Φωτογραφία: Έλενα Σταγκουράκη
«Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι»
Μια συνομιλία του
Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη
Ε.Σ.: Κύριε Αλεξάκη, στη «Λάμψη» μας αυτοσυστήνεστε: «Ορέστης»,
λέτε, «μα στη λέξη» να μη σταθούμε. Αντιθέτως, να δούμε «τη νύχτα του χιονιού»
και «του αγριμιού το μάταιο κλάμα». Η ποίησή σας, λοιπόν, νύχτα χιονισμένη και
μάταιο κλάμα;
Ο.Α.: Έτσι φαίνεται. Το εξομολογείται η ίδια. Κι απ’ όσο ξέρω,
είναι ειλικρινής. Αλλά εδώ θα πρέπει ίσως να γίνει μια διευκρίνιση. Η ποίηση
περιγράφει την εσωτερική μας πραγματικότητα. Που δεν συμπίπτει ωστόσο πάντοτε
με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, με την πραγματικότητα της
καθημερινής μας ζωής. Γιατί αυτή, η δεύτερη, δέχεται επιρροές και παρεμβάσεις
που αλλοιώνουν συχνά την πρωταρχική της εικόνα. Παρεμβάσεις από διάφορους
παράγοντες, κυρίως από την ίδια την «κοινωνικότητά»
της, που καταναγκάζει συχνά τον άνθρωπο σε ποικίλες «προσαρμογές» –διάβαζε συμβιβασμούς–
αλλά και εκπτώσεις κάποτε. Η ποίηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτήν την
εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και να διασώσει, διατρυπώντας
επιχωματώσεις που έχει μοιραία δεχθεί η «κατά συνθήκην» ζωή μας.
Ε.Σ: Κάπου γράφετε: «Ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου ίχνη ξένων
βλεμμάτων.» Ποια είναι τα βλέμματα που ανακαλύπτετε σήμερα στα μάτια σας, αυτά που
σας έδειξαν το δρόμο κι αποτέλεσαν πρότυπα για σας, ως ποιητή κι ως άνθρωπο;
Ο.Α.: Αυτά τα ξένα βλέμματα που ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου,
δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ποίηση και τις διάφορες επιρροές που έχω
δεχτεί. Έχουν να κάνουν με ολόκληρη τη ζωή μου, με ολόκληρη την ύπαρξή μου. Και
μολονότι νιώθω, πολλές φορές με εντυπωσιακή ενάργεια, την παρουσία τους, όμως
αγνοώ την ταυτότητα και προέλευσή τους. Ξέρω ότι ο εαυτός μου δεν είμαι μόνον
εγώ. Αλλά ποιοι άλλοι είναι, δεν ξέρω.
Ε.Σ. Η ποίησή σας, μια ποίηση ουμανιστική, διακατέχεται από βαθύ
στοχασμό, διάθεση μελαγχολική (άλλοτε ρέμβης κι άλλοτε δυσθυμίας), και δυνατό όμως
σαρκασμό σε στίχους όπως «τόσο τυφλός που βλέπω την αλήθεια», «τόσο πιστός που
απόμεινα μονάχος.» Πρόκειται γι’ αντικατοπτρισμό στοιχείων του χαρακτήρα του
ποιητή, καταστάλαγμα της πείρας κι εμπειρίας του ή και για τα δυο αυτά μαζί;
Ο.Α.: Ό, τι κατασταλάζει μέσα μας σαν πείρα ζωής μεταλλάσσεται κατά
κάποιο τρόπο σε στοιχείο του χαρακτήρα μας. Πρόκειται για τα «επίκτητα» λεγόμενα
στοιχεία τα οποία προσλαμβάνονται και προστίθενται στην προσωπικότητά μας, κατά
τη διαδρομή μας στο χρόνο. Αν και πιο αδύνατα από τα «εκ γενετής» λεγόμενα,
επηρεάζουν τη ζωή μας όσο κι εκείνα. Σχετικά τώρα με τη σάτιρα, είναι κι αυτή
ένας τρόπος έκφρασης, αλλά και θέασης των πραγμάτων, μια μέθοδος αγώνα,
αμυντικού, αλλά και επιθετικού χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπίσει κανείς
τις ποικίλες έξωθεν «προσβολές».
Ε.Σ.: Συχνές οι αναφορές σας στο παιδί, είτε ως ιδανική στιγμή
αθωότητας κι ευαισθησίας είτε ως απλό αντίποδα του θανάτου. Για ποιο λόγο το
πράττετε αυτό και με ποιο σκοπό; Συμμερίζεστε την άποψη πως μέσα μας υπάρχει
πάντοτε ένα παιδί ή θεωρείτε πως αναπόφευκτα κάποια στιγμή της ζωής μας το
παιδί αυτό χάνεται ή το σκοτώνουμε ακόμη κι εμείς οι ίδιοι;
Ο.Α.: Έχω τη γνώμη ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του το παιδί
που κάποτε υπήρξε. Κι αυτό το παιδί, κάποιες στιγμές, διεκδικεί συμμετοχή στην
τρέχουσα ζωή μας. Αξιώνει να έχει λόγο –τις περισσότερες φορές μάλιστα,
επικριτικό. Παρά ταύτα, αξίζει τη συμπάθεια και την κατανόησή μας. Δεν έχει
φταίξει σε τίποτα για τις όποιες
έκτοτε... δυσμενείς τυχόν εξελίξεις.
Ε.Σ.: Στη συνέχεια θα ήθελα να επικεντρωθούμε στη λέξη
«λησμονήθηκα», μια λέξη που επανέρχεται συχνά στην ποίησή σας. Μοιάζει όμως να
μη αφήνεστε καθόλου στην παθητικότητα που η λέξη υπονοεί. Αντιθέτως, είναι σαν
να πρόκειται για συνειδητή ενέργεια, κατόπιν επιλογής, έως και ρεμβαστική
απόλαυσή της εκ των υστέρων.
Ο.Α.: Όταν λέω
«λησμονήθηκα», εννοώ κυρίως την ασυνείδητη καταβύθιση στο τέλμα των αυτονοήτων.
Την παροδική έστω απώλεια της συναίσθησης του θαύματος που αποκαλούμε ζωή. Την
απομάκρυνση από το κορυφαίο αίνιγμα του υπάρχειν... Στο ποίημά μου «Αφύπνιση»,
από τη συλλογή «Η λάμψη», ποίημα που πιθανολογώ ότι αποτελεί την αφορμή του ερωτήματός
σας, επισημαίνω μάλλον αυτό που ο τίτλος του ποιήματος δηλώνει. Τη στιγμή της
αφύπνισης. Τη στιγμή που ο άνθρωπος, ο παρασυρμένος από την τύρβη και την
πολυπραγμοσύνη της καθημερινότητας, επιστρέφει και πάλι στα επίπεδα της
συνειδητότητας. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την ύπαρξή του, μέσα στην απεραντοσύνη
του χωρόχρονου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι ο άνθρωπος, από την ίδια τη φύση
του ίσως, «νυστάζει», έχει δηλαδή τη ροπή προς την ύπνωση, την σμίκρυνση μ'
άλλα λόγια της συνειδητότητάς του, μέσα στα όρια των απαιτήσεων και αναγκών της
πρακτικής ζωής. Για να εξασφαλίζομε συνεχή πληρότητα συνείδησης, όπως αξίζει
στα τελειότερα όντα του πλανήτη, χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση.
Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «Πόση μουσική ουρανών/ μέσα σε πάμθηνα
πράγματα.» Τα πάντα εν σοφία εποίησεν,
λοιπόν;
Ο.Α.: Δεν διακατέχομαι από την αλαζονεία να βαθμολογώ τη ζωή και το
σύμπαν! Όμως, ναι. Πολλές φορές σταμάτησα έκθαμβος μπροστά από ασήμαντα εκ
πρώτης όψεως πράγματα, ανακαλύπτοντας ένα ασύλληπτο βάθος ή μιαν απροσδόκητη
ομορφιά. Σας θυμίζω σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα το θαυμάσιο «Άγραφον» του
Σικελιανού.
Ε.Σ.: Έχω την εντύπωση, ακολουθώντας χρονολογικά την ποιητική σας
πορεία, πως η ρίμα ήρθε με τον καιρό. Πρόκειται για εσωτερική ανάγκη ή
ενσυνείδητη επιλογή;
Ο.Α.: Η ποιήτρια Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, που μου έκανε την τιμή
να ασχοληθεί συστηματικά με την δουλειά μου και συνέγραψε σχετικά το μελέτημα
«Συρραπτική του προσώπου κ.τ.λ.», που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις των Φίλων»,
ισχυρίζεται ότι η μουσικότητα που διακρίνει την ποίησή μου και όχι μόνον την αυστηρώς
έμμετρη, δεν είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, αλλά εκδήλωση ιδιοσυστασίας.
Λέει χαρακτηριστικά ότι κουβαλώ την μουσική μέσα στο αίμα μου, γεγονός που η
ίδια το αποδίδει στην επτανησιακή μου καταγωγή. Οφείλω να ομολογήσω ότι συμφωνώ
μαζί της. Στα μαθητικά μου χρόνια, έγραφα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα,
στη γνωστή ατμόσφαιρα του νεοσυμβολισμού (Άγρας, Λαπαθιώτης κ.τ.λ.). Δύο από τα ποιήματα αυτά δημοσίευσα –εις
μνήμην– στην επιλεκτική έκδοση «Υπήρξε», ενώ στον συγκεντρωτικό τόμο «Ποίηση», το
μότο της συλλογής «Η Περσεφόνη των γυρισμών», καθώς κι εκείνο της ενότητας «Ο
μεταμφιεσμένος χρόνος» έχουν επίσης την ίδια προέλευση. Μετά την καθολική επικράτηση
όμως της λεγόμενης νεώτροπης ή νεωτερικής ποίησης, αποφάσισα κι εγώ –ανέκδοτος
ακόμη τότε νεοσσός– να προσαρμοσθώ στα νέα ρεύματα των καιρών. Προσπάθησα πολύ,
κουράστηκα πολύ, κατόρθωσα λίγα. Ήμουν αγκυλωμένος στους ρυθμούς, από τους
οποίους ποτέ δεν απαγκιστρώθηκα εντελώς. Τώρα, σχετικά με τα έμμετρα και
ομοιοκατάληκτα ποιήματά μου, των συλλογών «Αγαθά παιγνίδια» και «Μου γνέφουν»,
δίνω την εξήγηση της δημιουργίας τους στις «Σημειώσεις» του τόμου «Ποίηση».
Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα, τα ποιήματα αυτά δεν είναι προϊόντα σχεδιασμού,
αλλά αποτελέσματα ενός «αιφνίδιου ξεσπάσματος» που μου επιβλήθηκε έσωθεν, χωρίς
καμιά συγκεκριμένη αφορμή. Και αυτή είναι η αλήθεια.
Ε.Σ.: Αλλού γράφετε: «Σ’ αυτό το μετερίζι ξαγρυπνώ/ σ’ αυτή την
έσχατη σκοπιά/ … των επιγείων τη μοίρα κατοπτεύω.» Ξάγρυπνος παρατηρητής,
λοιπόν, της ζωής και του ρου της. Η παρατήρηση αυτή αφήνει τον Αλεξάκη
αισιόδοξο ή απαισιόδοξο;
Ο.Α.: Ούτε αισιόδοξο ούτε απαισιόδοξο. Απλά, έναν απορημένον παρατηρητή.
Τίποτα άλλο.
Ε.Σ.: Στίχος σας, εν έτει 1982: «Το κουκούτσι της ψυχής
λησμονημένο.» Θα ’λεγε, όμως, κανείς πως μοιάζει πολύ περισσότερο με κριτική
της σημερινής ή έστω μιας πολύ πρόσφατης, ελληνικής κι όχι μόνο, κοινωνίας.
Ο.Α.: Όχι. Δεν έχει στοιχεία κοινωνικότητας το ποίημα. Στην
προσωπική περιπέτεια του καθενός μας αναφέρεται. Στην πολυθρύλητη χαμένη
αγνότητά μας. Στο κουκούτσι της ψυχής που λησμονήθηκε, κάτω από την επικάλυψη
τόσων συμβιβασμών και τόσων υποχωρήσεων.
Ε.Σ.: Στη θέση της τελευταίας ερώτησης, ζητώ απ’ τον συνομιλητή μου
να μιλήσει απευθείας στο κοινό του. Ένα μήνυμα στον αναγνώστη σας, παρακαλώ.
Ο.Α.: Ούτε αγγελιοφόρος είμαι, ούτε διδάχος. Ένας απλός άνθρωπος
μόνο, που προσπαθεί κι αυτός να αρθρώσει τον ταπεινό του λόγο, «γιατί η ψυχή
μας αύριο κάνει πανιά», για να θυμηθούμε το Σεφέρη. Αν όμως κάτι θα ’πρεπε να
πω, έτσι... για να διασωθεί η παράδοση, θα ’λεγα: «Ευλογημένος, όποιος μπορεί
να ανακαλύπτει την ομορφιά. Ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα. Η αισθητική πρόσληψη
της ζωής είναι η μόνη ελπίδα να διασώσουμε την «δωρημένη άνωθεν» πνευματικότητά
μας ή αυτό που ο Σικελιανός θα ονόμαζε «πρώτο μας Εαυτό».
Αθήνα, Οκτώβριος 2012
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 7 (χειμώνας 2012 - άνοιξη 2013)