Το τελευταίο αντίο σε έναν αμετανόητο αντιρρησία
Γράφει η Έλενα Σταγκουράκη
Νομπέλ λογοτεχνίας το 1998, μεταφράσεις έργων του σε 25 γλώσσες, ένα
πιστό αναγνωστικό κοινό, διασπαρμένο σε όλον τον κόσμο: όχι και λίγα για έναν
άνθρωπο που, όπως έλεγε, δεν είχε καμιά φιλοδοξία και ποτέ δεν είπε ότι θα
γίνει κάτι στη ζωή του.
Γενημμένος το
1922 σ’ ένα μικρό χωριό της Πορτογαλίας, ο Ζοζέ Σαραμάγκου πέρασε την παιδική
του ηλικία στην πορτογαλική ύπαιθρο, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια αγροτών και
βιώνοντας «το κρύο του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού και –μερικές φορές–
την πείνα». Μαζί μ’ αυτά όμως, έζησε την ομορφιά της φύσης κι έκανε βίωμά του
την αρμονία που τη χαρακτηρίζει, περνώντας νύχτες κάτω από δέντρα με τον παππού
του, «τον πιο σοφό άνθρωπο» που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Αυτός είναι και ο
λόγος για τον οποίο ο ίδιος δε θα άλλαζε ποτέ, όπως είχε πει σε συνέντευξή του,
το παραμικρό στην καταγωγή του. Ο παππούς και η γιαγιά του, χοιροτρόφοι,
άνθρωποι απλοί κι αγράμματοι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Σαραμάγκου,
διδάσκοντας κι εμπνέοντάς τον στο σχηματισμό τόσο της προσωπικής του κοσμοθεωρίας,
όσο και των ίδιων των λογοτεχνικών του χαρακτήρων.
Ο Σαραμάγκου
δεν έλαβε κλασική παιδεία, καθώς, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της
οικογένειας, έπρεπε να δουλεύει. Παρακολουθούσε μαθήματα σε νυχτερινή τεχνική
σχολή, ενώ τη μέρα εργαζόταν σε συνεργείο αυτοκινήτων. Μόνος του μελετούσε, φιλομαθής
καθώς ήταν, στις δημόσιες βιβλιοθήκες, έχοντας αναπτύξει ενδιαφέρον για την
ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα.
Όσο παράδοξη
ήταν η «μέθοδος» εκπαίδευσής του, άλλο τόσο ήταν η πορεία του ως συγγραφέα. Το
πρώτο του μυθιστόρημα το εξέδωσε σε ηλικία 24 ετών και μετά από ένα σύντομο
διάλειμμα πλέον των τριάντα ετών, επέστρεψε με το δεύτερο βιβλίο του, σε ηλικία
55 ετών. Πιο σημαντικό ακόμα, κατόρθωσε μέσα στα επόμενα 25 χρόνια να
καθιερωθεί στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα, απέσπασε το βραβείο Νομπέλ
λογοτεχνίας, είδε τα έργα του ν’ ανεβαίνουν στο θέατρο και να μεταφέρονται στη
μεγάλη οθόνη, αγαπήθηκε και ταυτόχρονα κατακρίθηκε από δικούς και ξένους όσο
ελάχιστοι. Έχοντας συμπληρώσει 87 χρόνια «βιωμένης» ζωής, πράγμα για το οποίο
ήταν περήφανος, μας άφησε στις 18 Ιουνίου, αφήνοντας ταυτόχρονα το κενό πίσω
του δυσαναπλήρωτο.
Ο Σαραμάγκου
συνήθιζε να λέει: «Ζω μέσα στον κόσμο και αυτό νομίζω ότι είναι το φως που
φωτίζει το δρόμο μου». Πράγματι, το μόνο που δεν υπήρξε ο Σαραμάγκου είναι ένας
διανοούμενος θωρακισμένος πίσω απ’ το γραφείο και τα χειρόγραφά του,
αποκομμένος απ’ τον έξω κόσμο και τα πάθη του. Πάνω απ’ όλα, υπήρξε ον πολιτικό
και πολιτικοποιημένο, στοιχείο που βρήκε διέξοδο και στο συγγραφικό του έργο,
καθιστώντας τον επίσης συγγραφέα πολιτικό. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος
από το 1969, δεν κουράστηκε να καυτηριάζει την ανοησία, ανικανότητα και ματαιοδοξία
των εξουσιαζόντων, να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προειδοποιώντας για ένα
μέλλον βίαιο και δυσοίωνο (όπως αρμόζει σ’έναν απαισιόδοξα σκεπτόμενο) και να
διαλαλεί την ανάγκη γι’ αλλαγή. Δε δίστασε να εξαπολύσει κατ’ επανάληψη
προσωπική επίθεση κατά των προέδρων Μπους και Σαρκοζύ και του πρωθυπουργού
Μπερλουσκόνι, με τον τελευταίο μάλιστα να εμποδίζει την έκδοση των έργων του
συγγραφέα στην Ιταλία. Αν και απαισιόδοξος, και γνωρίζοντας απ’ την καλή και
την ανάποδη τη φύση του ανθρώπου και το πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει, ο
Σαραμάγκου χαρακτηριζόταν από αγάπη και πίστη στον άνθρωπο. Αυτή η αγάπη είναι
διάχυτη στις σελίδες των μυθιστορημάτων του, αλλά εκδηλώνεται και στη «σχέση
στοργής» με τους αναγνώστες του. Επίσης, φαίνεται κι από ένα Σαραμάγκου
κοινωνικά ευαίσθητο, ο οποίος με την πένα του πολεμούσε ενάντια στην κάθε
είδους εκμετάλλευση, τις προκαταλήψεις, το σεξισμό, αλλά και υπέρ της προστασίας
του περιβάλλοντος και των ζώων. Εφ’όρου ζωής υπήρξε πολέμιος των ανά την υφήλιο
θρησκειών κι Εκκλησιών, οι οποίες κατά τη γνώμη του δεν έφερναν κοντά τους
λαούς, αλλά τους απομάκρυναν. Κατέκρινε την Καθολική Εκκλησία, ενώ «Το κατά
Ιησούν Ευαγγέλιο» λογοκρίθηκε στην Πορτογαλία, οδηγώντας το συγγραφέα στην
αυτοεξορία, στο νησί Λανθαρότε της Ισπανίας. Γενικότερα όμως, παρόλο που το
έργο του ήταν αποδεκτό, ο ίδιος υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με τους
συμπατριώτες του να τον θεωρούν ψυχρό κι αλαζονικό. Ουδείς προφήτης στον τόπο
του: γιατί ν’ αποτελέσει ο Σαραμάγκου εξαίρεση;
Όσο για το λογοτέχνη
Σαραμάγκου, πρόκειται για ιδιοφυία: ανατρέπει την ιστορία, διορθώνει το
παρελθόν, επεμβαίνει στο μέλλον, κι όλα αυτά με σύμμαχο τις αυθεντικές ιδέες,
συνοδοιπόρο την αλληγορία και δάσκαλους… τους χαρακτήρες των έργων του, όντας ο
ίδιος «δημιουργός των ηρώων και δημιούργημα δικό τους». Τι να πρωτοπεί κανείς;
Να μιλήσει για το φουτουριστικό και δυστοπικό στοιχείο στο έργο του που
δημιουργεί ακυρωμένους παραδείσους; Να αναφέρει τον καθολικό χαρακτήρα των
βιβλίων του, στα οποία δεν ορίζεται ούτε συγκεκριμένος χώρος, ούτε
συγκεκριμένος χρόνος, κάποιες φορές ούτε καν ονόματα; Ή μήπως δε θα συνιστούσε
παράλειψη να μην αναφερθεί ο φυσικός τρόπος με τον οποίο ο Πορτογάλος
συγγραφέας περιγράφει ακόμα και τα πιο τραγικά και παράλογα συμβάντα,
προκαλώντας ένα παραξένεμα που θυμίζει Μπρεχτ και Κάφκα; Να μην προσθέσουμε την
πάγια τακτική του Σαραμάγκου να είναι πάντα παρών στα έργα του, τα πανθ’ ορών,
ο μόνιμος Αφηγητής και συνδετικός κρίκος των έργων, μη διστάζοντας μάλιστα να
παρέμβει ευθέως στην αφήγηση για να σχολιάσει; Για το τέλος έμεινε ν’ αναφερθεί
το καλύτερο∙ το μορφολογικό εκείνο χαρακτηριστικό, τόσο ίδιο του Σαραμάγκου, αυτό
που κάνει εκείνον ξεχωριστό και τον αναγνώστη δρομέα –θαρρείς– μακρινών
αποστάσεων: η ιδιορρυθμία, καλύτερα, η απουσία σχεδόν της στίξης. Η φειδωλή
χρήση κόμματος και τελείας (τα μόνα σημεία στίξης στον κόσμο του Σαραμάγκου) ενώνει
αφήγηση, διάλογο, μονόλογο και σκέψεις των ηρώων, καθιστώντας τα όριά τους ασαφή,
εξού και γοητευτικά.
Μη μας παραπλανά όμως το μέγεθός του
ως συγγραφέα μυθιστοριογράφου. Ο Σαραμάγκου υπήρξε επιπλέον ποιητής,
μεταφραστής, δημοσιογράφος, διευθυντής εφημερίδων, διηγηματογράφος και κριτικός
λογοτεχνίας: άλλη μια απόδειξη για ένα πνεύμα ανήσυχο και πολυδιάστατο. Πάνω
απ’ όλα, ο Σαραμάγκου υπήρξε σοφός και προφητικός, καθώς πριν μία δεκαετία
κιόλας έλεγε: «Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. Δε γίνεται κάποιος να μην πιστεύει
σε τίποτε. Σήμερα το μόνο που μας απασχολεί είναι το εφήμερο. Μας ενδιαφέρουν
καθόλου οι γενιές που θα έρθουν; Τι είναι ο άνθρωπος αν δε σκέφτεται τα παιδιά
του;» Επίσης: «Τα πάντα γύρω μας είναι έτοιμα να εκραγούν και εμείς το μόνο που
κάνουμε είναι να προσπαθούμε να τα μπαλώσουμε.»
Όταν ρώτησαν
το Σαραμάγκου, πριν χρόνια, αν φοβάται το θάνατο, απάντησε αρνητικά,
προσθέτοντας ότι «η απειλή του τέλους κάνει ενδιαφέρουσα τη διαδρομή». Εξάλλου,
γιατί να φοβάται ο Σαραμάγκου το θάνατο; Ήδη έχει κερδίσει την Αθανασία.
Εκείνος μας αποχαιρετά: Η φωνή μου «θέλησε να γίνει η ηχώ της φωνής όλων μαζί
των ηρώων μου. Δεν έχω, έτσι κι αλλιώς, άλλη φωνή από τη φωνή που έχουν
εκείνοι. Συγχωρήστε με αν σας φάνηκε λίγο αυτό που είναι για μένα το παν».
Αναδημοσίευση από την εβδομαδιαία έκδοση "Διαδρομές" της εφημερίδας "Χανιώτικα Νέα" της 3ης Ιουλίου 2010 (σελ. 18).
4 σχόλια:
Το έχουμε πει: Μέγιστος συγγραφέας.
Ναι, όντως το έχουμε πει, με διάφορους τρόπους και σε διάφορους τόνους..
Την καλημέρα μου!
Δημοσίευση σχολίου