Ἕλενα Σταγκουράκη
Τόμας Μπέρνχαρντ
Μικρὴ εἰσαγωγὴ στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του
ΔΕΚΑΕΝΝΙΑΧΡΟΝΟΣ
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ ποὺ μὲ τὸ ψευδώνυμο Τόμας Φάμπιαν ἐξέδιδε τὸ 1950
μιὰ σειρὰ ἀπὸ σύντομα διηγήματα, βρισκόταν στὴν ἀρχὴ μιᾶς
μακρᾶς συγγραφικῆς πορείας. Μὲ τὸ πραγματικό του ὄνομα,
Τόμας Μπέρνχαρντ, ἐπρόκειτο νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς
σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφεῖς τοῦ δεύτερου
μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰώνα. Σὲ μεγάλο βαθμὸ ὁ Μπέρνχαρντ ὑπῆρξε
αὐτοβιογραφικὸς συγγραφέας καὶ κάποια τραυματικὰ
γεγονότα τῆς ζωῆς του ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴ
διαμόρφωση τόσο τοῦ χαρακτήρα του, ὅσο καὶ τῆς συγγραφικῆς
του ἰδιοσυγκρασίας.
Ὁ Μπέρνχαρντ γεννήθηκε στὴν
Ὀλλανδία τὸ 1931, νόθο τέκνο Αὐστριακῶν γονέων. Ποτὲ δὲν
γνώρισε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν ἀναγνώρισε καὶ
πέθανε νωρὶς ἀπὸ διαρροὴ γκαζιοῦ (πολλοὶ κάνουν λόγο γιὰ
αὐτοκτονία). Μεγάλωσε μὲ τοὺς γονεῖς τῆς μητέρας του στὴ
Βιέννη, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέλαβαν ἤδη λίγους μῆνες μετὰ τὴ
γέννησή του. Ἡ μητέρα του σύντομα παντρεύτηκε κι ἔκανε
καινούργια οἰκογένεια. Λόγῳ τῶν συγκρούσεών του μὲ αὐτήν, ὁ
Μπέρνχαρντ εἰσήχθη γιὰ ἕνα χρόνο σὲ ἵδρυμα γιὰ ἀπροσάρμοστα
παιδιά, ἐνῶ λίγο ἀργότερα ἐστάλη ἐσώκλειστος στὸ τότε
ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καὶ μετέπειτα καθολικὸ Γυμνάσιο
Γιοχανέουμ, τὸ ὁποῖο ἐγκατέλειψε στὰ τρία χρόνια,
διακόπτoντας τὶς σπουδές του.
Σταθμὸς στὴ ζωὴ τοῦ συγγραφέα
ὑπῆρξε ἡ περίοδος 1949-1950. Τὸ 1949, στὴν κρίσιμη ἡλικία τῶν
18 χρόνων, ἀρρώστησε βαριὰ μὲ φυματίωση κι ἔφτασε στὰ
πρόθυρα τοῦ θανάτου. Γιὰ τὴν ἀνάρρωσή του ἀπαιτήθηκαν δύο
χρόνια σὲ διάφορα σανατόρια, ἐνῶ ἔκτοτε ἡ ὑγεία του
παρέμεινε εὔθραυστη. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἀπεβίωσε ὁ παππούς του,
τὸ μόνο οὐσιαστικὸ στήριγμά του, ἐνῶ τὸν ἑπόμενο χρόνο
ἔχασε καὶ τὴ μητέρα του. Τότε ἦταν ὅμως ποὺ γνώρισε τὴν
Χέντβιχ Σταβιάνιτσεκ.
Τὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα, ὁ
παπποὺς-συγγραφέας Γιοχάνες Φροϊμμπίχλερ καὶ ἡ
Σταβιάνιτσεκ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν πορεία τοῦ
Μπέρνχαρντ. Ὁ πρῶτος ἔδωσε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν παιδεία τοῦ
ἐγγονοῦ του, φρόντισε νὰ τοῦ ἐμφυσήσει τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ
φιλοσοφία καὶ τὸ ὑψηλό, καθὼς καὶ νὰ τοῦ προσφέρει μὲ τὰ λίγα
μέσα ποὺ διέθετε μουσικὴ παιδεία. Ἡ Σταβιάνιτσεκ, τὴν
ὁποία ὁ Μπέρνχαρντ ἀποκαλοῦσε «σύντροφο ζωῆς» καὶ «θεία»,
ὄντας τριάντα πέντε χρόνια μεγαλύτερη ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἦρθε νὰ
παίξει τὸν ρόλο τῆς ἀνέκαθεν ἀπούσας μητέρας, νὰ πάρει τὴ
θέση της μετὰ τὸ θάνατό της, ἀλλὰ καὶ νὰ συμβάλλει καταλυτικὰ
στὴν εἴσοδο τοῦ Μπέρνχαρντ στὴν κοινωνία τῆς Βιέννης καὶ τὸν
συγγραφικὸ κόσμο.
Τὰ ἔργα τοῦ Μπέρνχαρντ,
μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικὰ ἔργα καὶ ποίηση
ἔγιναν γνωστὰ στὴν Αὐστρία γιὰ τὴν ἀφηγηματική τους
ποιότητα, ὡστόσο ἡ ραγδαία ἐξάπλωσή τους ὀφείλεται στὰ
συνεχῆ σκάνδαλα, τὶς συζητήσεις, τὶς ἔριδες ποὺ προξενοῦσε
ἅμα τὴ ἐμφανίσει κάθε ἔργο του. Ὁ Μπέρνχαρντ δὲν δίσταζε νὰ
στραφεῖ εὐθέως κατὰ τοῦ αὐστριακοῦ κράτους —τὸ ὁποῖο
χαρακτήριζε «καθολικὸ κι ἐθνικοσοσιαλιστικό»—, τῆς
βιεννέζικης κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ κάθε προσώπου καὶ θεσμοῦ,
αὐστριακοῦ καὶ μή. Γιὰ τὴν Αὐστρία εἶχε πεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ
«μιὰ κόλαση, ὅπου το πνεῦμα ἐκμηδενίζεται ἀδιαλείπτως, ἐνῶ
τέχνη κι ἐπιστήμη ἀπαξιώνονται»1. Τὸ αὐστριακὸ κράτος γιὰ
ἐκεῖνον δὲν εἶναι παρὰ «σχηματισμὸς καταδικασμένος στὴν
ἀποτυχία» καὶ οἱ Αὐστριακοὶ «πλάσματα τῆς ἀγωνίας». Ὅσο γιὰ
πολιτικὰ πρόσωπα καὶ συγγραφεῖς, συχνὰ εἶδαν τοὺς ἑαυτούς
τους ν’ ἀποτυπώνονται σὲ ἔργα τοῦ Μπέρνχαρντ, μὲ ἀποτέλεσμα
τὶς δημόσιες διαμαρτυρίες, τὶς μηνύσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς φωνὲς
γιὰ ἀπαγόρευση παραστάσεων, ἕως καὶ τὴν στέρηση τῆς
ἰθαγένειας. Πολὺ συχνὰ δὲ τὸν χαρακτήριζαν «προδότη τῆς
πατρίδας του» καὶ «μίασμα τῆς ἴδιας του τῆς φωλιᾶς». Αὐτὸς εἶναι
καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε περισσότερο ἀγαπητὸς στὸ
ἐξωτερικό. Ὄντας ἀμφιλεγόμενη προσωπικότητα, στὴν
πατρίδα του ἀπέκτησε ἀνυστερόβουλους φίλους, ἀλλὰ καὶ
ἄσπονδους ἐχθρούς. Ἡ τελευταία πράξη ἀντίστασης κι
«ἐκδίκησης» ἀπέναντι στὴν πατρίδα του ἦρθε μετὰ θάνατον, μὲ
τὴν ἀπαγόρευση ἀναδημοσίευσης καὶ μεταφορᾶς στὸ θέατρο
τῶν ἔργων του, ἀπαγόρευση ποὺ διαχειρίστηκε κι ἐν μέρει ἦρε ὁ
κληρονόμος ἑτεροθαλὴς ἀδερφός του.
Ὡστόσο, χρήζει διάκρισης τὸ
ἑξῆς: ὁ Μπέρνχαρντ δὲν ἀσκοῦσε ἁπλῶς κοινωνικὴ κριτική, δὲν
ἔθιγε μὲ τρόπο ἐπιφανειακὸ τὰ κακῶς κείμενα. Πολὺ
περισσότερο, διακατεχόταν ἀπὸ ἔντονο πνεῦμα ἀρνητισμοῦ
κι ἀπόρριψης, ἀπεχθανόταν τὸν κόσμο κι ὅ,τι βρισκόταν σὲ
αὐτόν, πράγμα ποὺ ἀποτυπωνόταν τόσο στὴν προσωπική του ζωή,
ὅσο καὶ στὸν συγγραφικό του βίο. Ὅσοι τὸν κατακρίνουν, μιλοῦν
γιὰ μισάνθρωπο συγγραφέα καὶ τοῦ ἐπιρρίπτουν ἕνα σωρὸ
ἐλαττώματα καὶ παραξενιές.
Πόσο εὔλογα, ὅμως, φαντάζουν
ὅλα τα παραπάνω ἂν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τοὺς καταλυτικοὺς
παράγοντες τῆς ζωῆς του: πλήρης ἔλλειψη πατέρα, διαρκὴς
ἀπουσία μητέρας, ἀπόρριψη, ἀσθένεια, θάνατος, ἐπαφὴ μὲ
ναζιστικὲς ἰδέες. Ἔτσι, ἡ θεματολογία τοῦ Μπέρνχαρντ
περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν τραγικότητα τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς
ἀνθρώπινης φύσης, τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωση, τὴν
αὐτοκαταστροφή, τὸν πόνο, τὴν ἀνελπισία τοῦ κόσμου καὶ τὸν
θάνατο.
Ἡ δὲ ἀσθένειά του, ἡ δυσκολία
του ν’ ἀναπνεύσει, ἀποτυπώνεται ὑφολογικὰ στὸ ἔργο του μὲ
μακρόσυρτες προτάσεις ἄπνοιας, ποὺ ἔκαναν τὴν Ἐλφρίντε
Γιέλινεκ νὰ τὸν χαρακτηρίσει «ποιητὴ τῆς ὁμιλίας» κι ὄχι
τῆς γραφῆς. Ὡστόσο, τὴν ἀναπνοὴ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ
νὰ δείξει καὶ τὴ σπουδαιότητα τῆς γραφῆς γιὰ ἐκεῖνον:
«ἀναπνοὴ καὶ γραφὴ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό».
Ἡ σημασία τῆς ἀναπνοῆς δὲν
εἶναι τὸ μόνο στοιχεῖο, καθοριστικό του ὕφους τοῦ Μπέρνχαρντ.
Ἀντιθέτως, τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἀπόλυτο τρόπο τῆς
ἔκφρασής του, ἕναν τρόπο ποὺ ἀποκλείει ἐκ τῶν προτέρων τὴ
διατύπωση ἀντιρρήσεων καὶ διαφορετικῶν ἀπόψεων. Οἱ
κατηγορηματικὲς ἐκφράσεις καὶ ἡ συχνότατη ἐπανάληψη
λέξεων ὅπως «φυσικά», «τὰ πάντα», «τίποτα», «συνεχῶς»,
«ἀπόλυτα» δὲν ἐπιτρέπουν τὴ διαφωνία. Πρόκειται γιὰ τὴ μία
καὶ ἀπόλυτη ἀλήθεια.
Χαρακτηριστικοὶ τοῦ ὕφους
τοῦ Μπέρνχαρντ εἶναι ἐπίσης οἱ πολὺ συχνοὶ μονόλογοι ἑνὸς
ἀφηγητῆ σὲ πρῶτο πρόσωπο, συχνὰ δὲ ἀπέναντι σὲ ἕναν βουβὸ
ἀκροατὴ ἢ μαθητευόμενο, πάνω σε κάποιο ἀποτρόπαιο θέμα
τῆς καθημερινότητας ἢ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ ποὺ θέτει ὁ
ἴδιος ὁ συγγραφέας μέσῳ τοῦ ἀφηγητῆ του. Οἱ ἀφηγητὲς αὐτοί,
συνήθως ἐπιστήμονες, «ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος» ὅπως
εἰρωνικὰ τοὺς ὀνομάζει ὁ συγγραφέας, ἐκτοξεύουν μύδρους
κατὰ τῶν ἀνόητων μαζῶν καὶ τὰ βάζουν μὲ κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο.
Ὡστόσο, τόσο ἡ πρωτοπρόσωπη ἀφήγηση, ὅσο καὶ ἡ δυσαρέσκεια
μὲ τὰ πάντα δὲν πρέπει ν’ ἀποπροσανατολίζουν. Ὁ συγγραφέας
δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν ἑκάστοτε ἀφηγητή, ἀντιθέτως
φροντίζει νὰ παίρνει ἀπόσταση ἀπ’ αὐτόν, δηλώνοντάς το συχνὰ
ρητῶς. Πρόκειται γιὰ πρόζα ρόλων κι ὄχι γιὰ ἄμεσα
αὐτοβιογραφικὰ κείμενα.
Ἄλλο σημεῖο ὅπου ἡ
βιογραφία συγκλίνει μὲ τὴ συγγραφικὴ παραγωγὴ εἶναι τὸ
στοιχεῖο τῆς ὑπερβολῆς, τῆς κλιμάκωσης. Τόσο σὲ ἐπίπεδο
ἰδεῶν καὶ θεμάτων, ὅσο καὶ σ’ αὐτὸ τῆς ἔκφρασης, ὁ Μπέρνχαρντ
ἐπιτυγχάνει, μέσῳ τῆς ἐλαφρῶς τροποποιούμενης κάθε φορὰ
ἐπανάληψης, τῆς παραλλαγῆς, τὴν κλιμάκωση. Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ
τρόπος θυμίζει τὶς μεθόδους σύνθεσης στὴ μουσικὴ κι ἂς
θυμηθεῖ ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης τὴ μουσικὴ παιδεία τοῦ συγγραφέα. Ὁ
ἴδιος μάλιστα παραδεχόταν ὅτι ἡ μουσικότητα ἦταν
μεγίστης σημασίας στὰ κείμενά του, καθὼς καὶ ἕνα στοιχεῖο ποὺ
γενικὰ «διακρίνει ἕναν Αὐστριακὸ ἀπὸ ἕναν Γερμανό, καθὼς
γιὰ τὸν Γερμανὸ ἡ μουσικότητα εἶναι ἀνύπαρκτη».
Κι ἂν ὁ Μπέρνχαρντ καθίσταται
δύστροπος κι ἀπωθητικὸς συγγραφέας μὲ τὴν εἰρωνεία, τὸ
σαρκασμὸ καὶ τὴν ἐπιθετικότητά του, ὑπάρχουν καὶ γνωρίσματα
ποὺ δροῦν ἀντισταθμιστικά. Αὐτὰ εἶναι ἡ γλωσσική του
ἐκλέπτυνση, ἡ αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ ποὺ ἔχει κι ἀποτυπώνει στὰ
γραπτά του, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενά του, σὲ
ἀντίθεση μὲ ἐκεῖνα ἄλλων ἐξεχόντων συγγραφέων τῆς ἐποχῆς
του, γίνονται εὐκόλως κατανοητὰ κι ἀπὸ τὸν μὴ ἐπαΐοντα,
ἀκόμη κι ἀπὸ ἕναν ἀγρότη, «μὲ τὸν ὁποῖο καὶ μόνο», σύμφωνα μὲ
τὸ συγγραφέα, «ἔχει νόημα νὰ συζητᾶ κανείς».
Γιὰ τὸ παρὸν ἀφιέρωμα στὸν
Τόμας Μπέρνχαρντ ἐπιλέχθηκε τὸ ἀπάνθισμα τῶν συντομότατων
διηγημάτων του ποὺ ἐμφανίστηκαν στοὺς τόμους Μιμητὴς φωνῶν (1987)2 καὶ Συμβάντα
(1994). Πρόκειται γιὰ κείμενα μὲ ἰδιαίτερα αἰσθητὸ τὸν
σπινθήρα τῆς εἰρωνείας, τοῦ σαρκασμοῦ καὶ τοῦ
καλοσχηματισμένου χιοῦμορ, δηλαδὴ τοῦ προσωπικοῦ ὕφους τοῦ
Μπέρνχαρντ, ἕναν σπινθήρα ποὺ ἡ λάμψη του διαρκεῖ πολὺ
περισσότερο ἀπὸ ἕνα μικρὸ κλάσμα χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου