Heinrich Böll
Βήχας σὲ συναυλία
ΞΑΔΕΡΦΟΣ
ΜΟΥ ὁ Μπέρτραμ ἀνήκει σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀνθρώπων, πού,
νευρωτικοὶ καθὼς εἶναι, μὴ ὄντας κατὰ τὸ ἐλάχιστο
κρυωμένοι, αἴφνης ξεσποῦν σὲ βήχα ἐν μέσῳ συναυλιῶν. Ὁ βήχας
ξεκινᾶ ὕπουλα, σὰν ἁπαλό, φιλικὸ σχεδόν, θρόισμα ποὺ σὲ
τίποτα —λές— διαφέρει ἀπ’ τὸ ρύθμισμα μουσικοῦ ὀργάνου. Στὴ
συνέχεια ὅμως αὐξάνει σταδιακὰ γιὰ νὰ φτάσει νὰ γίνει
—ὑπακούοντας σὲ μιὰ νομοτέλεια ἀδιόρατη— ἔκρηξη ἠχητικὴ
ποὺ κάνει τὰ μαλλιὰ τῆς μπροστινῆς κυρίας νὰ λικνίζονται σὰν
ἀνάλαφρα πανιὰ ἱστιοφόρου.
Ὅπως ἁρμόζει στὴν
εὐαισθησία του, ὁ Μπέρτραμ βήχει δυνατά, ὅταν ἡ μουσικὴ ἠχεῖ
ἀπαλά, καὶ ἠπιότερα , ὅταν ἡ μουσικὴ δυναμώνει. Μὲ τὸ
ἄχαρο φωνητικό του ὄργανο ἀποτελεῖ τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς
δυσαρμονίας. Καθὼς μάλιστα διαθέτει λαμπρὴ μνήμη καὶ ξέρει
ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτὰ τὶς παρτιτοῦρες, παίζει γιὰ ’μένα —τὸν
ἀνίδεο— τὸ ρόλο τοῦ μέντορα. Σὰν ἀρχίζει νὰ ἱδρώνει καὶ τὰ
ἀφτιά του κοκκινίζουν κι ἐκεῖνος συγκρατεῖ τὴν ἀναπνοή του
βγάζοντας νευρικὰ ἀπ’ τὴν τσέπη του τὶς καραμέλες γιὰ τὸ βήχα,
ἐνῶ ἡ διεισδυτικὴ μυρωδιὰ εὐκαλύπτου διαχέεται στὸ χῶρο
τριγύρω, ἔ, τότε ξέρω πὼς ἡ μουσικὴ περνᾶ σὲ δυνατὸ
ντιμινουέντο. Κι ὄντως: τὸ δοξάρι τοῦ βιολιστῆ μόλις ποὺ
χαϊδεύει τὶς χορδὲς κι ὁ πιανίστας δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς
μᾶλλον γητεύει καὶ καθησυχάζει τὸ πιάνο του· μιά, ἂς ποῦμε,
ὁλότελα οἰκεία γερμανικὴ ἐσωτερικότητα διαχέεται τότε
στὴν αἴθουσα καὶ νὰ ποὺ ὁ Μπέρτραμ κάθεται δίπλα μὲ τὰ μάγουλα
φουσκωμένα, ἕτοιμα νὰ ἐκραγοῦν, στὰ μάτια βαριὰ ἡ δυσθυμία
καὶ ξαφνικά… ἡ ἔκρηξη!
Καθὼς μόνο ἄνθρωποι ἀρίστου
ἀγωγῆς συχνάζουν σὲ συναυλίες στὴν πόλη μας, κανεὶς δὲ
γυρίζει βεβαίως νὰ κοιτάξει, οὔτε καὶ κάνει ὑποδείξεις καὶ
μαθήματα καλῆς συμπεριφορᾶς. Ὡστόσο, εὔκολα
ἀντιλαμβάνεσαι πὼς τὸ κοινὸ βρίσκεται ἕνα μόλις βῆμα πρὶν τὴν
ἔκρηξη καὶ τὸ παρακολουθεῖς νὰ τινάζεται κάθε φορὰ ποὺ ὁ
Μπέρτραμ βήχει ἐκ νέου. Ἕνα ἀδιάκοπο γάβγισμα βγαίνει
θαρρεῖς ἀπ’ τὸ στόμα του, γάβγισμα ποὺ σταδιακὰ ἁπαλύνεται,
καθὼς τελειώνει ἐπιτέλους τὸ ντιμινουέντο. Τότε, ἐκεῖνος
καταπίνει μὲ μιᾶς τὸ χυμὸ εὐκαλύπτου τῆς καραμέλας, ἔτσι ποὺ
τὸ μῆλο τοῦ Ἀδὰμ στὸ λαιμό του μοιάζει μὲ σβέλτο ἀνελκυστήρα.
Τὸ φρικτὸ εἶναι ὅτι ὁ
Μπέρτραμ φαίνεται νὰ δίνει μὲ τὸ βήχα του τὸ παράγγελμα καὶ
στοὺς ὑπόλοιπους νευρωτικούς, ἀνεξαρτήτως βαθμοῦ νεύρωσής
τους. Σὰν σκύλοι ποὺ ἀναγνωρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀπ’ τὸ
γάβγισμα, τοῦ ἀπαντοῦν ἀπ’ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς αἴθουσας.
Παράξενο, ἀλλὰ κι ἐγὼ ἀκόμα, ποὺ ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες
οὔτε ἀρρωσταίνω, οὔτε καὶ τὰ νεῦρα μου πάσχουν, ναί, ἀκόμα κι
ἐγὼ αἰσθάνομαι ὅλο καὶ περισσότερο, ὅσο προχωρᾶ ἡ
συναυλία, μιὰ ἀκατανίκητη τάση γιὰ βήχα. Νιώθω τὰ χέρια μου
νὰ ἱδρώνουν καὶ ἐμένα τὸν ἴδιο νὰ γίνομαι θύμα μιᾶς
ἐσωτερικῆς παράλυσης. Καὶ ξαφνικὰ καταλαβαίνω πὼς κάθε
προσπάθεια εἶναι μάταιη: θὰ βήξω. Αἰσθάνομαι ἕνα γαργαλητὸ
στὸ λαιμό, σχεδὸν δὲν παίρνω ἀνάσα πιά, τὸ σῶμα μου εἶναι
λουσμένο στὸν ἱδρώτα, τὸ πνεῦμα μου ἀπὸν καὶ ἡ ψυχή μου
ὑποχείρια μιᾶς ἀγωνίας ὑπαρξιακῆς. Σταματῶ ν’ ἀνασαίνω
κανονικά, περιεργάζομαι νευρικὰ τὸ μαντήλι στὴν παλάμη
μου, ἕτοιμος νὰ τὸ φέρω μπροστὰ στὸ στόμα μου ἂν χρειαστεῖ κι
ἔτσι, ἀντὶ ν’ ἀκούω τὴ μουσική, ἀφουγκράζομαι τὸ νευρωτικὸ
γάβγισμα τῶν ὑπερευαίσθητων συνακροατῶν μου, ποὺ
ἀκολουθοῦν μὲ μιᾶς τὸ παράγγελμα τοῦ ἑνός.
Λίγο πρὶν τὸ διάλειμμα εἶμαι
βέβαιος πιὰ γιὰ τὴ μετάδοση τῆς νεύρωσης: δὲν ἀντέχω ἄλλο.
Ἀρχίζω νὰ σιγοντάρω τὸν Μπέρτραμ, βήχοντας σύγκορμος μέχρι νὰ
φτάσει τὸ διάλειμμα, ὁπότε μὲ τὸ πολυπόθητο χειροκρότημα
τρέχω στὴν γκαρνταρόμπα. Λουσμένος στὸν ἱδρώτα ἀπ’ τὸ κεφάλι
ὣς τὰ νύχια κι ἐξαντλημένος ἀπ’ τοὺς σπασμοὺς τοῦ βήχα,
προσπερνῶ τὸν πορτιέρη καὶ βγαίνω στὸν καθαρὸ ἀέρα.
Ἑπόμενο εἶναι ποὺ ἄρχισα ν’
ἀρνοῦμαι, εὐγενικὰ μέν, πεισματικὰ δέ, τὶς προσκλήσεις τοῦ
Μπέρτραμ σὲ συναυλίες. Μόνο ἀραιὰ καὶ ποὺ πιὰ τὸν συνοδεύω
στὶς κορυφαῖες ἐκδηλώσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἀλλὰ καὶ τότε
ἀκόμα, μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι οἱ τρομπέτες θὰ
ὑπερκαλύπτουν κάθε ἄλλο ἦχο ἢ ὅτι ἀντρικὴ χορωδία θὰ βάζει
κυριολεκτικὰ τὰ δυνατά της σὲ κομμάτια ὅπως «Καταιγισμὸς
βροντῶν» ἢ «Ἡ χιονοστιβάδα». Ἐν πάσῃ περιπτώσει, σὲ ἔργα
ὅπου εἶναι δεδομένα ἡ ὑψηλὴ ἠχητικὴ ἔνταση κι ἕνα κάποιο
φορτίσιμο. Μόνο ποὺ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ εἶδος μουσικῆς δὲ μ’
ἐνδιαφέρει.
Εἶναι παντελῶς ἄσκοπο νὰ
προσπαθοῦν οἱ γιατροὶ ντὲ καὶ καλὰ νὰ μὲ πείσουν ὅτι ἔχουν
πειραχτεῖ τὰ νεῦρα μου κι ὅτι πρέπει νὰ ἐλέγχω τὸν ἑαυτό μου.
Χαίρω πολύ, ξέρω ὅτι φταῖνε τὰ νεῦρα μου. Ἔλα ὅμως ποὺ ἐκεῖνα
μ’ ἐγκαταλείπουν ὅταν κάθομαι δίπλα στὸν Μπέρτραμ. Ὅσο γιὰ τὸν
αὐτοέλεγχο, τζάμπα χάνουν τὰ λόγια τους. Μοῦ εἶναι ἁπλῶς
ἀδύνατο. Τί νὰ πῶ, ἴσως μωρὸ νὰ μὲ νανούριζαν λέγοντάς μου
ὅτι δὲ θὰ γίνω ποτὲ ἄνθρωπος μὲ αὐτοέλεγχο.
Κατηφὴς ξεφυλλίζω πιὰ τὰ
διαφημιστικὰ φυλλάδια τῶν διαφόρων συναυλιῶν. Ἀδύνατο νὰ
ἐνδώσω στὸν πειρασμό τους, ἀφοῦ γνωρίζω ὅτι ὁ Μπέρτραμ θά
’ναι ἐκεῖ καὶ θὰ μὲ περιμένει. Καὶ μὲ τὸ ποὺ ἀκούσω τὸν πρῶτο
του ψίθυρο, ὁ αὐτοέλεγχος πάει περίπατο.
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικου "Πλανόδιον" (01.12.2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου