Αργύρης Χιόνης
Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω. Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.
********************
Τα βιβλία μπούχτισαν τη σοφία τους, δεν μπορούσαν πια ούτε μια τυπωμένη λέξη ν' αντικρίσουν, σβήσαν όλες τις σελίδες τους, σβήσαν τους χρυσούς τίτλους απ' τα εξώφυλλά τους, έπαψαν να 'ναι βιβλία.
Ο άνθρωπος δεν πήρε τίποτα χαμπάρι, συνέχισε να τα βγάζει απ' τη βιβλιοθήκη, να τα ξεσκονίζει, να τα ξεφυλλίζει, να βυθίζεται μέσα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου