Γιάννης Βαρβέρης
Η Σαλώμη στα νύχια του Δράκουλα
Πλατεία του Αίματος.
Σε τοστάδικο κίτρινο
δίχως μπέρτα και μ' άσπαστο πρόσωπο
σε καμάκωσα. Τώρα τρώμε∙
εγώ το λαιμό σου με τα μάτια σαν έλκηθρα
στου χιονιού τα χιλιόμετρα.
Είμαι ωραίος. Το ξέρω. Και παίζεις:
δυο μικρά ρολογάκια τα στήθια σου
να χτυπούν τακ τις στάλες του ιδρώτα μου
αργά∙ πουκάμισα ενός κόσμου που μίσησα
όλο λίμνες και δίνες και ρεύματα
σπάζουν πάνω στα βράχια του μπλου-τζήν.
Να βουτήξω τα νύχια στις φλέβες του
και να γδάρω
της αλαζόνος Τρανσυλβανίας το χάρτη
στα αιμοφόρα σου.
Αλλά τι να σου λέω για προγόνους
εργαστήρια χειρόγραφα πύργους
που δαγκώνεις το τοστ σαν κορμί
κι η λιωμένη γραβιέρα του στάζοντας όλα
τα υπόσχεται.
Μα έχω γίνει σαν τσίχλα που ξέχασες
κολλημένη στο αυτί σου με πας
πού με πας δεν ακούς ξεριζώνονται
κάτι σπλάχνα καθώς
σπάει το χάραμα
σαν το πρώτο το αχ κλειδαρότρυπας
όπου ανοίγεις κι ο Μέγας Καρπάθιος
προσφυγιά γκαρσονιέρας
στην καρδούλα μου αιώνων ταφόπλακα
ακουμπάω καντηλάκια
τα δυο σου πάλλευκα μάρμαρα τα μαλακά.
Με τρυπάει απ' τις γρίλιες
γιαταγάνι φωτός
προσκυνώντας σου τώρα
το χρυσό
σταυρουδάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου