Alberto Salcedo Ramos
Το
πιο μισητό κορίτσι του κόσμου
(Στη Χάρι)
Δεν
υπήρξε στα παιδικά μου χρόνια κορίτσι πιο αντιπαθητικό απ’ την Σοκορίτο Πίνο.
Παραδέχομαι
ότι πολλές ήταν οι φορές που προσευχήθηκα στο Θεό να την αφήσει φαφούτα, να μην
της βγουν ξανά ποτέ τα πάνω δόντια, ή ακόμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να
την πάρουν –με δόντια ή χωρίς– στο πιο απομακρυσμένο σημείο του πλανήτη, οπότε
δε θα μάθαινα ποτέ ξανά νέα για εκείνην και το τι κάνει.
Και
σήμερα ακόμα, εξακολουθώ πεπεισμένος ότι εκείνη η αγανάκτηση ήταν άκρως
δικαιολογημένη: Η Σοκορίτο Πίνο κατέστρεφε κάθε μου χαρά, ενώ άλλο σκοπό δε
φαινόταν να ’χει, απ’ το να μη μ’ αφήνει ούτε λεπτό σε ησυχία. Όταν τσακωνόμουν
με την Χάρι, την αδερφή μου, νά ’σου εμφανιζόταν η Σοκορίτο, σαν φάντασμα
βγαλμένο απ’ το χειρότερο εφιάλτη, για να μ’ εμποδίσει να τη δείρω. Τα
κατάφερνε, είτε μπαίνοντας ανάμεσα σε ’μένα και την αδερφή μου, είτε
μαρτυρώντας τα όλα στον παππού μου.
Όταν,
μετά το μπάνιο, έπαιρνα θέση μπροστά στον καθρέφτη για να χτενιστώ, το παλιοκόριτσο επέμενε ότι άδικα
έχανα το χρόνο μου: μια φορά, τα χτενίσματα θαύματα δεν κάνουν.
Πολλοί
απ’ τους μεσημεριανούς ύπνους μου, που εκείνη την εποχή ήταν ιεροί, διακόπηκαν
απότομα απ’ τη Σοκορίτο Πίνο, η οποία μου τραβούσε τα δάχτυλα των ποδιών και
μετά έβγαινε τρέχοντας, με ένα γελάκι θριάμβου που μου έκανε τα νεύρα κρόσσια.
Καθώς
–πού την έχανες, πού την έβρισκες– στο σπίτι μου τριγυρνούσε, ήξερε το μυστικό
που μ’ έκανε να ντρέπομαι, ότι δηλαδή εγώ, αν και δωδεκαετής, έβρεχα ακόμα το
στρώμα μου τις νύχτες και τολμούσε μάλιστα να με ρωτά πώς και δε μου φαινόταν
ντροπιαστικό κάτι τέτοιο. Μια μέρα, μέχρι που έφτασε να μου πει πως εκείνη δεν
πίστευε ότι έβρεχα το στρώμα από κάποια δυσλειτουργία, αλλά απλώς και μόνο από
την υπερβολική βαρεμάρα μου να σηκωθώ τα χαράματα και να πάω στην τουαλέτα.
Κάποια
άλλη στιγμή, η Σοκορίτο Πίνο πέρασε απ’ το πάρκο τη στιγμή ακριβώς που κολλούσα
μια τσίχλα στο κεφάλι ενός απ’ την ομάδα και του φώναζα που αστόχησε σ’ ένα
τόσο εύκολο γκολ. Αμέσως μου κούνησε επιπληκτικά το δείκτη του χεριού της και,
παρόλο που δεν κατάλαβα τι μου είπε, ήμουν σίγουρος ότι θα πάει να τα πει όλα
χαρτί και καλαμάρι στον παππού μου. Αμ’ έπος, αμ’ έργον: ο παππούς μου μού
’δωσε αργότερα ένα γερό χέρι ξύλο που ακόμα το θυμάμαι.
Μέσα
σε λυγμούς και θρήνους έριξα το φταίξιμο για ό,τι συνέβη στη Σοκορίτο,
σκεπτόμενος, ο αφελής, ότι αυτό θα βάρυνε τη συνείδησή της. Το μόνο που
κατάφερα ήταν να μου απαντήσει ψυχρά, με μια φράση που, σαν να μην έφταναν όλ’
αυτά, έκρυβε καινούργιες απειλές: «Τζάμπα κουράζεσαι», είπε, μ’ έναν αέρα
ενηλίκου, «τα παιδιά δε λένε κακές κουβέντες».
Δεν θα
παραστήσω τον άγιο. Στην πραγματικότητα, όπως μπορείτε ν’ αντιληφθείτε κι από
το περιστατικό στο πάρκο, δεν ήμουν δα και κανένα αγγελούδι. Όμως ορκίζομαι ότι
ποτέ μα ποτέ δεν έδωσα πάτημα στη Σοκορίτο Πίνο, ώστε να εισβάλει σε κάθε γωνιά
του ζωτικού μου χώρου και να μη μ’ αφήνει ν’ αναπνεύσω, ούτε όταν έπαιζα
ποδόσφαιρο, ούτε καν όταν κοιμόμουν. Ποτέ δε ζήτησα τη συντροφιά της. Ποτέ δεν
πήγα σπίτι της να την ενοχλήσω, κι ας μέναμε στον ίδιο δρόμο. Σε αντίθεση μ’
εκείνην, που μοναδικός της στόχος έμοιαζε να ’ναι η εξόντωσή μου, δε σηκωνόμουν
το πρωί σκαρφιζόμενος σχέδια για να την εκνευρίσω. Πολύ απλά, η Σοκορίτο είχε
γίνει η σκιά μου, πηγαίνοντας όπου πήγαινα εγώ, καταστρέφοντας τις μέρες μου μ’
αξιέπαινη αποτελεσματικότητα.
Πρέπει να
ξεκαθαρίσω ότι η Σοκορίτο πάντα έπαιρνε το μάθημά της για όσα μου έκανε. Για
παράδειγμα, πήρα το αίμα μου πίσω για τον ξυλοδαρμό που υπέστη εξαιτίας της
όταν εκείνη με μαρτύρησε στον παππού μου για τα του πάρκου∙ δυο μέρες αργότερα,
της κατάφερα ένα φοβερό χτύπημα στο σβέρκο που την έκανε να τσιρίζει γι’ αρκετή
ώρα.
Πάντα έπαιρνα
τη ρεβάνς μου, κι ας μην ήταν άμεση. Δε θυμάμαι να της τη χάρισα ούτε μία φορά
για κάποια επίθεσή της. Για τον ύπνο που μου χαλούσε η Σοκορίτο στις τρεις το
μεσημέρι, έπαιρνα εκδίκηση –ως όφειλα– στις πέντε το απόγευμα ή, το αργότερο,
την άλλη μέρα το πρωί. Αυτό δεν ήταν και τόσο δύσκολο, καθώς, μπορεί η Σοκορίτο
να έψαχνε τρέχοντας καταφύγιο στον έναν και στον άλλο δρόμο, ωστόσο αργά ή
γρήγορα επέστρεφε.
Το σωστό να
λέγεται: πολλές φορές υπήρξα δριμύτερος απ’ ό,τι εκείνη με ’μένα. Κι όμως,
καθόλου δεν το μετάνιωνα, καθώς ο σκοπός ήταν όχι μόνο να πατσίσουμε, αλλά και
να τη φοβερίσω, ώστε να μην εμφανιστεί ποτέ πια μπροστά στα μάτια μου. Όλα
μάταια: τη χτυπούσα, μετά έκλαιγε, μετά αποσυρόταν σπίτι της και μετά, σαν
τίποτα να μην είχε γίνει, νά την πάλι δίπλα μου, έτοιμη για νέες σκανδαλιές.
Η Σοκορίτο
Πίνο είχε μαλλιά μαύρα και πλούσια. «Όμορφα μαλλιά» έλεγαν οι άλλοι. Καλά,
μπορεί να ίσχυε αυτό όταν ήταν στεγνά, όταν όμως ήταν βρεγμένα και
φρεσκοχτενισμένα, τους έκανε μια απαίσια χωρίστρα στη μέση. Όπως και να ’χει, η
έλξη που αισθανόμουν γι’ αυτά τα μαλλιά δε σχετιζόταν με την αισθητική, αλλά
μάλλον με τον βανδαλισμό, καθώς εκεί είναι που ξεσπούσα για τα καπρίτσια της
κατόχου τους. Η μικρή δεν ήταν καλοντυμένη, αντιθέτως πάντα ξυπόλυτη και πάντα με
το στρίφωμα του φορέματός της ξηλωμένο. Πέραν τούτου, έδινε την εντύπωση ότι
ήταν πάντα βρώμικη. Με έκαναν έξω φρενών οι θείες μου, όταν τις άκουγα να λένε
ότι ήταν όμορφη.
Τα δόντια της
μια απ’ τα ίδια: όλος ο κόσμος έλεγε ότι ήταν ωραία, εκτός από ’μένα που πάντα
τ’ αντιμετώπιζα απλά ως ανόητο όπλο. Η κατάσταση χειροτέρεψε κι έφτασα στο
σημείο να τη χτυπώ χωρίς να μου έχει κάνει εκείνη κάτι, αλλά μόνο και μόνο από
το θράσος της να υπάρχει και να ’ρχεται δίπλα μου με εκείνον τον αέρα της
αυτάρκους νεάνιδος. Δεν έχω ιδέα γιατί η Σοκορίτο δεν παραπονέθηκε ποτέ στον
αδερφό της, ένα γίγαντα 15 ετών τον οποίο έτρεμε το μισό χωριό του Αρενάλ.
Ομολογώ ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο μού προκαλούσε κρίση πανικού. Κάποια φορά έπαιζα
κάποιο επιτραπέζιο, μόνος, κι εκείνη πλησίασε, πήρε τα ζάρια και κατέληξε να
γίνει συμπαίκτρια, χωρίς να ’χει την καλή προαίρεση να μ’ αφήσει να νικήσω, εις
ένδειξη ευγνωμοσύνης που τη δέχτηκα –αν και απρόσκλητη– στο παιχνίδι. Και δεν
ήταν μόνο αυτό∙ με κορόιδευε από πάνω για την ήττα μου, με μεγάλη αναισθησία.
Εκείνη τη μέρα
τη δάγκωσα στο μπράτσο, της είπα να φύγει και να μ’ αφήσει ήσυχο και, σαν να
μην έφταναν αυτά, την κορόιδευα για τον τρόπο που πρόφερε τις λέξεις. Εκείνη
έφυγε κλαίγοντας υστερικά, όπως πάντα∙ κι όπως πάντα, έχοντας ένα αθώο βλέμμα, σαν
να ήμουν εγώ ο κακός της υπόθεσης και σαν να μην ήταν εκείνη σε θέση να
πειράξει ούτε μυρμήγκι. Το πιο περάξενο όμως ήταν άλλο: στα μάτια της δεν
υπήρχε ίχνος κακίας, ούτε όταν έκλαιγε για τις τιμωρίες μου, ούτε όταν εκείνη
ερχόταν και μ’ ενοχλούσε. Σε λιγότερο από μισή ώρα επέστρεψε δριμύτερη, με
περισσότερη ενέργεια και καινούργια πειράγματα. Εγώ κοιμόμουν στο δωμάτιο της
θείας Λίβιας, όταν η Σοκορίτο μου τάραξε τον ύπνο ρίχνοντάς μου στο πρόσωπο
μπόλικο βρωμερό ξύδι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδα κι αυτά ήταν όλα
όλα, όσα ζήσαμε: μια ιστορία με χοντράδες, πειράγματα κι αδεξιότητες.
Έτσι θα
συνέχιζε –ποιος ξέρει έως πότε– ο φαύλος κύκλος, αν δε μετακόμιζε η οικογένεια
Πίνο Βιγιάλμπα στην Καρταχένα για ν’ αλλάξει παραστάσεις. Σας βεβαιώ –όπως ένα
κι ένα κάνουν δύο– ότι μετά από λίγες μόνο ώρες ούτε θυμόμουν την ύπαρξη κάποιας
Σοκορίτο Πίνο.
Το τι συνέβη
μετά με τις ζωές μας, τη δική της και τη δική μου, δεν παρουσιάζει κανένα
απολύτως ενδιαφέρον. Τουλάχιστον όχι γι’ αυτήν εδώ τη διήγηση. Αρκεί να ειπωθεί
πως φύγαμε απ’ το Αρενάλ.
Το πραγματικά
υπέροχο γεγονός αυτής της ιστορίας συνέβη μετά από 20 περίπου χρόνια, το
Δεκέμβριο του 1995. Τόπος του συμβάντος το σπίτι του Αλμπέρτο Ράμος, του παππού
μου. Όταν έφτασα, ο
παππούς μου συζητούσε με μια γυναίκα, η οποία, από μακριά, φάνταζε υπέροχη.
«Θα τη θυμάσαι
την κοπέλα» μου είπε ο παππούς μου χαμογελώντας.
Δεν αμφέβαλα
ούτε λεπτό: ήταν η Σοκορίτο Πίνο, ίδια κι απαράλλαχτη, σαν να είχαν τοποθετήσει
το πρόσωπό που είχε τότε στο καλλίγραμμο σώμα που είχε σήμερα. Το ότι καθόλου
δεν είχε αλλάξει, σήμαινε μάλλον ότι ανέκαθεν ήταν ελκυστική. Μόνο που εγώ δεν
ήθελα να το δω, από την τόση αντιπάθεια που ένιωθα για εκείνην. Ή μπορεί ακόμη
και να μην ήμουν σε θέση να το δω, από δική μου έμφυτη αδεξιότητα.
«Ναι, βέβαια,
είναι η Σοκορίτο Πίνο», είπα κάπως αμήχανα.
Όταν ήρθε η
σειρά της γυναίκας ν’ απαντήσει στο ίδιο ερώτημα που της έθεσε ο παππούς μου, το
πρόσωπό της φωτίστηκε με μια γοητεία υπέροχη. Η απάντησή της κάνει ακόμα την
καρδιά μου να φτερουγίζει:
«Πώς να τον
ξεχάσω, κύριε Αλμπέρτο μου, αφού ήταν το πρώτο μου αγόρι;»
Μετάφραση από την ισπανική: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Το δέντρο", Φεβρουάριος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου