Μα να συνηθίσει, τι;
Της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Η σπηλιά με τα βεγγαλικά
της Ζέφης Δαράκη
Εκδόσεις Νεφέλη
2014
«Επειδή το
χέρι σου/ έσφιγγε το τέλος της ζωής μες στο δικό μου/ Επειδή όσα ζήσαμε
παγώνουν σιγά σιγά/ το χρόνο των ποιημάτων που δεν τα ενδιαφέρει η αθανασία/
αλλά το πώς θα διαπλεύσουμε αυτή τη σχισμή/ του παγερού ρίγους που μας
διασχίζει»: Γι’ αυτό και όχι γι’ άλλο γράφει η Δαράκη την πιο πρόσφατη ποιητική
της συλλογή, που φέρει ρητή την αφιέρωση στον προσφάτως εκλιπόντα σύντροφό της
–και σπουδαίο ποιητή– Βύρωνα Λεοντάρη και αφορμάται από το γεγονός του χαμού
του.
Η συλλογή
χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, ακολουθούμενες από ένα μοναδικής λυρικότητας
κατευόδιο εν είδει επιμέτρου. Έτσι η ποιήτρια πορεύεται από τον πρώτο τρόμο της
απώλειας, στην ουσία του ίδιου του γεγονότος και το χαμό του Εσύ, στην
περιδιάβαση ύστερα περασμένων εικόνων, σκέψεων, αναμνήσεων, τόπων και προσώπων
σαν απόσταγμα μιας μοιρασμένης ζωής σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της λήθης, ώς
τον απόηχο τέλος του γεγονότος, της όποιας ‘συμφιλίωσης’ με αυτό και της
πορείας πλέον της ίδιας ως «μισοφαγωμένου κατόπτρου».
«Με τυλίγει με
ξετυλίγει ο τρόμος/ και μη ρωτάς γιατί η νύχτα/ ένας μεγάλος μαύρος λεκές είναι
η νύχτα / Από τότε που ξενιτεύτηκε τ’ όνειρο,/ ο μοναδικός μου Αναγνώστης
χάθηκε/ με κείνο το κουρελιασμένο παλτό και/ το αποτσίγαρο του βιαστικού
ουρανού στα χείλη». Εκκινώντας λοιπόν τρομοκρατημένη από το ερώτημα «Είναι
κανείς εδώ;» καταπιάνεται με την αναζήτηση της απάντησης. Μια ολόσωμη σκιά θα
της αποκριθεί από μια γωνιά του δωματίου, σκιά που η ίδια αλλού ονομάζει «βιολί
για πάντα κλειδωμένο», «δραπέτη», «απόκρημνο έρωτα», «περίτεχνο γλυπτό σε
δάσος», «μάτια που λάμπουν», «ερώτημα», και βέβαια «ουρανό», μα πάνω απ’ όλα
«όνειρο»: δεν είναι άλλη, από τη σκιά του Βύρωνα.
Του Βύρωνα που
«ήταν πάντα λυπημένος ήταν/ βαθύτατα λυπημένος και δεν ευτύχησε στη ζωή δεν
ευτύχησε/ Έμενε ξάγρυπνος τις περισσότερες φορές έβλεπε όνειρα,/ καταρράκτες
ονείρων Ξυπνούσε κοίταζε γύρω του/ τ’ απόνερα των ονείρων/ Οι πιο πιστοί του
αγορητές περιγελούσαν το ένδον ρίγος,/ οριστικά σχεδόν το αποκλείανε».
Κι εκείνη, να
αναθυμάται περασμένους περιπάτους, ολοένα διερωτώμενη: «Γιατί συναινώ/ με τόσο
άνεμο ζωής/ σε μακρινούς περιπάτους/ δίχως συνάντηση/ σε νοερούς διαλόγους…».
Θα καταλάβει και η ίδια πως επιμένει σε αυτό, θαρρείς αφηρημένα, και θα πει: «Η
λύπη/ δεν είναι πάντα μια άλλη πατρίδα/ που ξενιτεύει την ψυχή/ Είναι ίσως/ κι
ένα παλιό σκαρί ξαναβαμμένο στον ουρανό του/ Είναι το πιο απόμακρο χαμόγελο/
ενός αφηρημένου ανθρώπου/ αφηρημένου, από όσα/ του έχουν συμβεί». Ας μην φανεί
αμείλικτος λοιπόν ο αναγνώστης, κι ας σκύψει τρυφερά πάνω από αυτήν την
«αναδίπλωση της ψυχής/ επάνω στα σημάδια της…» Ας κάνει ησυχία για να ακούσει
την ποιήτρια και ας κατανοήσει την απόγνωσή της όταν του εκμυστηρεύεται: «Σαν
μια αμάθητη κοπέλα η ποίηση/ δε θα μπορέσει ποτέ/ να περιστρέψει από τον καρπό
του χεριού/ το χρυσό μήλο/ που είναι/ ένα ευτυχισμένο ημερόνυκτο ζωής/ Θα μάθει
όμως με τρεμάμενα δάχτυλα/ ν’ αγγίζει το χρυσό μήλο Ν’ αποκαλύπτεται/
κρυβόμενη/ και στον Όφι και/ στον Κηπουρό».
Στο
οδυνηρό αυτό ταξίδι της συνειδητοποίησης, αμείλικτοι παραστάτες στέκονται οι
καθρέφτες (ή κάτοπτρα) και τα είδωλά τους, καθρέφτες που προσωποποιούνται και
περιγελούν εχθρικοί την ποιήτρια και την κατάσταση που βιώνει. Ανάλογος είναι
και ο ρόλος των φαρδιών φορεμάτων, των χαμένων ρούχων και των παλιών ντουλαπών.
Διαρκές είναι και το παιχνίδι του σκοταδιού με το φως –σύμβολα πολλαπλά στη
Σπηλιά της Δαράκη–, φως που κάποτε σημαίνει τον σύντροφο-ποιητή ο οποίος διέλυε
«σαν οξύ το βουρκωμένο σκοτάδι του κόσμου».
Η σπηλιά με τα βεγγαλικά είναι γραμμένη
σε στίχο ελεύθερο, με εξίσου ελεύθερη μορφή, η οποία υπαγορεύεται στην ποιήτρια
από τον ειρμό των σκέψεών της. Η γλώσσα της είναι καθημερινή, με απρόσμενους
συνδυασμούς λέξεων και ένα ύφος θρηνητικό, δίχως όμως συναισθηματισμούς, παρά
με την επιβλητική υποβλητικότητα της απώλειας, της αδυναμίας και της βαθιάς
θλίψης. Η συλλογή συνιστά την προσπάθεια εξωτερίκευσης μιας εσωτερικότητας δομημένης
με τρόπο λυρικό, με άλλα λόγια μια άναρθρη κραυγή και την προσπάθεια έκφρασής
της. Η μεγάλη αναμέτρηση λοιπόν της ποιήτριας είναι εκείνη με τη βουβή σιωπή που
μεταξύ άλλων την ονομάζει «το αμίλητο», «το άλεκτο», «το σιωπηρό», «το
ανέκφραστο», «το ανείπωτο».
Μπροστά
σε αυτό το αμείλικτο Αμίλητο, εμείς δεν μπορούμε παρά να αισθανόμαστε αιδώ,
όπως και για την αφελή μας προσπάθεια να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, επεμβαίνοντας
στη βαθιά, απόλυτα ανθρώπινη και συνάμα θαυμαστά υπερκόσμια συνομιλία της
ποιήτριας με τον «μοναδικό της Αναγνώστη».
Αθήνα, Μάρτιος 2015