Heinrich Böll
Στὴ γέφυρα
(An der Brücke)
ΟΥ
ΕΚΑΝΑΝ ΡΑΜΜΑΤΑ στὰ πόδια καὶ μοῦ ἔδωσαν τέτοιο πόστο ποὺ νὰ
μπορῶ νὰ κάθομαι. Τί πόστο; Μετρῶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περνοῦν
ἀπ’ τὴν καινούργια γέφυρα. Τὸ χαίρονται νὰ μποροῦν ν’
ἀποδείξουν τὴν ἀξιοσύνη τους μὲ νούμερα, ξετρελαίνονται μὲ
αὐτὸ τὸ ἀνούσιο Τίποτα, φτιαγμένο ἀπὸ μερικὰ ψηφία, καὶ
ὅλη μέρα, ναί, ὅλη μέρα πηγαίνει τὸ ἄλαλο στόμα μου σὰν
μηχανισμὸς ρολογιοῦ ποὺ καταγράφει τὸ ἕνα ψηφίο μετὰ τὸ
ἄλλο γιὰ νὰ τοὺς χαρίσει κατὰ τὸ βράδυ τὸ θρίαμβο ἑνὸς
ἀριθμοῦ.
Τὰ πρόσωπά τους λάμπουν σὰν
τοὺς ἀνακοινώνω τὸ ἀποτέλεσμα. Ὅσο δὲ μεγαλύτερος ὁ
ἀριθμός, τόσο περισσότερο λάμπουν ἐκεῖνοι, ἔχοντας πλέον
ἕνα λόγο νὰ ξαπλώσουν εὐχαριστημένοι στὸ κρεβάτι τους. Πῶς
ἀλλιῶς, ἀφοῦ πολλὲς χιλιάδες ἀνθρώπων περνοῦν καθημερινῶς
ἀπὸ τὴν καινούρια τους γέφυρα;
Κι ὅμως, οἱ στατιστικές τους
δὲν εὐσταθοῦν. Νὰ μὲ συγχωρήσουν, ἀλλὰ δὲν ἀληθεύουν. Εἶμαι
ἀναξιόπιστος, ἂν καὶ καταφέρνω νὰ προκαλῶ στοὺς ἄλλους τὴν
ἐντύπωση τοῦ εὐσυνείδητου.
Κατὰ βάθος μὲ χαροποιεῖ νὰ
καταπίνω ποῦ καὶ ποῦ κανέναν περαστικό, ἐνῶ ἄλλες φορὲς
πάλι, αἰσθανόμενος συμπόνια, τοὺς χαρίζω μερικούς. Κρατῶ τὴν
τύχη τους στὰ χέρια μου. Ὅταν εἶμαι ὀργισμένος ἢ δὲν ἔχω νὰ
κάνω τσιγάρο, τοὺς δίνω μόνο τὸ μέσο ὅρο, ἴσως καὶ κάτω ἀπ’ τὸ
μέσο ὅρο. Ὅταν πάλι ἡ καρδιά μου ἀγαλλιᾶ καὶ εἶμαι
χαρούμενος, ἐπιτρέπω στὴ γενναιοδωρία μου νὰ μετουσιωθεῖ
σὲ ἀριθμοὺς πενταψήφιους. Καὶ εἶναι τότε τόσο εὐτυχεῖς! Μοῦ
ἁρπάζουν τὸ ἀποτέλεσμα ἀπ’ τὰ χέρια, μὲ χτυποῦν
ἐπιδοκιμαστικὰ στὸν ὦμο καὶ τὰ μάτια τους λάμπουν. Δὲν ἔχουν
ἰδέα! Καὶ μετὰ ρίχνονται στοὺς πολλαπλασιασμοὺς καὶ τὶς
διαιρέσεις καὶ τὶς ποσοστοποιήσεις καὶ ξέρω ’γὼ τί ἄλλο.
Λογαριάζουν πόσοι ἄνθρωποι περνοῦν ἀπ’ τὴ γέφυρα κάθε λεπτὸ
καὶ πόσοι θὰ ἔχουν περάσει ἀπ’ αὐτὴ σὲ δέκα χρόνια. Ἀγαποῦν τὸ
συντελεσμένο μέλλοντα, λατρεύουν τὸν συντελεσμένο
μέλλοντα, εἰδικεύονται στὸν συντελεσμένο μέλλοντα. Κι ὅμως,
νὰ μὲ συγχωρήσουν, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ δὲν ἰσχύουν…
Σὰν περνᾶ ἀπ’ τὴ γέφυρα ἡ μικρή μου ἀγαπημένη —καὶ περνᾶ δυὸ φορὲς ἡμερησίως—, τότε ἡ καρδιά μου σταματᾶ. Ὁ
ἀκούραστος χτύπος τῆς καρδιᾶς μου ἁπλῶς παύει, ἕως ὅτου
ἐκείνη στρίψει στὴν ἀλέα καὶ χαθεῖ. Καὶ ὅλους, ὅσοι τυχαίνει
νὰ περνοῦν στὸ μεταξύ, τοὺς ἀποσιωπῶ. Αὐτὰ τὰ δύο λεπτὰ
ἀνήκουν σ’ ἐμένα, εἶναι δικά μου καὶ δὲν τοὺς ἐπιτρέπω νὰ μοῦ
τὰ πάρουν. Καὶ τὸ βράδυ πάλι, καθὼς ἐκείνη ἐπιστρέφει ἀπ’ τὸ
παγωτοπωλεῖο, καθὼς ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ πεζοδρομίου
προσπερνᾶ τὸ στόμα μου —αὐτὸ τὸ στόμα ποὺ συνεχῶς μετρᾶ καὶ
μετρᾶ—, σταματᾶ καὶ πάλι ἡ καρδιά μου κι ἐγὼ ἀρχίζω ξανὰ νὰ
μετρῶ μονάχα σὰν τὴ χάσω ἀπ’ τὰ μάτια μου. Καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν
τὴν τύχη νὰ περάσουν σὲ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ λεπτὰ ἐμπρὸς ἀπ’ τὰ
τυφλά μου μάτια, δὲν περνοῦν στὴν αἰωνιότητα τῶν στατιστικῶν.
Ἄνδρες-σκιές, γυναῖκες-σκιές, ἀνύπαρκτες ὀντότητες ποὺ δὲ θὰ
βαδίσουν ποτὲ στὸ συντελεσμένο μέλλοντα τῶν στατιστικῶν…
Φῶς φανάρι πὼς τὴν ἀγαπῶ.
Ἐκείνη ὅμως δὲ γνωρίζει τίποτα κι οὔτε θὰ ἤθελα νὰ τὸ μάθει.
Δὲν πρέπει κὰν νὰ διανοηθεῖ κατὰ τί ἀπαίσιο τρόπο ἀλλοιώνει
τοὺς ὑπολογισμούς· ἀντιθέτως, πρέπει νὰ παραμείνει ἀθώα κι
ἀνυποψίαστη καὶ μὲ τὰ μακριὰ καστανά της μαλλιὰ καὶ τὰ
ντελικάτα πόδια της νὰ συνεχίσει νὰ πηγαίνει στὸ
παγωτοπωλεῖο καὶ νὰ παίρνει γερὸ φιλοδώρημα. Τὴν ἀγαπῶ.
Εἶναι ὁλοφάνερο, τὴν ἀγαπῶ.
Πρόσφατα μοῦ ἔκαναν ἔλεγχο.
Τὸ παιδὶ ποὺ κάθεται ἀπέναντι καὶ μετρᾶ τ’ αὐτοκίνητα μοῦ τὸ
σφύριξε ἐγκαίρως καὶ πρόσεχα ὅσο δὲν πάει ἄλλο. Μετροῦσα
μανιωδῶς. Χιλιομετρητὴς δὲ θὰ μετροῦσε καλύτερα. Ὁ ἴδιος ὁ
προϊστάμενος τῆς στατιστικῆς ὑπηρεσίας στάθηκε
ἀπέναντι, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ δρόμου, καὶ συνέκρινε
ἀργότερα τὸ ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς του καταμέτρησης γιὰ μία
ὁρισμένη ὥρα μὲ τὸ δικό μου ἀποτέλεσμα. Μοῦ ἔλειπε μόνον
ἕνας. Πέρασε ἡ μικρή μου ἀγαπημένη καὶ ποτὲ μὰ ποτὲ δὲ θὰ
ἐπέτρεπα νὰ μεταφερθεῖ τὸ ὄμορφο αὐτὸ κορίτσι σὲ
συντελεσμένο μέλλοντα. Αὐτήν, τὴ μικρή μου ἀγαπημένη, δὲν
τὴν πολλαπλασιάζει, οὔτε τὴ διαιρεῖ κανείς, κανεὶς δὲν τὴν
μετατρέπει σὲ ποσοστιαῖο Τίποτα. Αἱμορραγοῦσε ἡ καρδιά μου
ποὺ ἔπρεπε νὰ συνεχίσω τὸ μέτρημα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τὴν
κοιτάζω καθὼς περνοῦσε, ἀλλὰ καὶ στὸ παιδὶ ἀπέναντι ποὺ
μετράει τ’ αὐτοκίνητα εἶμαι εὐγνώμων. Ἦταν γιὰ ‘μένα θέμα
ζωῆς καὶ θανάτου.
Ὁ προϊστάμενος μὲ χτύπησε
ἐπιδοκιμαστικὰ στὸν ὦμο καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶμαι καλός, πιστὸς
κι εὐσυνείδητος. «Ἕνας λιγότερος δὲν εἶναι τίποτε» εἶπε.
«Εἶναι στὰ ὅρια τοῦ στατιστικοῦ σφάλματος. Θὰ ζητήσω νὰ
μετατεθεῖτε στὶς ἅμαξες.»
Ἅμαξες; Τώρα ἔπιασα τὴν
καλή! Ἅμαξες σημαίνει ἀραλίκι δίχως προηγούμενο. Περνοῦν
τὸ πολὺ 25 ἅμαξες τὴ μέρα καὶ δὲν εἶναι δὰ καὶ δύσκολο νὰ περνᾶς
στὸ ἑπόμενο νούμερο κάθε μισὴ ὥρα. Γι’ αὐτὸ λέω: ἀραλίκι!
Στὶς ἅμαξες θὰ ἦταν
ἐκπληκτικά. Μεταξὺ τέσσερις κι ὀχτὼ ἀπαγορεύεται ἡ
κυκλοφορία τους στὴ γέφυρα καὶ θὰ μποροῦσα νὰ πηγαίνω γιὰ
περίπατο ἢ στὸ παγωτοπωλεῖο, νὰ τὴν κοιτάζω μὲ τὶς ὧρες ἢ
ἀκόμα καὶ νὰ τὴ συνοδεύω στὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι ἕως ἑνὸς
σημείου, τὴ μικρή μου ἀκαταμέτρητη ἀγαπημένη…
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 29.11.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου