31/1/12
Από σήμερα στις "Ιστορίες Μπονζάι" αφιέρωμα στον Τόμας Μπέρνχαρντ...
Ἕλενα Σταγκουράκη
Τόμας Μπέρνχαρντ
Μικρὴ εἰσαγωγὴ στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του
ΔΕΚΑΕΝΝΙΑΧΡΟΝΟΣ
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ ποὺ μὲ τὸ ψευδώνυμο Τόμας Φάμπιαν ἐξέδιδε τὸ 1950
μιὰ σειρὰ ἀπὸ σύντομα διηγήματα, βρισκόταν στὴν ἀρχὴ μιᾶς
μακρᾶς συγγραφικῆς πορείας. Μὲ τὸ πραγματικό του ὄνομα,
Τόμας Μπέρνχαρντ, ἐπρόκειτο νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς
σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφεῖς τοῦ δεύτερου
μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰώνα. Σὲ μεγάλο βαθμὸ ὁ Μπέρνχαρντ ὑπῆρξε
αὐτοβιογραφικὸς συγγραφέας καὶ κάποια τραυματικὰ
γεγονότα τῆς ζωῆς του ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴ
διαμόρφωση τόσο τοῦ χαρακτήρα του, ὅσο καὶ τῆς συγγραφικῆς
του ἰδιοσυγκρασίας.
Ὁ Μπέρνχαρντ γεννήθηκε στὴν
Ὀλλανδία τὸ 1931, νόθο τέκνο Αὐστριακῶν γονέων. Ποτὲ δὲν
γνώρισε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν ἀναγνώρισε καὶ
πέθανε νωρὶς ἀπὸ διαρροὴ γκαζιοῦ (πολλοὶ κάνουν λόγο γιὰ
αὐτοκτονία). Μεγάλωσε μὲ τοὺς γονεῖς τῆς μητέρας του στὴ
Βιέννη, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέλαβαν ἤδη λίγους μῆνες μετὰ τὴ
γέννησή του. Ἡ μητέρα του σύντομα παντρεύτηκε κι ἔκανε
καινούργια οἰκογένεια. Λόγῳ τῶν συγκρούσεών του μὲ αὐτήν, ὁ
Μπέρνχαρντ εἰσήχθη γιὰ ἕνα χρόνο σὲ ἵδρυμα γιὰ ἀπροσάρμοστα
παιδιά, ἐνῶ λίγο ἀργότερα ἐστάλη ἐσώκλειστος στὸ τότε
ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καὶ μετέπειτα καθολικὸ Γυμνάσιο
Γιοχανέουμ, τὸ ὁποῖο ἐγκατέλειψε στὰ τρία χρόνια,
διακόπτoντας τὶς σπουδές του.
Σταθμὸς στὴ ζωὴ τοῦ συγγραφέα
ὑπῆρξε ἡ περίοδος 1949-1950. Τὸ 1949, στὴν κρίσιμη ἡλικία τῶν
18 χρόνων, ἀρρώστησε βαριὰ μὲ φυματίωση κι ἔφτασε στὰ
πρόθυρα τοῦ θανάτου. Γιὰ τὴν ἀνάρρωσή του ἀπαιτήθηκαν δύο
χρόνια σὲ διάφορα σανατόρια, ἐνῶ ἔκτοτε ἡ ὑγεία του
παρέμεινε εὔθραυστη. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἀπεβίωσε ὁ παππούς του,
τὸ μόνο οὐσιαστικὸ στήριγμά του, ἐνῶ τὸν ἑπόμενο χρόνο
ἔχασε καὶ τὴ μητέρα του. Τότε ἦταν ὅμως ποὺ γνώρισε τὴν
Χέντβιχ Σταβιάνιτσεκ.
Τὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα, ὁ
παπποὺς-συγγραφέας Γιοχάνες Φροϊμμπίχλερ καὶ ἡ
Σταβιάνιτσεκ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν πορεία τοῦ
Μπέρνχαρντ. Ὁ πρῶτος ἔδωσε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν παιδεία τοῦ
ἐγγονοῦ του, φρόντισε νὰ τοῦ ἐμφυσήσει τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ
φιλοσοφία καὶ τὸ ὑψηλό, καθὼς καὶ νὰ τοῦ προσφέρει μὲ τὰ λίγα
μέσα ποὺ διέθετε μουσικὴ παιδεία. Ἡ Σταβιάνιτσεκ, τὴν
ὁποία ὁ Μπέρνχαρντ ἀποκαλοῦσε «σύντροφο ζωῆς» καὶ «θεία»,
ὄντας τριάντα πέντε χρόνια μεγαλύτερη ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἦρθε νὰ
παίξει τὸν ρόλο τῆς ἀνέκαθεν ἀπούσας μητέρας, νὰ πάρει τὴ
θέση της μετὰ τὸ θάνατό της, ἀλλὰ καὶ νὰ συμβάλλει καταλυτικὰ
στὴν εἴσοδο τοῦ Μπέρνχαρντ στὴν κοινωνία τῆς Βιέννης καὶ τὸν
συγγραφικὸ κόσμο.
Τὰ ἔργα τοῦ Μπέρνχαρντ,
μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικὰ ἔργα καὶ ποίηση
ἔγιναν γνωστὰ στὴν Αὐστρία γιὰ τὴν ἀφηγηματική τους
ποιότητα, ὡστόσο ἡ ραγδαία ἐξάπλωσή τους ὀφείλεται στὰ
συνεχῆ σκάνδαλα, τὶς συζητήσεις, τὶς ἔριδες ποὺ προξενοῦσε
ἅμα τὴ ἐμφανίσει κάθε ἔργο του. Ὁ Μπέρνχαρντ δὲν δίσταζε νὰ
στραφεῖ εὐθέως κατὰ τοῦ αὐστριακοῦ κράτους —τὸ ὁποῖο
χαρακτήριζε «καθολικὸ κι ἐθνικοσοσιαλιστικό»—, τῆς
βιεννέζικης κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ κάθε προσώπου καὶ θεσμοῦ,
αὐστριακοῦ καὶ μή. Γιὰ τὴν Αὐστρία εἶχε πεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ
«μιὰ κόλαση, ὅπου το πνεῦμα ἐκμηδενίζεται ἀδιαλείπτως, ἐνῶ
τέχνη κι ἐπιστήμη ἀπαξιώνονται»1. Τὸ αὐστριακὸ κράτος γιὰ
ἐκεῖνον δὲν εἶναι παρὰ «σχηματισμὸς καταδικασμένος στὴν
ἀποτυχία» καὶ οἱ Αὐστριακοὶ «πλάσματα τῆς ἀγωνίας». Ὅσο γιὰ
πολιτικὰ πρόσωπα καὶ συγγραφεῖς, συχνὰ εἶδαν τοὺς ἑαυτούς
τους ν’ ἀποτυπώνονται σὲ ἔργα τοῦ Μπέρνχαρντ, μὲ ἀποτέλεσμα
τὶς δημόσιες διαμαρτυρίες, τὶς μηνύσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς φωνὲς
γιὰ ἀπαγόρευση παραστάσεων, ἕως καὶ τὴν στέρηση τῆς
ἰθαγένειας. Πολὺ συχνὰ δὲ τὸν χαρακτήριζαν «προδότη τῆς
πατρίδας του» καὶ «μίασμα τῆς ἴδιας του τῆς φωλιᾶς». Αὐτὸς εἶναι
καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε περισσότερο ἀγαπητὸς στὸ
ἐξωτερικό. Ὄντας ἀμφιλεγόμενη προσωπικότητα, στὴν
πατρίδα του ἀπέκτησε ἀνυστερόβουλους φίλους, ἀλλὰ καὶ
ἄσπονδους ἐχθρούς. Ἡ τελευταία πράξη ἀντίστασης κι
«ἐκδίκησης» ἀπέναντι στὴν πατρίδα του ἦρθε μετὰ θάνατον, μὲ
τὴν ἀπαγόρευση ἀναδημοσίευσης καὶ μεταφορᾶς στὸ θέατρο
τῶν ἔργων του, ἀπαγόρευση ποὺ διαχειρίστηκε κι ἐν μέρει ἦρε ὁ
κληρονόμος ἑτεροθαλὴς ἀδερφός του.
Ὡστόσο, χρήζει διάκρισης τὸ
ἑξῆς: ὁ Μπέρνχαρντ δὲν ἀσκοῦσε ἁπλῶς κοινωνικὴ κριτική, δὲν
ἔθιγε μὲ τρόπο ἐπιφανειακὸ τὰ κακῶς κείμενα. Πολὺ
περισσότερο, διακατεχόταν ἀπὸ ἔντονο πνεῦμα ἀρνητισμοῦ
κι ἀπόρριψης, ἀπεχθανόταν τὸν κόσμο κι ὅ,τι βρισκόταν σὲ
αὐτόν, πράγμα ποὺ ἀποτυπωνόταν τόσο στὴν προσωπική του ζωή,
ὅσο καὶ στὸν συγγραφικό του βίο. Ὅσοι τὸν κατακρίνουν, μιλοῦν
γιὰ μισάνθρωπο συγγραφέα καὶ τοῦ ἐπιρρίπτουν ἕνα σωρὸ
ἐλαττώματα καὶ παραξενιές.
Πόσο εὔλογα, ὅμως, φαντάζουν
ὅλα τα παραπάνω ἂν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τοὺς καταλυτικοὺς
παράγοντες τῆς ζωῆς του: πλήρης ἔλλειψη πατέρα, διαρκὴς
ἀπουσία μητέρας, ἀπόρριψη, ἀσθένεια, θάνατος, ἐπαφὴ μὲ
ναζιστικὲς ἰδέες. Ἔτσι, ἡ θεματολογία τοῦ Μπέρνχαρντ
περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν τραγικότητα τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς
ἀνθρώπινης φύσης, τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωση, τὴν
αὐτοκαταστροφή, τὸν πόνο, τὴν ἀνελπισία τοῦ κόσμου καὶ τὸν
θάνατο.
Ἡ δὲ ἀσθένειά του, ἡ δυσκολία
του ν’ ἀναπνεύσει, ἀποτυπώνεται ὑφολογικὰ στὸ ἔργο του μὲ
μακρόσυρτες προτάσεις ἄπνοιας, ποὺ ἔκαναν τὴν Ἐλφρίντε
Γιέλινεκ νὰ τὸν χαρακτηρίσει «ποιητὴ τῆς ὁμιλίας» κι ὄχι
τῆς γραφῆς. Ὡστόσο, τὴν ἀναπνοὴ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ
νὰ δείξει καὶ τὴ σπουδαιότητα τῆς γραφῆς γιὰ ἐκεῖνον:
«ἀναπνοὴ καὶ γραφὴ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό».
Ἡ σημασία τῆς ἀναπνοῆς δὲν
εἶναι τὸ μόνο στοιχεῖο, καθοριστικό του ὕφους τοῦ Μπέρνχαρντ.
Ἀντιθέτως, τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἀπόλυτο τρόπο τῆς
ἔκφρασής του, ἕναν τρόπο ποὺ ἀποκλείει ἐκ τῶν προτέρων τὴ
διατύπωση ἀντιρρήσεων καὶ διαφορετικῶν ἀπόψεων. Οἱ
κατηγορηματικὲς ἐκφράσεις καὶ ἡ συχνότατη ἐπανάληψη
λέξεων ὅπως «φυσικά», «τὰ πάντα», «τίποτα», «συνεχῶς»,
«ἀπόλυτα» δὲν ἐπιτρέπουν τὴ διαφωνία. Πρόκειται γιὰ τὴ μία
καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια.
Χαρακτηριστικοὶ τοῦ ὕφους
τοῦ Μπέρνχαρντ εἶναι ἐπίσης οἱ πολὺ συχνοὶ μονόλογοι ἑνὸς
ἀφηγητῆ σὲ πρῶτο πρόσωπο, συχνὰ δὲ ἀπέναντι σὲ ἕναν βουβὸ
ἀκροατὴ ἢ μαθητευόμενο, πάνω σε κάποιο ἀποτρόπαιο θέμα
τῆς καθημερινότητας ἢ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ ποὺ θέτει ὁ
ἴδιος ὁ συγγραφέας μέσῳ τοῦ ἀφηγητῆ του. Οἱ ἀφηγητὲς αὐτοί,
συνήθως ἐπιστήμονες, «ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος» ὅπως
εἰρωνικὰ τοὺς ὀνομάζει ὁ συγγραφέας, ἐκτοξεύουν μύδρους
κατὰ τῶν ἀνόητων μαζῶν καὶ τὰ βάζουν μὲ κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο.
Ὡστόσο, τόσο ἡ πρωτοπρόσωπη ἀφήγηση, ὅσο καὶ ἡ δυσαρέσκεια
μὲ τὰ πάντα δὲν πρέπει ν’ ἀποπροσανατολίζουν. Ὁ συγγραφέας
δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν ἑκάστοτε ἀφηγητή, ἀντιθέτως
φροντίζει νὰ παίρνει ἀπόσταση ἀπ’ αὐτόν, δηλώνοντάς το συχνὰ
ρητῶς. Πρόκειται γιὰ πρόζα ρόλων κι ὄχι γιὰ ἄμεσα
αὐτοβιογραφικὰ κείμενα.
Ἄλλο σημεῖο ὅπου ἡ
βιογραφία συγκλίνει μὲ τὴ συγγραφικὴ παραγωγὴ εἶναι τὸ
στοιχεῖο τῆς ὑπερβολῆς, τῆς κλιμάκωσης. Τόσο σὲ ἐπίπεδο
ἰδεῶν καὶ θεμάτων, ὅσο καὶ σ’ αὐτὸ τῆς ἔκφρασης, ὁ Μπέρνχαρντ
ἐπιτυγχάνει, μέσῳ τῆς ἐλαφρῶς τροποποιούμενης κάθε φορὰ
ἐπανάληψης, τῆς παραλλαγῆς, τὴν κλιμάκωση. Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ
τρόπος θυμίζει τὶς μεθόδους σύνθεσης στὴ μουσικὴ κι ἂς
θυμηθεῖ ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης τὴ μουσικὴ παιδεία τοῦ συγγραφέα. Ὁ
ἴδιος μάλιστα παραδεχόταν ὅτι ἡ μουσικότητα ἦταν
μεγίστης σημασίας στὰ κείμενά του, καθὼς καὶ ἕνα στοιχεῖο ποὺ
γενικὰ «διακρίνει ἕναν Αὐστριακὸ ἀπὸ ἕναν Γερμανό, καθὼς
γιὰ τὸν Γερμανὸ ἡ μουσικότητα εἶναι ἀνύπαρκτη».
Κι ἂν ὁ Μπέρνχαρντ καθίσταται
δύστροπος κι ἀπωθητικὸς συγγραφέας μὲ τὴν εἰρωνεία, τὸ
σαρκασμὸ καὶ τὴν ἐπιθετικότητά του, ὑπάρχουν καὶ γνωρίσματα
ποὺ δροῦν ἀντισταθμιστικά. Αὐτὰ εἶναι ἡ γλωσσική του
ἐκλέπτυνση, ἡ αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ ποὺ ἔχει κι ἀποτυπώνει στὰ
γραπτά του, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενά του, σὲ
ἀντίθεση μὲ ἐκεῖνα ἄλλων ἐξεχόντων συγγραφέων τῆς ἐποχῆς
του, γίνονται εὐκόλως κατανοητὰ κι ἀπὸ τὸν μὴ ἐπαΐοντα,
ἀκόμη κι ἀπὸ ἕναν ἀγρότη, «μὲ τὸν ὁποῖο καὶ μόνο», σύμφωνα μὲ
τὸ συγγραφέα, «ἔχει νόημα νὰ συζητᾶ κανείς».
Γιὰ τὸ παρὸν ἀφιέρωμα στὸν
Τόμας Μπέρνχαρντ ἐπιλέχθηκε τὸ ἀπάνθισμα τῶν συντομότατων
διηγημάτων του ποὺ ἐμφανίστηκαν στοὺς τόμους Μιμητὴς φωνῶν (1987)2 καὶ Συμβάντα
(1994). Πρόκειται γιὰ κείμενα μὲ ἰδιαίτερα αἰσθητὸ τὸν
σπινθήρα τῆς εἰρωνείας, τοῦ σαρκασμοῦ καὶ τοῦ
καλοσχηματισμένου χιοῦμορ, δηλαδὴ τοῦ προσωπικοῦ ὕφους τοῦ
Μπέρνχαρντ, ἕναν σπινθήρα ποὺ ἡ λάμψη του διαρκεῖ πολὺ
περισσότερο ἀπὸ ἕνα μικρὸ κλάσμα χρόνου.
Ἀθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 2011
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ἀπαντᾶται στὸ διήγημα «Ἐπαναπατρισμὸς» ποὺ ἔχει συμπεριληφθεῖ στὸ ἀφιέρωμα.
2. Να υπενθυμίσουμε ότι ο συγκεκριμένος τόμος διηγημάτων έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Ίσαρη ("Ο μίμος των φωνών").
Από σήμερα στο ιστολόγιο του περιοδικού "Πλανόδιον" αφιέρωμα στη διηγηματογραφία του Τόμας Μπέρνχαρντ.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
Καλή ανάγνωση!
30/1/12
Η μόνη αλήθεια...
Idea Vilariño
Η τελευταία λέξη
Δεν με
νοιάζει
το λέω το
επαναλαμβάνω το εξηγώ
δε με
νοιάζει
το φωνάζω
δε με νοιάζει.
Δε με
νοιάζει
δε θέλω
γι’ άλλη
μια φορά όχι θα πω
το χέρι θα
τραβήξω
δε θα
δεχτώ ξανά.
Λέω πως δε
με νοιάζει
κι ακόμα
κι αν ψεύτρα αποδειχτώ
αυτή θα
εξακολουθεί
η μόνη
αλήθεια
η λέξη η
τελευταία.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
27/1/12
Peinlich...
Heinrich Böll
Βήχας σὲ συναυλία
ΞΑΔΕΡΦΟΣ
ΜΟΥ ὁ Μπέρτραμ ἀνήκει σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀνθρώπων, πού,
νευρωτικοὶ καθὼς εἶναι, μὴ ὄντας κατὰ τὸ ἐλάχιστο
κρυωμένοι, αἴφνης ξεσποῦν σὲ βήχα ἐν μέσῳ συναυλιῶν. Ὁ βήχας
ξεκινᾶ ὕπουλα, σὰν ἁπαλό, φιλικὸ σχεδόν, θρόισμα ποὺ σὲ
τίποτα —λές— διαφέρει ἀπ’ τὸ ρύθμισμα μουσικοῦ ὀργάνου. Στὴ
συνέχεια ὅμως αὐξάνει σταδιακὰ γιὰ νὰ φτάσει νὰ γίνει
—ὑπακούοντας σὲ μιὰ νομοτέλεια ἀδιόρατη— ἔκρηξη ἠχητικὴ
ποὺ κάνει τὰ μαλλιὰ τῆς μπροστινῆς κυρίας νὰ λικνίζονται σὰν
ἀνάλαφρα πανιὰ ἱστιοφόρου.
Ὅπως ἁρμόζει στὴν
εὐαισθησία του, ὁ Μπέρτραμ βήχει δυνατά, ὅταν ἡ μουσικὴ ἠχεῖ
ἀπαλά, καὶ ἠπιότερα , ὅταν ἡ μουσικὴ δυναμώνει. Μὲ τὸ
ἄχαρο φωνητικό του ὄργανο ἀποτελεῖ τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς
δυσαρμονίας. Καθὼς μάλιστα διαθέτει λαμπρὴ μνήμη καὶ ξέρει
ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτὰ τὶς παρτιτοῦρες, παίζει γιὰ ’μένα —τὸν
ἀνίδεο— τὸ ρόλο τοῦ μέντορα. Σὰν ἀρχίζει νὰ ἱδρώνει καὶ τὰ
ἀφτιά του κοκκινίζουν κι ἐκεῖνος συγκρατεῖ τὴν ἀναπνοή του
βγάζοντας νευρικὰ ἀπ’ τὴν τσέπη του τὶς καραμέλες γιὰ τὸ βήχα,
ἐνῶ ἡ διεισδυτικὴ μυρωδιὰ εὐκαλύπτου διαχέεται στὸ χῶρο
τριγύρω, ἔ, τότε ξέρω πὼς ἡ μουσικὴ περνᾶ σὲ δυνατὸ
ντιμινουέντο. Κι ὄντως: τὸ δοξάρι τοῦ βιολιστῆ μόλις ποὺ
χαϊδεύει τὶς χορδὲς κι ὁ πιανίστας δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς
μᾶλλον γητεύει καὶ καθησυχάζει τὸ πιάνο του· μιά, ἂς ποῦμε,
ὁλότελα οἰκεία γερμανικὴ ἐσωτερικότητα διαχέεται τότε
στὴν αἴθουσα καὶ νὰ ποὺ ὁ Μπέρτραμ κάθεται δίπλα μὲ τὰ μάγουλα
φουσκωμένα, ἕτοιμα νὰ ἐκραγοῦν, στὰ μάτια βαριὰ ἡ δυσθυμία
καὶ ξαφνικά… ἡ ἔκρηξη!
Καθὼς μόνο ἄνθρωποι ἀρίστου
ἀγωγῆς συχνάζουν σὲ συναυλίες στὴν πόλη μας, κανεὶς δὲ
γυρίζει βεβαίως νὰ κοιτάξει, οὔτε καὶ κάνει ὑποδείξεις καὶ
μαθήματα καλῆς συμπεριφορᾶς. Ὡστόσο, εὔκολα
ἀντιλαμβάνεσαι πὼς τὸ κοινὸ βρίσκεται ἕνα μόλις βῆμα πρὶν τὴν
ἔκρηξη καὶ τὸ παρακολουθεῖς νὰ τινάζεται κάθε φορὰ ποὺ ὁ
Μπέρτραμ βήχει ἐκ νέου. Ἕνα ἀδιάκοπο γάβγισμα βγαίνει
θαρρεῖς ἀπ’ τὸ στόμα του, γάβγισμα ποὺ σταδιακὰ ἁπαλύνεται,
καθὼς τελειώνει ἐπιτέλους τὸ ντιμινουέντο. Τότε, ἐκεῖνος
καταπίνει μὲ μιᾶς τὸ χυμὸ εὐκαλύπτου τῆς καραμέλας, ἔτσι ποὺ
τὸ μῆλο τοῦ Ἀδὰμ στὸ λαιμό του μοιάζει μὲ σβέλτο ἀνελκυστήρα.
Τὸ φρικτὸ εἶναι ὅτι ὁ
Μπέρτραμ φαίνεται νὰ δίνει μὲ τὸ βήχα του τὸ παράγγελμα καὶ
στοὺς ὑπόλοιπους νευρωτικούς, ἀνεξαρτήτως βαθμοῦ νεύρωσής
τους. Σὰν σκύλοι ποὺ ἀναγνωρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀπ’ τὸ
γάβγισμα, τοῦ ἀπαντοῦν ἀπ’ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς αἴθουσας.
Παράξενο, ἀλλὰ κι ἐγὼ ἀκόμα, ποὺ ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες
οὔτε ἀρρωσταίνω, οὔτε καὶ τὰ νεῦρα μου πάσχουν, ναί, ἀκόμα κι
ἐγὼ αἰσθάνομαι ὅλο καὶ περισσότερο, ὅσο προχωρᾶ ἡ
συναυλία, μιὰ ἀκατανίκητη τάση γιὰ βήχα. Νιώθω τὰ χέρια μου
νὰ ἱδρώνουν καὶ ἐμένα τὸν ἴδιο νὰ γίνομαι θύμα μιᾶς
ἐσωτερικῆς παράλυσης. Καὶ ξαφνικὰ καταλαβαίνω πὼς κάθε
προσπάθεια εἶναι μάταιη: θὰ βήξω. Αἰσθάνομαι ἕνα γαργαλητὸ
στὸ λαιμό, σχεδὸν δὲν παίρνω ἀνάσα πιά, τὸ σῶμα μου εἶναι
λουσμένο στὸν ἱδρώτα, τὸ πνεῦμα μου ἀπὸν καὶ ἡ ψυχή μου
ὑποχείρια μιᾶς ἀγωνίας ὑπαρξιακῆς. Σταματῶ ν’ ἀνασαίνω
κανονικά, περιεργάζομαι νευρικὰ τὸ μαντήλι στὴν παλάμη
μου, ἕτοιμος νὰ τὸ φέρω μπροστὰ στὸ στόμα μου ἂν χρειαστεῖ κι
ἔτσι, ἀντὶ ν’ ἀκούω τὴ μουσική, ἀφουγκράζομαι τὸ νευρωτικὸ
γάβγισμα τῶν ὑπερευαίσθητων συνακροατῶν μου, ποὺ
ἀκολουθοῦν μὲ μιᾶς τὸ παράγγελμα τοῦ ἑνός.
Λίγο πρὶν τὸ διάλειμμα εἶμαι
βέβαιος πιὰ γιὰ τὴ μετάδοση τῆς νεύρωσης: δὲν ἀντέχω ἄλλο.
Ἀρχίζω νὰ σιγοντάρω τὸν Μπέρτραμ, βήχοντας σύγκορμος μέχρι νὰ
φτάσει τὸ διάλειμμα, ὁπότε μὲ τὸ πολυπόθητο χειροκρότημα
τρέχω στὴν γκαρνταρόμπα. Λουσμένος στὸν ἱδρώτα ἀπ’ τὸ κεφάλι
ὣς τὰ νύχια κι ἐξαντλημένος ἀπ’ τοὺς σπασμοὺς τοῦ βήχα,
προσπερνῶ τὸν πορτιέρη καὶ βγαίνω στὸν καθαρὸ ἀέρα.
Ἑπόμενο εἶναι ποὺ ἄρχισα ν’
ἀρνοῦμαι, εὐγενικὰ μέν, πεισματικὰ δέ, τὶς προσκλήσεις τοῦ
Μπέρτραμ σὲ συναυλίες. Μόνο ἀραιὰ καὶ ποὺ πιὰ τὸν συνοδεύω
στὶς κορυφαῖες ἐκδηλώσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἀλλὰ καὶ τότε
ἀκόμα, μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι οἱ τρομπέτες θὰ
ὑπερκαλύπτουν κάθε ἄλλο ἦχο ἢ ὅτι ἀντρικὴ χορωδία θὰ βάζει
κυριολεκτικὰ τὰ δυνατά της σὲ κομμάτια ὅπως «Καταιγισμὸς
βροντῶν» ἢ «Ἡ χιονοστιβάδα». Ἐν πάσῃ περιπτώσει, σὲ ἔργα
ὅπου εἶναι δεδομένα ἡ ὑψηλὴ ἠχητικὴ ἔνταση κι ἕνα κάποιο
φορτίσιμο. Μόνο ποὺ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ εἶδος μουσικῆς δὲ μ’
ἐνδιαφέρει.
Εἶναι παντελῶς ἄσκοπο νὰ
προσπαθοῦν οἱ γιατροὶ ντὲ καὶ καλὰ νὰ μὲ πείσουν ὅτι ἔχουν
πειραχτεῖ τὰ νεῦρα μου κι ὅτι πρέπει νὰ ἐλέγχω τὸν ἑαυτό μου.
Χαίρω πολύ, ξέρω ὅτι φταῖνε τὰ νεῦρα μου. Ἔλα ὅμως ποὺ ἐκεῖνα
μ’ ἐγκαταλείπουν ὅταν κάθομαι δίπλα στὸν Μπέρτραμ. Ὅσο γιὰ τὸν
αὐτοέλεγχο, τζάμπα χάνουν τὰ λόγια τους. Μοῦ εἶναι ἁπλῶς
ἀδύνατο. Τί νὰ πῶ, ἴσως μωρὸ νὰ μὲ νανούριζαν λέγοντάς μου
ὅτι δὲ θὰ γίνω ποτὲ ἄνθρωπος μὲ αὐτοέλεγχο.
Κατηφὴς ξεφυλλίζω πιὰ τὰ
διαφημιστικὰ φυλλάδια τῶν διαφόρων συναυλιῶν. Ἀδύνατο νὰ
ἐνδώσω στὸν πειρασμό τους, ἀφοῦ γνωρίζω ὅτι ὁ Μπέρτραμ θά
’ναι ἐκεῖ καὶ θὰ μὲ περιμένει. Καὶ μὲ τὸ ποὺ ἀκούσω τὸν πρῶτο
του ψίθυρο, ὁ αὐτοέλεγχος πάει περίπατο.
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικου "Πλανόδιον" (01.12.2010)
24/1/12
Να 'χεις το μυαλό σου και να σιωπάς...
(Από τα ανέκδοτα)
1.
Μια κούκλα, μια κομμώτρια
μια νεκροστολισμένη
μπήγει τα μάτια μέσα μου
κρίνει τα σωθικά μου :
« Πόρνε και πόρνε όνειρε
κλώνε της φρεναπάτης
φοναπατείς κι όρεγεσαι
σκούφες και μαλλιγούλες
Νεκρός αν είσαι μέμφεσαι
ζεστός δεν χολοσκάνεις
τώρα δεν βρίσκουν τα κουμπιά κλωστή
καν φερμουάρ τα παντελόνια
Κορέστηκε ο άγαρμπος
τόσην αγαρμποσύνη
με μια τριχιά τον δέσανε
με μια τριχιά τον σπρώχνουν
Ο Καημάνης πάει μπροστά
που θραύει τα στασίδια
κι ακολουθάνε οι γραικοί
ζητώντας του μερίδια. »
Καθόταν ο παλίμβουλος
και γυμνολογιζόταν
την κούκλα, την παράνομη
τη θεοχωρίστρα.
μπήγει τα μάτια μέσα μου
κρίνει τα σωθικά μου :
« Πόρνε και πόρνε όνειρε
κλώνε της φρεναπάτης
φοναπατείς κι όρεγεσαι
σκούφες και μαλλιγούλες
Νεκρός αν είσαι μέμφεσαι
ζεστός δεν χολοσκάνεις
τώρα δεν βρίσκουν τα κουμπιά κλωστή
καν φερμουάρ τα παντελόνια
Κορέστηκε ο άγαρμπος
τόσην αγαρμποσύνη
με μια τριχιά τον δέσανε
με μια τριχιά τον σπρώχνουν
Ο Καημάνης πάει μπροστά
που θραύει τα στασίδια
κι ακολουθάνε οι γραικοί
ζητώντας του μερίδια. »
Καθόταν ο παλίμβουλος
και γυμνολογιζόταν
την κούκλα, την παράνομη
τη θεοχωρίστρα.
2.
Τί καλά να ’χεις το μυαλό σου και να σιωπάς
το σπιτάκι σου και μια δουλίτσα
μες στη μάντρα του Καρρά.
«Το μυαλό σάς κάνει ιδιοκτήτες» -
κελαϊδούνε στα κλουβιά τους
τα γαρδέλια περισπαστικά
Δεν νοήσαμε Χριστό
μάστορες και μαστοράντζα
είχαμε όλοι μας μυαλό !
3.
Ποιός είναι τούτος ο γκρεμνός
που ολούθε τραγουδάει
και τον ακούει το πέλαγο
και θέλει να σαλτάρει
Στου Καημάνη τη σκιά
σφάζουνε κυπαρίσσια
Ποιός είναι τούτος ο γκρεμνός
που με παραφυλάει
γιατί να ξύνει το πηγούνι του
και να κουτογελάει
Ηταν λοστός το βλέμμα του
έσπαγε τα καλούπια
Κορμιάσανε οι άνεμοι
γίναν σαν τους προγόνους
κι όταν αλάλιαζαν οι παλαιοί
έβγαινε πάντα ο δράκος
Του Καημάνη η ματιά
ξεχώνει μόνο λάκκους.
* Η συνομιλία μας με τον Αντώνη Ζέρβα στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Κουκούτσι
Καλή ανάγνωση!
Τί καλά να ’χεις το μυαλό σου και να σιωπάς
το σπιτάκι σου και μια δουλίτσα
μες στη μάντρα του Καρρά.
«Το μυαλό σάς κάνει ιδιοκτήτες» -
κελαϊδούνε στα κλουβιά τους
τα γαρδέλια περισπαστικά
Δεν νοήσαμε Χριστό
μάστορες και μαστοράντζα
είχαμε όλοι μας μυαλό !
3.
Ποιός είναι τούτος ο γκρεμνός
που ολούθε τραγουδάει
και τον ακούει το πέλαγο
και θέλει να σαλτάρει
Στου Καημάνη τη σκιά
σφάζουνε κυπαρίσσια
Ποιός είναι τούτος ο γκρεμνός
που με παραφυλάει
γιατί να ξύνει το πηγούνι του
και να κουτογελάει
Ηταν λοστός το βλέμμα του
έσπαγε τα καλούπια
Κορμιάσανε οι άνεμοι
γίναν σαν τους προγόνους
κι όταν αλάλιαζαν οι παλαιοί
έβγαινε πάντα ο δράκος
Του Καημάνη η ματιά
ξεχώνει μόνο λάκκους.
* Η συνομιλία μας με τον Αντώνη Ζέρβα στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Κουκούτσι
Καλή ανάγνωση!
21/1/12
Salome...
What is left for me to understand?
The afternoon glooming, pending
the phone -for how long?- the blaring
gust of noise from the street;
words and motors and apologies in vain.
Without sextant, astrolabe or choice
I set a straight course: my life.
Like a red ribbon is flapping my voice
-I cut it and I sew it as I like,
a cruel flag that I hang upon my shoulder.
I' m the law that broke the law,
the ball not fitting the revolver.
And still; it takes a little longer
and the ink will bolt the asphalt.
Salome will shake on the plate
John Baptist's awful head, for that's his fate.
Translation into English: Elena Stagkouraki
I' m the law that broke the law,
the ball not fitting the revolver.
And still; it takes a little longer
and the ink will bolt the asphalt.
Salome will shake on the plate
John Baptist's awful head, for that's his fate.
Translation into English: Elena Stagkouraki
*********************************
Αέρας αύγουστος 24
ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ να καταλάβω ;
σκυφτό το απόγευμα, εκκρεμές
–για πόσο ακόμα ;– το τηλέφωνο, οι ριπές
του σαματά απ' τον δρόμο :
λόγια, μετάνοιες μάταιες, μηχανές.
Χωρίς εξάντα και αστρολάβο
χαράζω ευθεία γραμμή : η ζωή μου.
Κορδέλα κόκκινη τινάζεται η φωνή μου·
όπως μ' αρέσει εγώ την κόβω και τη ράβω,
σημαία σκληρή την αναρτώ στον ώμο.
Ο νόμος είμαι που αθέτησε τον νόμο,
η σφαίρα που στην κάννη
δεν χωράει. Κι ωστόσο : λίγο ακόμη
και θα χυθεί στην άσφαλτο η μελάνη·
θα βγει κραδαίνοντας φρικτό η Σαλώμη
πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη.
ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ να καταλάβω ;
σκυφτό το απόγευμα, εκκρεμές
–για πόσο ακόμα ;– το τηλέφωνο, οι ριπές
του σαματά απ' τον δρόμο :
λόγια, μετάνοιες μάταιες, μηχανές.
Χωρίς εξάντα και αστρολάβο
χαράζω ευθεία γραμμή : η ζωή μου.
Κορδέλα κόκκινη τινάζεται η φωνή μου·
όπως μ' αρέσει εγώ την κόβω και τη ράβω,
σημαία σκληρή την αναρτώ στον ώμο.
Ο νόμος είμαι που αθέτησε τον νόμο,
η σφαίρα που στην κάννη
δεν χωράει. Κι ωστόσο : λίγο ακόμη
και θα χυθεί στην άσφαλτο η μελάνη·
θα βγει κραδαίνοντας φρικτό η Σαλώμη
πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη.
18/1/12
All bodiless essences...
Kostas Koutsourelis
Ventus augustus 6
Over the water I contemplate and bow.
I write a word: Sea. Then another: Eden.
I record in an imrpovised row
on this liquid diary all the "Nos"
all the "Naughts" and "Don' ts".
All bodiless essences, speechless worlds,
sparkle for an instant on the foam.
I look around me. Nobody here.
Like a forgotten relative the sphere
of the Sun is hanging yellow over the beach
-a mark persisting at celestial height.
Over the water I contemplate and write.
My hand is guided by Promise inch by inch.
Letter by letter I preserve It´s name.
I come to the beginning and I do the same.
Over the water I write and contemplate.
Translation into English: Elena Stagkouraki
********************************
ΠΡΟΣΗΛΩΜΕΝΟΣ σκύβω στο νερό.
Γράφω τη λέξη: θάλασσα. Τη λέξη: Εδέμ.
Σε μια αυτοσχέδια σειρά καταχωρώ
πάνω στο υδάτινο χαρτί όλα τα δεν,
όλα τα μη, όλα τα τίποτα.
Όλα τ' ασώματα νοήματα τ' ανείπωτα
για μια στιγμή αστράφτουν στον αφρό.
Κοιτάζω γύρω μου. Άλλος κανείς.
Μονάχα ο ήλιος, ξεχασμένος συγγενής,
κρεμιέται κίτρινος πάνω απ' την παραλία,
σινιάλο επίμονο στον άμετρο ουρανό.
Προσηλωμένος γράφω. Σταθερό
το χέρι μου οδηγεί η Επαγγελία.
Γράμμα το γράμμα τ' όνομά της συντηρώ.
Στην ίδια πάντοτε επιστρέφω αφετηρία.
Προσηλωμένος γράφω στο νερό.
15/1/12
Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (ΙΙΙ)...
Αργύρης Χιόνης
Η ποίηση
Η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό
που το γεμίζουμε με το αίμα μας.
Ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους
ή δεν το προσφέρουμε αλλά μας το παίρνουν
και το μυρίζουν και το δοκιμάζουν
και μιλούνε για το χρώμα του
και αναλύουνε στο μικροσκόπιο τη σύνθεσή του
και το ταξινομούνε σε ομάδες
και βρίσκουνε συχνά μικρόβια
και μας καταδικάζουν.
Η σημασία βέβαια είν' αλλού∙
η αιμορραγία να συντελείται
κι ό,τι θέλει ας λέει η επιστήμη τους.
Ο ποιητής δεν είναι αστρονόμος
μα αστρολόγος∙
τ' άστρα τον ενδιαφέρουν μόνο
για τη δύναμή τους πάνω στη ζωή
τον έρωτα ή το θάνατο∙
κινείται μες στη μαγγανία
κι αναμειγνύοντας βοτάνια μαγικά,
ευχές, ξόρκια και δηλητήρια
φτιάχνει το ατίμητο χρυσάφι
που είναι αδύνατο οι άλλοι
να το κάνουνε νομίσματα.
13/1/12
Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (ΙΙ)...
Αργύρης Χιόνης
Η ποίηση με οδηγεί όπως ο σκύλος τον τυφλό∙ βρίσκει για μένανε το δρόμο που, όμως, δεν οδηγεί ποτέ στο σπίτι.
***
Γράφω τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο που στρώνει το κρεβάτι του ο μελλοθάνατος λίγο πριν από την εκτέλεση∙ μεθοδικά και τακτικά, φροντίζοντας σχολαστικά την κάθε λεπτομέρεια, την ίδια τρέφοντας μ' αυτόν φρούδη ελπίδα ότι, αν δείξω επιμέλεια, θα μου δοθεί, την τελευταία στιγμή, η χάρη.
***
Τα ποιήματα είναι τοπία ή αποσπάσματα τοπίων, όπως αυτά που βλέπεις απ' το παράθυρο υπερταχείας: στιγμιαίες, ξαφνικές εικόνες που προς εσένα έρχονται ή φεύγουν από σένα, ανάλογα με το αν κοιτάς κατάφατσα τον προορισμό σου ή αν την πλάτη σου του 'χεις στραμμένη.
***
Κοντή κουβέρτα η ποίηση και, κάθε που την τραβάς για να φυλάξεις το κεφάλι σου από τους εφιάλτες του άλλου κόσμου, στην παγωνιά αυτού του κόσμου τα πόδια σου αφύλακτα αφήνεις.
***
Προσπαθώντας να συνθέσει ένα ποίημα στη γραφομηχανή, ανακαλύπτει, ξαφνικά, ότι ματώνουν τ' ακροδάχτυλά του. Τα πλήκτρα έχουν γίνει αιχμηρά, οι λέξεις έχουν βγάλει αγκάθια, οι φράσεις φράχτες βάτων γίνανε, άβατος τόπος έγινε το ποίημα, μούλιασε το χαρτί στο αίμα.
"Αυτό δεν είναι ποίηση", σκέφτεται, "αυτό είναι σφαγή", κι αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δολοφόνο μηχανή και να επιστρέψει στο μολύβι. Όμως κι αυτό δεν είναι επικίνδυνο; Κι αυτό δεν απειλούσε να τιναχτεί από το χέρι του, τα μάτια να του βγάλει;
Μονάχα με το δάχτυλο θα γράφει, στο εξής, τα ποίηματά του, μονάχα με το δάχτυλο, πάνω στην άμμο ή στο χιόνι ή στη σκόνη.
10/1/12
Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (Ι)...
Αργύρης Χιόνης
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς δύο τόσο βελουδένια ζώα, όπως η γάτα και η ποίηση, έχουν γυαλόχαρτο για γλώσσα.
***
Η ποίηση ήταν γι' αυτόν
ό,τι για τον Περσέα ο καθρέφτης∙
μόνο μέσ' απ' αυτήν μπορούσε να κοιτάζει
τη φρικτή πραγματικότητα.
***
Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα
Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός.
***
Είσ' ένα τέρας, Ερατώ,
π' ανάθεμά σε∙
έπαψες να με θυμάσαι
και μ' άνηβα μειράκια κοιμάσαι.
9/1/12
Άρνηση...
Πόσο παρήγορη η ελπίδα της άρνησης...
Ελπίδα ψεύτικη, καθώς τίποτα δε μεταβάλλει.
Αδυνατεί να κάνει το ον, μη ον,
το τετελεσμένο, μη τετελεσμένο.
Και πώς η συμφιλίωση με τη σκέψη ότι
στα ξεραμένα φύλλα ψάχνοντας του πάγκου
ένα λουλούδι δε θα βρίσκω πια ν' ανθεί,
όμοιο με την παπαρούνα σου στην άκρη του πεζόδρομου.
Κι όμως, θα ψάχνω.
Κι όμοια μ' απόψε, στον ύπνο μου,
θα συναντιόμαστε∙
όχι σε μνημόσυνο,
μα σε γιορτή.
Ε.Σ.
Έπεται ένα ακόμη αφιέρωμα στην ποίηση του Αργύρη Χιόνη.
Θέμα: "Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση"
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)