14/9/13

"Ποιος θα φανταζόταν"...



















Gioconda Belli


Από το ημερολόγιο της Αριάδνης (Del diario de Ariadna)

Μ’ έριξαν στης Κρήτης το λαβύρινθο
γνωρίζοντας τον έρωτά μου για το Μινώταυρο
και βρίσκομαι παγιδευμένη σε μια γωνιά
σε μια χαραμάδα όπου εκείνος να με δει δεν το μπορεί.

Τόσο κοντά μου βρίσκεται
που ως και την ανάσα του ακούω.
Δεν ψάχνει να με βρει, γνωρίζοντάς με δέσμια
του προσεχτικού του γρίφου που εξύφανε για να με πιάσει.
Τον γνωρίζω και συνάμα δεν τον κατανοώ,
τον αγαπώ και ταυτοχρόνως τον απεχθάνομαι:
άγρυπνη τις νύχτες με κρατά η θύελλα των ήχων του.

Βλέπω το φως στην είσοδο·
αχ να μπορούσα να βγω,
να σου έδειχνα, Θησέα, το τρωτό σημείο,
μα τρέμω, προσμένω
– εδώ σ’ αυτό το σπήλαιο του χρόνου,
αόρατη και διάφανη,
υπολογίζοντας υποψιασμένη
πώς να τον γλιτώσω απ’ τα χέρια σου, Θησέα –
να με φωνάξεις: Αριάδνη! Αριάδνη!
για να σου παραδώσω τον μίτο τον λαμπρό
που μ’ αυτόν για πάντα θα τον βγάλεις
από τούτον τον λαβύρινθο της ζωής μου.



***


Ο προορισμός ετούτων των ποιημάτων (Del qué hacer con estos poemas)

Σκέφτομαι, τα ποιήματά μου να συγκεντρώσω,
στοιχισμένα στη σειρά σαν μια γραμμή τυφώνες
και σε βιβλίο να τα εκδώσω, ωραίο και ασύγκριτο, για χάρη σου.
Ένα βιβλίο όπου οι δυο μας θα ’μαστε ευτυχείς
ή ατίθασοι σαν δυο συνδιαλεγόμενα γατιά,
ένα βιβλίο που στου χρόνου σου το χρόνο θα αιωρείται
και που στα εγγόνια σου εσύ θα επιδεικνύεις
λέγοντάς τους
με το καμάρι λατρεμένου αρσενικού:


«Για κοιτάξτε πόσο μ’ αγάπησε ετούτη η γυναίκα.»



***


Εγώ που σ’ αγαπώ (Yo, la que te quiere)

Εγώ είμαι η αδάμαστη γαζέλα σου,
ο κεραυνός που σχίζει το φως στο στήθος σου
Εγώ είμαι ο άνεμος ο ανήμερος στο βουνό
και η κάψα η πυκνωμένη της φωτιάς του πεύκου.
Εγώ τις νύχτες σου θερμαίνω,
ανάβοντας ηφαίστεια στα δυο μου χέρια,
μουσκεύοντας τα μάτια σου με τον καπνό των κρατήρων μου.
Εγώ ήρθα σε σένα ντυμένη την βροχή και την μνήμη,
γελώντας το γέλιο το αναλοίωτο των χρόνων.
Εγώ ο δρόμος ο ανεξερεύνητος,
το φως που διαλύει τα σκοτάδια.
Εγώ αστέρια αποθέτω ανάμεσα στη σάρκα τη δική σου και δική μου
και σε διατρέχω ολόκληρο,
δρομάκι το δρομάκι,
με την αγάπη μου ανυπόδητη,
και το φόβο μου ανένδυτο.
Εγώ είμαι ένα όνομα που τραγουδά και το ερωτεύεσαι
από την άλλη την πλευρά του φεγγαριού,
είμαι η προέκταση του χαμόγελου και του κορμιού σου όλου.
Εγώ είμαι κάτι που αυξάνει,
κάτι που γελάει και κλαίει.
Εγώ,
που σ’ αγαπώ.




***


Μια καθημερινότητα διακριτική (Discreta cotidianidad)


Α! ποιος θα φανταζόταν βλέποντάς μας σήμερα
καθώς καταπιανόμαστε με τούτα και με κείνα
καθώς κουμπώνεις το πουκάμισο εμπρός απ’ τον καθρέφτη
κι εγώ στρώνω το κρεβάτι
χώνοντας την άκρη του σεντονιού κάτω απ’ το στρώμα
πως πάνω του χθες τη νύχτα κυλιόμασταν γυμνοί
δίχως ίχνος της ευπρέπειας που μ’ αυτήν μας βλέπει
ο κόσμος.
Ποιος θα ’λεγε πως αναμαλλιαζόμαστε πάνω στο μαξιλάρι
πως στενάζουμε και τυλιγόμαστε σαν φίδια
με δόντια λερωμένα απ’ το μήλο του Δέντρου της Ζωής.

Μιλάς για όσα έχεις να κάνεις,
για τις υποχρεώσεις σου που σε καλούν στην πόλη.
Εγώ σηκώνω το ρούχο και τελειώνω με το ντύσιμο.
Το κρεβάτι ήδη στρωμένο. Το κάλυμμα στη θέση του. Τα μαξιλάρια.

Οι κουρτίνες τραβηγμένες, ο ήλιος.
Μυστική κρατούμε τη λαγνεία μας
όπως άλλωστε όλοι.
Κι εγώ, μια ακόμη από εκείνες που σήμερα θα γράψουν στα γραφεία τους,
θα φροντίσουν τα παιδιά τους ή θα παραδώσουν μάθημα,
διερωτώμενες αν είναι ακόμη αυτές οι ίδιες
που με τον ερχομό της νύχτας
παραδόθηκαν στην παραφορά.




***


Τα πάντα χάριν της αγάπης (Todo sea por el amor)

Πράγματα τόσα έχω κάνει για χάρη σου
που πρέπει ειδικά να προσέξω
μην και η ιστόρησή τους στ’ αφτιά σου ως παράπονο ηχήσει·
γιατί τα πάντα έχουν γίνει από αγάπη —
και αυτές ακόμη οι αστραπές και οι κυκλώνες που ελευθέρωσα
απ’ της Πανδώρας το κουτί
που ο ίδιος μια μέρα μου έβαλες στα χέρια,
ναι, αληθεύει πως πόνεσαν πολύ,
πως πολλές φορές τη σάρκα μου την ξέσκισαν απ’ τη ρίζα
και μένα μ’ έβαλαν να ψάχνω την καρδιά μου
με το φόβο μην δεν ακούσω το στρατιώτη βηματισμό της,
τα πάντα απόφαση δική μου και νηφάλια,
δική μου απώλεια κι απόλαυση δική μου,
και μέσα τους μ’ αντίκρισα πιότερο ακόμη γυναίκα
ικανή γι’ αναρριχήσεις κι ακροβασίες,
μ’ επιμονή όνου πεισμωμένου,
και που μ’ αυτά πορεύτηκα σε μονοπάτια άγνωστα,
συνεπαρμένη απ’ την οσμή την εγγύτατη της ευτυχίας,
ψάχνοντάς σε πίσω από χειρονομίες, πόρτες κλειστές
κι απ’ τον τρόπο που άφηνες τα ρούχα σου
κι όταν σε βρήκα
διάπλατα σου ανοίχτηκα
σαν κλουβί γεμάτο αηδόνια
γνωρίζοντας επίσης πώς είναι
ένα άστρο να έχεις εκτυφλωτικό στα σωθικά σου.

Λοιπόν, με παράπονα να σφάλλω δεν θέλω—
υπεύθυνη με κρίνω για τον ήλιο και τη σκιά,
όμως, αχ αγάπη μου, πόσο με πονά
που -όντας εγώ στον ουρανό σου
σαν αστέρι περιπλανώμενο,
άσπλαχνα αναρτημένο στο σύμπαν σου-,
τη λάμψη μου δεν ανακάλυψες,
ούτε με κατοίκησες
το φως μου κατακτώντας,
παρά τόλμησες μονάχα
να με ψηλαφήσεις —
σαν τον τυφλό
μες στα σκοτάδια.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Poeticanet" (http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1366726779&archive&start_from&ucat=331&show_cat=331) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: