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Απευθύνεται, όπως θα ήταν φυσικό, στο πανεπιστήμιο, και μάλιστα σε ένα από τα πιο έγκυρα με έδρα νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας. Αναθέτει το καθήκον στον κάτοχο της έδρας, με τον όρο να το ολοκληρώσει μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ύστερα από έξι χρόνια ο Mondadori ακυρώνει τη συμφωνία με τον/την νεοελληνιστή/-τρια και αναθέτει το έργο σε δύο άλλα πρόσωπα, αμφότερα ξένα στο ακαδημαϊκό περιβάλλον των νεοελληνικών σπουδών: ο πρώτος, ο Filippomaria Pontani, είναι κλασικιστής, ο άλλος, ο ομιλών, εκδότης και μεταφραστής. Περίπου μέσα σε έναν χρόνο η εργασία ολοκληρώνεται και, επιτέλους, δέκα χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 2010, η ανθολογία βλέπει το φως.

Τυπωμένο σε 5.000 αντίτυπα στην περίφημη σειρά I Meridiani*, το Poeti greci del Novecento παρουσιάζεται με εγκωμιαστικά λόγια στον ιταλικό Τύπο καθώς επίσης στο Journal of Modern Greek Studies του Πανεπιστημίου John Hopkins. Μάλιστα, το Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης προσκάλεσε το 2013 τους δύο επιμελητές για να παρουσιάσουν την ανθολογία. Μέσα σε τρεις μήνες ο τόμος εξαντλήθηκε, παρά τη μη οικονομική τιμή των 65 ευρώ.
Και η Ελλάδα τι κάνει γι’ αυτό, πώς αντιδρά; Πρόκειται για την πιο σημαντική εργασία που έγινε ποτέ στο εξωτερικό για την ελληνική ποίηση: μια πολυτελής δίγλωσση (σε πολυτονικό σύστημα) έκδοση 2.000 σελίδων (η εισαγωγή του Filippomaria Pontani καλύπτει 100 σελίδες), με 66 ποιητές, ορισμένοι από τους οποίους, όπως ο Κάλβος, ο Παλαμάς και ο Σολωμός, παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στους Ιταλούς αναγνώστες. Θα μπορούσε επομένως να περιμένει κανείς κάποια αντίδραση της Ελλάδας σε κρατικό επίπεδο, και ενδεχομένως ιδιωτικό. Λόγου χάρη, μια κριτική σε εφημερίδα ή λογοτεχνικό περιοδικό, μια παρουσίαση του τόμου –δεν εννοώ στο τμήμα ιταλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, ή σε κάποια άλλη σημαντική έδρα– έστω σε κάποιο βιβλιοπωλείο ή στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο. Αντιθέτως, τίποτα. Εκτός από δύο αναφορές στον Τύπο με τη μορφή απλής είδησης για την κυκλοφορία της ανθολογίας, υπήρξε μια αναλυτική παρουσίαση στο περιοδικό Φάρμακο (τχ. 2, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2013). Το βιβλίο δεν κρίθηκε άξιο να λάβει ούτε καν ένα μικρό βραβείο, από εκείνα που δίδονται μέχρι και σε αδέξιους ή κάκιστους μεταφραστές, όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε.

Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν μίλησε κανείς γι’ αυτό, λες και –αντί να αποτελεί μια σπουδαία ανταπόδοση στην ποίηση και στον πολιτισμό αυτής της χώρας– ήταν κάτι επιζήμιο ή αρνητικό, κάτι που κανείς πρέπει να αγνοήσει ή να απομακρύνει. Και το κερασάκι στην τούρτα: όταν το βιβλίο στάλθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού στην Αθήνα ώστε να συμμετέχει στις υποψηφιότητες για το κρατικό βραβείο μετάφρασης ελληνικού έργου σε ξένη γλώσσα, το 2011, μου απάντησαν προσωπικά ότι δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί, διότι ο κανονισμός προβλέπει (ψέμα) πως οι μεταφραστές πρέπει να ζουν, ενώ ένας από τους δύο επιμελητές-μεταφραστές της ανθολογίας –ο Filippomaria Pontani– ήταν νεκρός (πράγμα που δεν ισχύει, αφού πρόκειται για τον υιό και όχι για τον πατέρα, ο οποίος λεγόταν Filippo Maria…!). Αν είχαν κάνει τον κόπο έστω να ξεφυλλίσουν τον τόμο, θα είχαν διαβάσει τα βιογραφικά των δύο επιμελητών και θα είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Filippomaria Pontani (γεννημένος το 1976) ήταν τότε 35 ετών και, όπως λέτε, ζει και βασιλεύει. Είναι ολοφάνερο πως το Υπουργείο είπε δύο απανωτά ψέματα ώστε να μπορέσει να αποκλείσει την υποψηφιότητα και να βραβεύσει κάποιο άλλο βιβλίο.

Ας έρθουμε όμως στην ίδια την ανθολογία. Οι ανθολογίες ποίησης είναι αναπόφευκτα ένα ναρκοπέδιο. Καμιά ανθολογία δεν ικανοποιεί ποτέ τις προσδοκίες των κριτικών, πόσο μάλλον εκείνες των ποιητών: όσων αποκλείονται –και είναι κατανοητός ο λόγος της δυσαρέσκειάς τους–, αλλά συχνά και όσων περιλαμβάνονται, οι οποίοι παραπονιούνται ότι το μεγαλύτερο μέρος αφιερώθηκε σε ποιητές που οι ίδιοι θεωρούν κατώτερους ή «αντιπάλους» τους. Έπειτα, οι κριτικοί σχεδόν πάντα παρασύρονται από την τετριμμένη συνήθεια να υπογραμμίζουν ποιοι αποκλείστηκαν: γιατί αυτός ο ποιητής και όχι εκείνος; Συνήθεια που θυμίζει με θλίψη τις κουβεντούλες του καφενείου, το πρωί της Δευτέρας, για τα αποτελέσματα των κυριακάτικων αγώνων ποδοσφαίρου: αν ο προπονητής είχε βάλει στην ομάδα εκείνον τον παίκτη αντί για τον άλλον, θα είχαμε κερδίσει τον αγώνα.

Αντιθέτως, προσωπική μου γνώμη είναι πως προπαντώς στην περίπτωση μιας ανθολογίας μεταφρασμένης σε μια ξένη γλώσσα, θα έπρεπε να είναι άλλα τα κριτήρια αξιολόγησης. Για παράδειγμα, τι το διαφορετικό έχει αυτή η ανθολογία σε σχέση με προηγούμενες αντίστοιχες στην Ιταλία, ή σε σχέση με άλλες ανθολογίες ελληνικής ποίησης σε άλλες γλώσσες· αν η μετάφραση είναι καλή, κακή ή κάκιστη· αν η εν λόγω ανθολογία αναπληρώνει ένα κενό στον πολιτισμό της χώρας όπου κυκλοφόρησε (εν προκειμένω της Ιταλίας), τι υποδοχή είχε, κ.λπ.

Προσοχή, το μικρό μου cahier de doléances δεν σκοπεύει να είναι απλώς μια κατηγορία στους πολιτιστικούς θεσμούς της Ελλάδας, αλλά και της Ιταλίας. Διότι αν είναι αλήθεια ότι οι μεγαλύτερες ιταλικές εφημερίδες έγραψαν ενθουσιώδη άρθρα για την ανθολογία, και αρκετά βιβλιοπωλεία και ιδιωτικά ιδρύματα οργάνωσαν παρουσιάσεις, είναι επίσης αλήθεια ότι κανένα τμήμα νεοελληνικών σπουδών στα ιταλικά πανεπιστήμια (νομίζω ότι αριθμούν καμιά δεκαριά) δεν την παρουσίασε στους φοιτητές του. Και κανένας «λαμπρός» διδάσκων ή διδάσκουσα των νεοελληνικών δεν έγραψε έστω ένα σχετικό άρθρο. Ακόμη και αυτό το γεγονός όμως εξηγείται εύκολα, δεδομένου του ότι οι δύο επιμελητές-μεταφραστές είναι ξένοι στο ακαδημαϊκό περιβάλλον των νεοελληνικών στην Ιταλία.

Θα ήθελα να καταλήξω με μια παρατήρηση που προέρχεται από την πολύχρονη εμπειρία μου στον χώρο της ποίησης. Στη Πολιτεία των Γραμμάτων γενικά, και σε αυτήν της Ποίησης ιδιαίτερα, η Δικαιοσύνη δεν υφίσταται, και υπάρχει μία και μοναδική ανώτερη θεότητα που μπορεί να την επιβάλει: ο Χρόνος. Πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια, ένας Γάλλος κριτικός δημοσίευσε μια έρευνα για 130 ποιητές της εποχής του Baudelaire. Ήταν εκείνοι που εκδίδονταν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους και τα πιο σημαντικά περιοδικά, εκείνοι που όλοι διάβαζαν και για τους οποίους όλοι μιλούσαν, που κέρδιζαν τα πιο μεγάλα βραβεία, δημοσίευαν άρθρα στις εφημερίδες και απολάμβαναν εξουσία και λογοτεχνικές φιλίες. Ανάμεσα σε αυτούς τους ποιητές δεν υπήρχε ο Baudelaire. Γι’ αυτόν μιλούσαν μόνο επειδή δικάστηκε για βλασφημία με Τα άνθη του κακού. Λοιπόν, περισσότερο από ενάμιση αιώνα μετά, κανείς δεν θυμάται το όνομα κανενός από αυτούς τους 130 ποιητές, ενώ ο μοναδικός που ξεχωρίζει στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι ο Baudelaire.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Νέο Πλανόδιον που πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει αυτή την παρουσίαση, τους ομιλητές που συμμετείχαν και όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να παρευρεθείτε.

Το κείμενο αυτό του ΝΙΚΟΛΑ ΚΡΟΤΣΕΤΤΙ διαβάστηκε από τον ίδιο στην εκδήλωση πυο διοργάνωσε το Νέο Πλανόδιον προς τιμήν του στις 29.11.2014 στον Πολυχώρο της Άγκυρας στην Αθήνα. Για τον Κροτσέττι και την Ανθολογία των Ελλήνων ποιητών που συνεπιμελήθηκε με τον Φιλιππομαρία Ποντάνι, μίλησαν ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Παντελής Μπουκάλας και ο Κώστας Κουτσουρέλης.  

* Η σειρά «Meridiani» εγκαινιάστηκε το 1969 από τον Vittorio Sereni. Φιλοδοξία του Mondadori ήταν να δημιουργήσει μια σειρά αντίστοιχη με τη «Bibliothèque de la Pléiade». Πρόκειται για έγκυρες, πολυτελείς (πολύ λεπτό χαρτί, κομψό δέσιμο) εκδόσεις με τα άπαντα των μεγαλύτερων πεζογράφων και ποιητών της ιταλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από την κλασική αρχαιότητα ώς τις μέρες μας. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 350 τόμοι. Ο τόμος Poeti greci del Novecento είναι η πρώτη ποιητική ανθολογία της σειράς.


 
 Πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο του περιοδικού μας: Νέο Πλανόδιον

29/11/14

Ελένα Τσαουσέσκου


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θάνος Γιαννούδης 


 Ελένα Τσαουσέσκου

 
                           στη συνοδοιπόρο του "Παμπάλαιου Νερού" Έλενα Σταγκουράκη

Εγώ, που δρούσα στη ζωή σας σαν μητέρα,
στα δέκα μέτρα ξεψυχώ και στην πυρά.
Μπογιές και χρώματα θα βάψουν πορφυρά
του μέλλοντός σας τη θολή incognita terra.


Σιμά στην Τροία περιφέρομαι, ψοφίμι,
για να γεμίσει τις σελίδες του ο "Αγών".
Ηδονική τροφή χιλιάδων ναυαγών
που ξεπεράσανε τον Καίσαρα στη φήμη.


Στις επιστήμες το λαό μας οδηγούσα,
με συνεπή και στοχευμένη μετρική.
Τώρα το αίσθημα νικά η Ιατρική
και στο κρεβάτι ναρκωμένη σβήνει η Μούσα.


Μα πώς αντέχεται αυτή η αιμομιξία
από έναν κόσμο μετρημένης ηθικής;
Ληγμένο χάπι μου, φοβάμαι δεν αρκείς
για να τρενάρεις κι άλλο την ωορρηξία.


Θα βγουν στα φώτα της σκηνής μου μαζεμένα
όλα τα μπάσταρδα κι αγέννητα παιδιά
και -μ' ομοιόμορφη και έναστρη ποδιά-
θα παρασύρουνε στη λήθη τους κι εμένα.


Για μια μορφή από το χώρο του μπουρλέσκου
θαρρώ πως δόξα πια δεν έμεινε καμιά
και στην πλατεία στέκει μόνο η ερημιά
για να προσμένει την κυρά των Τσαουσέσκου.


Σαν την τουρμπίνα που κινεί τ' αεροπλάνο
αγέρας όρμηξε κι αφήνει πίσω οστά.
Στήστε μας μόνο πια ζητάω αντικρυστά:
τα δυο του μάτια να κοιτάζω πριν πεθάνω…


23/7/13

26/11/14

"Το θηρίο στη ζούγκλα"...


«Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή…»


Το θηρίο στη ζούγκλα
του Χένρυ Τζέημς
σκην. Μαρία Μαγκανάρη
Θέατρο Τέχνης
Νοέμβριος 2014


«Η φρίκη της αφύπνισης»: Το θηρίο περιφέρεται στην εσωτερική ζούγκλα της ψυχής καθενός, καραδοκώντας για το θήραμα –όχι άλλο, από το γυμνό αδύναμο «κάτι» που συχνά απομένει από την αφύπνιση και την επακόλουθη συνειδητοποίηση της παταγώδους αποτυχίας. Αυτή την εντελώς εσωτερική διεργασία, την οποία περιγράφει ένα ερμητικό κείμενο θυμίζοντας ατέλειωτο εσωτερικό μονόλογο, κατόρθωσε να εξωτερικεύσει και να παραστήσει θαυμαστά για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή η νεοσύστατη και πολλά υποσχόμενη ομάδα Προτσές στο Θέατρο Τέχνης.

Το θηρίο στη ζούγκλα, γραμμένο το 1903, συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του όψιμου Τζέημς, αποτελώντας ταυτόχρονα τη βάση πάνω στην οποία προβάλλονται πλείστες θεωρίες, σημειολογικές έως και ψυχαναλυτικές. Ξεκινώντας in media res, «Το θηρίο» αποτυπώνει το βασίλειο όπου τα πάντα συμβαίνουν στο χώρο της γλώσσας και του βλέμματος, κυρίως δε της γλώσσας, με γνώμονα το αυτοαναφορικό και επαναλαμβανόμενο «αυτό» και «κάτι». Όπως εύστοχα θα πει ο Αντρέ Γκρην, «η τέχνη του Τζέημς είναι η τέχνη του ανείπωτου». Έτσι, οι δύο χαρακτήρες, χρησιμοποιούν μια λογικώς ορθή επιχειρηματολογία για να υποστηρίξουν όμως μια θέση εν πολλοίς ανύπαρκτη. Ο Τζων Μάρτσερ διαισθάνεται ισοβίως πως κάτι επίκειται, κάτι μέλλεται να του συμβεί ανά πάσα στιγμή, καθοριστικό για την ύπαρξή του, αν και ο ίδιος αγνοεί τη φύση του. Την εναγώνια αυτή προσμονή, την οποία ονομάζει θηρίο, έχει εκμυστηρευτεί σε ένα μόνο πρόσωπο, τη Μαίη Μπάρτραμ, καθιστώντας την μάρτυρα και παραστάτη. Ο Μάρτσερ, παρά τις ενδείξεις και υποδείξεις της ζωής/μοίρας, αλλά και της ίδιας της Μπάρτραμ, εξακολουθεί να ατενίζει αφελώς προς το μέρος του θηρίου, αποτυγχάνοντας στον εντοπισμό του, ο οποίος θα του αποκαλυφθεί σε όλη του τη φρίκη με το θάνατο της Μαίη. Αυτός ο τελευταίος συνιστά την τιμωρία του, καθώς έτσι χάνει τη μοναδική ευκαιρία που του δόθηκε για μια ζωή. Ο Τζων, αναλωμένος στην αναζήτηση, αδυνατούσε να εντοπίσει· έψαχνε τόσο, που ήταν αδύνατον να βρει. Και αν νομίζουμε ότι ο Μάρτσερ βρίσκεται μακριά μας ή ότι υπήρξε ο μόνος αφελής, πλανόμαστε εξίσου οικτρά.

Δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να παρασταθεί ένα κείμενο τόσο εσωτερικό, κείμενο χειρουργικής κοπής και δύσκολης για την παρακολούθηση επιχειρηματολογίας και γλώσσας. Η σκηνοθεσία της Μαγκανάρη για το Θέατρο Τέχνης όχι μόνο του έδωσε σάρκα και οστά, αλλά και τέτοια ζεστασιά, ώστε ο θεατής να συμπάσχει και να αγαπά τόσο τους χαρακτήρες και το θηρίο, όσο και τα ίδια τα συστατικά της παράστασης: το θέατρο, τα σκηνικά, τη μουσική, την ατμόσφαιρα. Οι πρωταγωνιστές της παράστασης, τρεις: ο Μάρτσερ, η Μπάρτραμ και το Θηρίο ή αλλιώς το Εγώ, το Υπερεγώ και το Εκείνο. Η παράσταση ξεκινά από το φουαγιέ της Φρυνίχου, όπου ο θεατής παρακολουθεί το θηρίο ως άμορφο φόβο που κινείται, με την ταυτόχρονη ηχογραφημένη ανάγνωση σχετικών αποσπασμάτων διαφόρων κειμένων. Ο Μάρτσερ αφήνει στο θηρίο ένα άδειο δοχείο, σύμβολο των λέξεων. Ακολούθως, η Μπάρτραμ το γεμίζει με καρπούς, συμβολίζοντας το περιεχόμενο που επιλέγει να δώσει στις λέξεις του Μάρτσερ. Το θηρίο, τέλος, αποκαλύπτεται και ανοίγει τις πύλες, απ’ όπου θα περάσουν οι θεατές –μέσα από τη σκηνή– για να λάβουν τις θέσεις τους.

Αυτή η αρχική εξίσωση του θεατή με τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες στη συνέχεια θα ανατραπεί, όπως θα ανατραπεί και η φαινομενική θέση θύματος της Μπάρτραμ: αρχικά ως θύμα ενός Μάρτσερ που δεν ανταποκρίνεται, αποκτά σύντομα θέση ισχύος, γνωρίζοντας όσα εκείνος αγνοεί. Το ίδιο και ο θεατής, αργότερα θα γίνει μάρτυρας στην απολογία ενός αφελούς Μάρτσερ που ζητά κατ’ ουσίαν τη συγχώρηση. Το δε Θηρίο κυκλώνει κυριολεκτικά τους χαρακτήρες και τη δράση, λαμβάνοντας τη μορφή άλλοτε άγριου ζώου, άλλοτε απροσάρμοστου ατόμου, άλλοτε όμως –για τις σκηνικές ανάγκες, αλλά και τα ενδόμυχα όνειρα– και τη μορφή απλησίαστης γυναίκας-ντίβας, έως και μιας “ερμαφρόδιτης” Φρίντας Κάλο της περίφημης φωτογράφησης. Η Μαγκανάρη προέβη στις απαραίτητες –λόγω πυκνότητας και εσωτερικότητας– περικοπές του κειμένου, αλλά και παύσεις εν είδει μουσικών και άλλων ιντερμέτζων. Έτσι, ο θεατής απολαμβάνει τις ενδιάμεσες ανάσες αποφόρτισης, ώστε να ανακτήσει δυνάμεις. Σ’ αυτό συμβάλλει η εξαιρετική μουσική επένδυση που περιλαμβάνει από άριες και γαλλικά τραγούδια του ’60 ώς και μικρασιάτικους αμανέδες. Ο χώρος της Φρυνίχου αξιοποιείται ιδανικά, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται η μοναδική του πολυμορφικότητα, η ζεστασιά και η γεωμετρία του. Η μουσική και σκηνική επιμέλεια είναι επίσης της Μαγκανάρη και της ομάδας Προτσές. Το πρόγραμμα της παράστασης, πλούσιο, κατατοπιστικό και πρωτότυπο.

Ο Θέμης Πάνου, ως αφελής και μυωπικός Μάρτσερ, έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας, με αποκορύφωμα τον τραγικό μονόλογο της λήξης που τοποθετούσε το θεατή σε θέση δικαστή και τον ίδιο σε θέση κατηγορουμένου, προκαλώντας τη συμπάθεια και εν τέλει την άφεση. Η Ανθή Ευστρατιάδου γοητευτική και κάποτε καθηλωτική ως Θηρίο. Η Μαίη Μπάρτραμ της Σύρμως Κεκέ παρουσίαζε κορυφώσεις, όχι όμως σε ολόκληρη την ερμηνεία. «Κάτι» σαν να έλειπε. Αυτά όμως τα χέρια! Πώς πάσχιζαν τα χέρια της Μαίη και του Τζων να εκφράσουν το ανείπωτο!

Όπως αποφαίνεται η Μπάρτραμ, ο Μάρτσερ ήταν «προορισμένος να υποστεί τη μοίρα του». Συνέβη «αυτό που ήταν γραφτό να συμβεί»: το θηρίο αποκαλύφθηκε, μόνο που ο ίδιος το συνειδητοποίησε όταν ήταν πια πολύ αργά, ώστε το μόνο που του απέμενε ήταν να δει «το κενό της ύπαρξής του». Η τραγικότητα των χαμένων ευκαιριών, ακόμη τραγικότερων στην περίπτωση προειδοποίησης, αποκαλύπτεται στο θεατή του Θεάτρου Τέχνης πιθανότατα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Γιατί το πραγματικό στοίχημα στο θέατρο δεν είναι να γεμίσει ένας χώρος εκατοντάδων θέσεων, αλλά να γίνει μίμηση πράξεως ένα ιδιαίτερα απαιτητικό κείμενο, και μάλιστα με τρόπο τέτοιο, ώστε –παρά το αμετάκλητα τραγικό τέλος– ο θεατής να αποχωρεί λυτρωμένος.


Έλενα Σταγκουράκη  
Αθήνα, 9 Νοεμβρίου 2014

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=7098


24/11/14

"Το άνθος της στάχτης"...


 "...η Βιλαρίνιο είχε επανειλημμένα εκφραστεί απορριπτικά για τον ελεύθερο στίχο, αν και οι στίχοι της δίνουν συχνά την εντύπωση του ελεύθερου. Η ίδια έλεγε χαρακτηριστικά: «Η ποίηση δεν αφηγείται, τραγουδάει» ή, παραφράζοντας τον Έλιοτ, «ο στίχος δεν είναι ποτέ ελεύθερος». (...) Θεωρούσε πως ο ρυθμός προϋπάρχει του νοήματος και έτσι «ο στίχος [της] πρέκυπτε ακολουθώντας συγκεκρικριμένη μορφή, δεν ήταν ελεύθερος». Η άποψή της για τον ελεύθερο στίχο και την επικράτησή του είναι ιδιαίτερα καυστική: «Λέω πως ο ελεύθερος στίχος υπήρξε μάστιγα, καθώς, υπό το πρόσχημα ενός στίχου ‘ελεύθερου’, κόσμος και κοσμάκης που δεν ήταν ποιητές έγραψαν χιλιόμετρα ολόκληρα τεμαχισμένης πρόζας, η οποία, μαζί με άλλα είδη πτώχευσης που επέφερε, οδήγησε στην απώλεια του αναγνωστικού κοινού της ποίησης. Δεν σημαίνει πως υποτιμώ την ποίηση της καθημερινότητας, κι εγώ έχω γράψει καθημερινή ποίηση. Ποτέ όμως ελεύθερο στίχο.»" ***

Πάντοτε παθιασμένη και απόλυτη, η Βιλαρίνιο εξηγεί πώς η ποίησή της δεν κατατάσσεται στην κατηγορία του ελεύθερου στίχου, καταδεικνύοντας ωστόσο το βαθμό λειτουργίας του ρυθμού πέρα από συμβατικές φόρμες. Φτάνει λοιπόν, κάποτε, στο σημείο να τεμαχίζει τους ιαμβικούς επτασύλλαβους ή εντεκασύλλαβους στίχους της, οι οποίοι όμως παραμένουν τέτοιοι. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των "κρυμμένων" επτασύλλαβων συνιστά το ακόλουθο ποίημα: 

Επιστολή 3η (Carta IΙΙ) 

Αγαπημένε
σκέψου
πως πάντα σε προσμένω
προσμένω κάθε νύχτα
εδώ είμαι
δεν κοιμάμαι
δεν κάνω τίποτε άλλο
προσμένω
σε προσμένω.
Η ώρα πήγε μία.
Την πόρτα κλείνω τότε
αγάπη
και ελπίδα
και στη σκιά
της νύχτας
με μάτια ερημωμένα
κοιτάζω μα δεν βλέπω
χωρίς τη θλίψη δίχως
παράπονα
τον τοίχο.
Επίμονα κοιτάζω
ώσπου να ’ρθεί ο ύπνος.


(1959-1960)

Idea Vilariño
Μτφρ: Έλενα Σταγκουράκη


*** Από το βιβλίο "Το άνθος της στάχτης", εκδόσεις Gutenberg, 2015.

23/11/14

5η Γυναικεία Κραυγή...



Ήρθε η ώρα για την επίσημη ανακοίνωση του 5ου Διεθνούς Φεστιβάλ "Γυναικεία Κραυγή". Μέχρι στιγμής 36 χώρες παγκοσμίως έχουν δηλώσει συμμετοχή στο φεστιβάλ που θα λάβει χώρα το Μάρτιο του 2015. Η Ελλάδα, απαρέγκλιτα, μία εξ αυτών!

Η 5η "Γυναικεία Κραυγή" αφιερώνεται στη μνήμη των αδερφών Μιραμπάλ, τις αποκαλούμενες "πεταλούδες". 

Περισσότερα εν καιρώ...


22/11/14

Της ψυχής ο θραύστης...














Idea Vilariño

Ούτε απαλά
ούτε προσεκτικά.
Λες και
ξέρει απ' αυτά
η ζωή
της ψυχής ο θραύστης.




Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


****
 

Ni con delicadeza
ni con cuidado.
Acaso
tiene delicadeza
vivir
romperse el alma.


19/11/14

Οι κρυφοί ιαμβικοί επτασύλλαβοι της Βιλαρίνιο...





















Επιστολή 3η (Carta IΙΙ) p. 176

Αγαπημένε
σκέψου
πως πάντα σε προσμένω
προσμένω κάθε νύχτα
εδώ είμαι
δεν κοιμάμαι
δεν κάνω τίποτε άλλο
προσμένω
σε προσμένω.
Η ώρα πήγε μία.
Την πόρτα κλείνω τότε
αγάπη
και ελπίδα
και στη σκιά
της νύχτας
με μάτια ερημωμένα
κοιτάζω μα δεν βλέπω
χωρίς τη θλίψη δίχως
παράπονα
τον τοίχο.
Επίμονα κοιτάζω
ώσπου να ’ρθεί ο ύπνος.


(1959-1960)