Η «Όπερα της πεντάρας»
ξανά στο θέατρο του Μπρεχτ
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την τελευταία παρουσίασή της, η «Όπερα της πεντάρας» ανεβαίνει και πάλι στο Berliner Ensemble με σκηνοθεσία που θυμίζει φαντασμαγορικό μιούζικαλ. Φώτα, παντομίμα και λευκά πρόσωπα γίνονται παιχνίδι στα χέρια του σκηνογράφου και σκηνοθέτη της παράστασης Ρόμπερτ Γουίλσον, ο οποίος κάνει θέατρο στις προδιαγραφές του Μπρεχτ: επικό.
Η αυλαία ανοίγει και υπό τους ήχους του „Moritat“ εμφανίζονται στη σκηνή φωτεινοί κύκλοι που εναλλάσσονται, σβήνουν, ενώ το φως παράγεται
κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι κυλούν. Πρόκειται για διακειμενικό στοιχείο μέσω έμμεσης αναφοράς στον «Κύκλο με την κιμωλία», για στοιχείο δανεισμένο απ’ το σχήμα της πεντάρας ή μήπως για εφέ που σε συνδυασμό με τη μουσική απλά θέλει να παραπλανήσει κατά κάποιο τρόπο το κοινό, δίνοντάς του την εντύπωση ότι βρίσκεται σε άλλου είδους θέαμα; Ό, τι και να ισχύει από τα παραπάνω, ο θεατής ενθουσιάζεται βλέποντας σε αυτό το σκηνικό να παρελαύνουν στη συνέχεια τα πρόσωπα του έργου, με τον πρωταγωνιστή να δίνει το ρυθμό, άλλοτε κατά πρόσωπο με το κοινό κι άλλοτε με την πλάτη. Με το τέλος του τραγουδιού και τη φράση της υποχθόνιας Τζένη «Αυτός είναι ο Μάκυ Μέσερ», ξέρει πια κι ο θεατής τι έχει να περιμένει από την παράσταση.
Μια «Όπερα της πεντάρας» αλλιώτικη απ’ τις άλλες
Ούτε επαίτες με κουρέλια επί σκηνής, ούτε ύπουλοι ληστές με κουκούλες –ή χωρίς-, ούτε πόρνες με φτηνιάρικη συμπεριφορά κι ενδυμασία. Κουστούμια, δεξιοτέχνες άρπαγες και κουρασμένα πρόσωπα αντ’ αυτών.
Ο πρωταγωνιστής κι αρχηγός της συμμορίας, Μακχίθ (στην πιάτσα γνωστός ως Μάκυ Μέσερ), το ρόλο του οποίου υποδύεται ο γνωστός και καταξιωμένος Γερμανός ηθοποιός Στέφαν Κουρτ, εμφανίζεται με ξανθή κυματιστή κώμη, βαμμένο το πρόσωπο λευκό, βαμμένα μάτια με μεγάλα φρύδια και ψεύτικες βλεφαρίδες. Κάτω από το γυαλιστερό μαύρο κουστούμι είναι εμφανής ο προκλητικός μαύρος κορσές που τονίζει την απουσία του γυναικείου στήθους κι όταν πια ο πρωταγωνιστής φοράει για λίγο τον κύλινδρο του φίλου του, βλέπει κανείς ίδια τη Μαρλέν Ντίτριχ επί σκηνής.
Εξίσου εκκεντρική είναι και η εμφάνιση των υπόλοιπων προσώπων. Ο ρόλος τους στο έργο και ο χαρακτήρας τους δεν αποτυπώνεται στο είδος των ρούχων που φορούν, αφού όλοι είναι ντυμένοι στα μαύρα, οι άντρες με μαύρο κουστούμι και οι γυναίκες με μαύρα φορέματα. Πολύ περισσότερο, τα χαρακτηριστικά κάθε προσωπικότητας διαφαίνονται μέσω λεπτομερειών και ποικίλων διαφοροποιητικών στοιχείων. Ο κύριος Πίτσουμ (Γιούργκεν Χολτς) έχοντας καλυμμένο το κεφάλι με ένα απλό μαύρο
καπελάκι και με μια λευκή πλάκα στο χέρι
θυμίζει αποτύπωση του στερεοτυπικού Εβραίου. Η κυρία Πίτσουμ (Τράουτε Χοες) με αυστηρή έκφραση, με ρούχα στενά στη μέση και ατελείωτου φάρδους στους γοφούς, καθώς και με την «αυστηρή» κόμμωσή της, θυμίζει κακιά μάγισσα βγαλμένη απ’ τα παραμύθια. Η Πόλυ Πίτσουμ (Κριστίνα Ντρέχσλερ), λεπτεπίλεπτη, σχεδόν εύθραυστη, με τα ροδαλά μάγουλα (η μόνη με ρουζ) και την παιδική, τσιριχτή φωνή είναι η προσωποποίηση της αφέλειας, ενώ τέλος η Τζένη (Άγκελα Βίνκλερ), με τα κατακόκκινα μαλλιά και τα πονηρά φρύδια είναι η πρωταγωνίστρια ενός κόσμου πονηρού, υποχθόνιου και πρόστυχου.
Λευκά πρόσωπα
Τα λευκά βαμμένα πρόσωπα είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της παράστασης. Τα λευκά αυτά πρόσωπα είναι ο ακατέργαστος καμβάς, πάνω στον οποίο φιλοτεχνούνται και δημιουργούνται εκ του μηδενός οι χαρακτήρες. Βλέποντας τα πρόσωπά αυτά, το κοινό αισθάνεται πως παρακολουθεί όπερα στο Πεκίνο. Σύντομα, όμως, ο συνδυασμός του χρώματος αυτού στο πρόσωπο με τις κινήσεις των ηθοποιών θυμίζει έντονα παντομίμα. Έτσι ανοίγονται εικονικά συρτάρια ταμειακών μηχανών, ανοίγουν πύλες φυλακών με το πάτημα αόρατων κουμπιών, ενώ συχνά σύρεται στο βάθος της σκηνής από τους ηθοποιούς μια εξίσου αόρατη κουρτίνα. Αυτό το τελευταίο ειδικά στοιχείο, η αόρατη κουρτίνα, είναι ένα καλώς επιμελημένο παιχνίδι του σκηνογράφου με τον έμπειρο θεατή του θεάτρου του Μπρεχτ, καθώς ο τελευταίος είχε εισαγάγει αυτό το στοιχείο στην πρεμιέρα του έργου, προκειμένου να τονίσει την εντύπωση της ψευδαίσθησης για τα δρώμενα. Παράλληλα, τα εξίσου έντονα βαμμένα χείλη και το έντονο χρώμα των μαλλιών σε ορισμένες περιπτώσεις συνιστούν συνολικά κωμικό, σατιρικό στοιχείο, θυμίζοντας τους κλόουν σε τσίρκο. Πρόκειται για έναν επιτυχημένο κι εύπεπτο τρόπο απόδοσης του κυνικού και σατιρικού χαρακτήρα του έργου.
Φως, πολύ φως!
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο Ρόμπερτ Γουίλσον μεταφέρει επί σκηνής την ευαισθησία του και τον τρόπο αντίληψης που έχει για το φως, το χώρο και την κίνηση και τα ενσωματώνει ακόμα και σε κλασικές θεατρικές παραστάσεις και σε παραστάσεις όπερας. Το ίδιο ισχύει και με την όπερα της πεντάρας, όπου καταφέρνει να αποτυπώσει το σκοτεινό κόσμο των επικίνδυνων και περιθωριακών γειτονιών του Λονδίνου, τον κόσμο των σκιών, χρησιμοποιώντας ως ύλη ακριβώς το αντίθετο: φως.
Από φωτεινές μπάρες απαρτίζονται τα παραβάν για τις ανάγκες της πρώτης σκηνής της πρώτης πράξης, παραβάν που η κυρία Πίτσουμ συνεχώς μετακινεί. Εξίσου φωτεινές είναι και οι μπάρες που σχηματίζουν τους τοίχους του υποτιθέμενου στάβλου, όπου ο Μακχίθ γιορτάζει τους γάμους του με την Πόλυ, κόρη των Πίτσουμ, στη δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης. Ο Γουίλσον όμως δε σταματά εδώ. Φωτεινές βέργες είναι και αυτές που συμβολίζουν τις σιδερένιες βέργες πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο Μακχίθ στο κελί της φυλακής στην έκτη σκηνή. Ο φωτισμός είναι επίσης αυτός που κάνει τη νύφη Πόλυ να φαίνεται αιωρούμενο φάντασμα. Αυτό το συνεχές παιχνίδι μαύρου-άσπρου, σκοταδιού-φωτός είναι έντονο καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και καταλήγει στο παιχνίδι του καλού με το κακό.
Αναφορές στην πρεμιέρα του 1928
Παρόλο που η σύλληψη της σκηνοθεσίας είναι πρωτότυπη και ξεφεύγει απ’ τα όρια του κλασικού και ξεπερασμένου, υπάρχουν στοιχεία που συνιστούν άμεσες αναφορές στη θρυλική, όσο και χαοτική πρεμιέρα της παράστασης της 31 Αυγούστου 1928 στο θέατρο του Μπρεχτ, το Berliner Ensemble.
Το πιο χαρακτηριστικό όλων είναι η οκταμελής ορχήστρα, η οποία υπό τη διεύθυνση των Χανς Μπράντενμπουργκ και Στέφαν Ράγκερ αναζωογονεί και ταυτόχρονα εξυψώνει ποιοτικά την αξέχαστη μουσική του Κουρτ Βάιλ. Σε κάποια στιγμή μάλιστα επιστρατεύεται και υπερτερεί όλων των μουσικών οργάνων μια χαβανέζική κιθάρα. Άξια λόγου είναι και η αναπαραγωγή ενός παλιού δίσκου, παράλληλα με το „Moritat”, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι ακούγονται οι δίσκοι με τις ιστορικές εγγραφές με τον ίδιο τον Μπρεχτ να τραγουδά.
Εμφανής, αν και αόρατη, είναι και η κουρτίνα στο βάθος της σκηνής για την οποία έγινε λόγος παραπάνω. Υπάρχουν ωστόσο κι άλλα στοιχεία που θυμίζουν την πρεμιέρα, όπως για παράδειγμα το στήσιμο της αγχόνης όπου οδηγείται ο Μακχίθ προς το τέλος της παράστασης. Ακόμα και το ίδιο το σκοινί μοιάζει να είναι αυτό της πρεμιέρας.
Οι ηθοποιοί
Από μια τέτοια παράσταση δε θα μπορούσαν να λείπουν κορυφαίοι ηθοποιοί. Η επιλογή μοιάζει ιδανική και καθένας βρίσκεται στη σωστή θέση.
Ο πρωταγωνιστής, Στέφαν Κουρτ, έχοντας συνεργαστεί αρκετές φορές στο παρελθόν με το συγκεκριμένο σκηνοθέτη, είναι εξοικειωμένος με το ύφος και τις απαιτήσεις του Γουίλσον. Ο ρόλος του αυτάρεσκου και γοητευτικού βασιλιά του υπόκοσμου, Μακχίθ, φαίνεται κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του. Αν και ντυμένο με κουστούμι, το κοινό έχει μπροστά του έναν αληθινό αναρχικό, έναν ευγενή μαφιόζο, έναν Νονό.
Στο ρόλο της υποχθόνιας Τζένη, γοητεύει το κοινό η Άγκελα Βίνκλερ. Κάτασπρη στο πρόσωπο, με κόκκινα μαλλιά, μπερδεμένη, αφήνει πίσω της τη συμβατική πόρνη και τον κόσμο της. Με το σόλο της μετά τη δεύτερη φορά που καταδίδει τον πρώην εραστή της, Μάκυ Μέσερ, στην αστυνομία, κλέβει την παράσταση και γίνεται για τα λίγα αυτά λεπτά η πρωταγωνίστρια του δράματος. Με την απαλή και τρεμουλιαστή της φωνή κατορθώνει να εκφράσει την ανάμεσα σε έρωτα και μίσος διχασμένη ψυχή της και μεταφέρει το κοινό σε έναν κόσμο ονειρικό σαν σε γυάλα, εξασφαλίζοντας μια απ’ τις ομορφότερες στιγμές της βραδιάς.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Γιούργκεν Χολτς στο ρόλο του κυρίου Πίτσουμ. Αν και ντυμένος και βαμμένος όπως οι υπόλοιποι ηθοποιοί, καταφέρνει να μας γυρίσει πίσω σε μια «Όπερα της πεντάρας» όπως ήταν πριν τριάντα χρόνια. Όντας ένας απ’ τους πιο καταξιωμένους ηθοποιούς της Πρώην Ανατολικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο Χολτς πέρασε απ’ τη μεγάλη σχολή των μαθητών του Μπρεχτ όπως ο Μπέννο Μπέσσον, ο Άντολφ Ντρέσεν και ο Χάινερ Μούλερ, ώστε μέσω αυτού να αισθάνεται το κοινό στην παράσταση την παρουσία του ίδιου του Μπρεχτ. Στη φωνή του Χολτς ακούμε τη φωνή εκείνης της εποχής κι εκείνου του θεάτρου, ενώ είναι εμφανής ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αισθάνεται και προφέρει τα λόγια του. Παράλληλα, όμως, υπονομεύει κατά κάποιο τρόπο τη σκηνοθεσία του Γουίλσον, αφού υποδεικνύει αυτό που λείπει απ’ τη συγκεκριμένη «Όπερα της πεντάρας»: το φτηνιάρικο, το βρώμικο, ό,τι δηλαδή έδινε στο θέατρο του Μπρεχτ και στη συγκεκριμένη παράσταση χαρακτήρα πολιτικό.
Η κυρία Πίτσουμ (Τράουτε Χόες) είναι τόσο από οπτική, όσο και από φωνητική άποψη, σαρωτική, σίφουνας σωστός. Το αντίθετο συμβαίνει με την Κριστίνα Ντρέχσλερ στον ρόλο της Πόλυ Πίτσουμ και την Γκτίττε Ρέππιν στο ρόλο της Λούσυ, των οποίων οι φωνές δεν πείθουν, παρά μόνο στο ντουέτο τους στο «Ντουέτο της ζήλιας» (“Eifersuchtsduett”) στην έκτη σκηνή της δεύτερης πράξης. Ωστόσο, τα έργα του Μπρεχτ δεν προορίζονται για τραγουδιστές, αλλά για ηθοποιούς που τραγουδούν, επομένως η φωνητική αδυναμία των δύο νέων ηθοποιών δεν επηρεάζει αρνητικά την παράσταση.
Οι New York Times περιγράφουν τον Ρόμπερτ Γουίλσον ως «κορυφαία προσωπικότητα στο χώρο του πειραματικού θεάτρου και εξερευνητή των διαστάσεων του χρόνου και του χώρου επί σκηνής. Ξεπερνώντας τα όρια του συμβατικού θεάτρου, εισχωρεί στα ύδατα άλλων τεχνών και δημιουργεί μοναδικά ψηφιδωτά ήχων και εικόνων». Ο Γάλλος Σουρεαλιστής Λουί Αραγκόν έγραψε για τον Γουίλσον ότι «είναι αυτός που εμείς οι Σουρεαλιστές ονειρευόμασταν να έρθει μετά από εμάς και να μας ξεπεράσει».
Γεννημένος το 1941 στο Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Γουίλσον σπούδασε αρχιτεκτονική και σχέδιο στο Τέξας και το Μπρούκλυν. Σπούδασε επίσης ζωγραφική στο Παρίσι και την Αριζόνα και χορογραφία στη Νέα Υόρκη. Το 1968 είχε ήδη συγκροτήσει μια ομάδα ηθοποιών με την οποία ανέβαζε παραστάσεις στο Μανχάταν.
Έχοντας σκηνοθετήσει παραστάσεις στις σημαντικότερες σκηνές του κόσμου, όπως στη Σκάλα του Μιλάνου, αλλά και στο Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τη Ζυρίχη, το Άμστερνταμ και την Ιαπωνία, επανέρχεται στο Βερολίνο. Για πρώτη φορά είχε έρθει το 1979 με το «Θάνατος, καταστροφή και Ντιτρόιτ» και τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, έρχεται στο θέατρο του Μπρεχτ για την «Όπερα της πεντάρας». Η πρεμιέρα έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου 2007.
Σε συνέντευξή του στη Welt Online, ο Αμερικανός σκηνοθέτης επισήμανε τον κοινό στόχο του με τον Μπρεχτ. «Ο Μπρεχτ μιλούσε πάντα για ένα θέατρο επικό κι αυτό ακριβώς είναι κι ο δικός μου στόχος. Τα πάντα, από τα κουστούμια και το make-up μέχρι το φωτισμό και την ορχήστρα είναι εξίσου σημαντικά συστατικά της παράστασης που αποτελούν μια ενότητα επί σκηνής.» Και συνεχίζει: «Οι σκηνοθεσίες μου βασίζονται πάντα στα τεχνικά μέρη της παράστασης. Η δουλειά μου είναι όπως ένα μπαλέτο, όπου τα φώτα, οι ηθοποιοί και τα σκηνικά χορεύουν μεταξύ τους.»
Το πρόβλημα που προκύπτει απ’ το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ομιλεί τη γερμανική γλώσσα ξέρει να το παρακάμπτει με δεξιοτεχνία. Προκειμένου να δώσει στους ηθοποιούς να καταλάβουν πώς φαντάζεται ο ίδιος αυτήν την «Όπερα της πεντάρας», τους δείχνει σκηνές με τη Μαρλέν Ντίτριχ, προκειμένου να δουν τον άψογο συγχρονισμό της. Σύμφωνα με τον Γουίλσον, το βασικό για τη σκηνοθεσία αυτή είναι να δρουν οι ηθοποιοί χωρίς να σκέφτονται πολύ. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς ηθοποιούς, οι ηθοποιοί στη Γερμανία χρειάζονται πάντα ένα λόγο γι’ αυτό, το οποίο κάνουν, κι αισθάνονται την ανάγκη να συζητήσουν επ’ αυτού με το σκηνοθέτη.
Η αποδοχή του κοινού
Δεδομένης της σκηνοθετικής υπογραφής του Γουίλσον στο έργο, γεννιέται το ερώτημα αν το κοινό μπορεί να αναγνωρίσει πίσω από τη σκηνοθεσία του Γουίλσον, την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ. Πολλά φώτα, κουστούμια, λευκά πρόσωπα και παντομίμα επιστρατεύονται για να αποτυπώσουν τον υπόκοσμο και τις περιθωριακές γειτονιές του Λονδίνου. Είναι κάτι τέτοιο δυνατό;
Τόσο η αντίδραση του κοινού στην πρεμιέρα και σε κάθε παράσταση, όπου το χειροκρότημα διαρκεί και οι ηθοποιοί παραμένουν επί σκηνής για περισσότερο από δέκα λεπτά, όσο και αυτή του γερμανικού τύπου –με ελάχιστες εξαιρέσεις- αποδεικνύουν πως ναι, είναι δυνατόν.
Μπορεί να εκλείπουν τα στοιχεία που δίνουν στο έργο χαρακτήρα πολιτικό και, αντιθέτως, να αφθονούν εκείνα που το καθιστούν θέαμα, αλλά αυτό δεν επηρεάζει αρνητικά την παράσταση. Οι πανανθρώπινες αξίες και αλήθειες, οι οποίες κάνουν το έργο του Μπρεχτ κλασικό, ακούγονται εξίσου δυνατά όπως και παλαιότερα: «Πρώτα έρχεται η μάσα και μετά η ηθική» („Erst kommt das Fressen, dann die Moral“). Αντιθέτως, σε μια εποχή που οι «σωστοί πολίτες», τους οποίους ειρωνεύεται και σαρκάζει ο Μπρεχτ στο έργο του, έχουν εξαφανιστεί προ πολλού, ενώ οι εγκληματίες και θύτες έχουν τη δυνατότητα να κυκλοφορούν ελεύθερα σαν κύριοι – λύκοι με προβάτου τρίχα- αποδεικνύεται η σκηνοθεσία του Γουίλσον πιο επίκαιρη από ποτέ. Έτσι, τραγούδια που κάποτε προκαλούσαν, όπως για παράδειγμα η «Μπαλάντα της σεξουαλικής εξάρτησης», την οποία για ηθικούς λόγους αρνήθηκε να τραγουδήσει η ηθοποιός το 1928, προκαλούν συγκατάβαση έως και συγκίνηση, καθώς είναι εμφανές ότι οι καιροί έχουν αλλάξει.
Ακριβώς το γεγονός ότι ο Γουίλσον «προσάρμοσε» με τη σκηνοθεσία του την «Όπερα της πεντάρας» στη σημερινή πραγματικότητα είναι το μυστικό της επιτυχίας της συγκεκριμένης παράστασης. Από άποψη μουσικής απόδοσης και ηθοποιίας, γίνεται λόγος για την καλύτερη παράσταση της «Όπερας της πεντάρας» των τελευταίων ετών. Εξαίσιος ο Στέφαν Κουρτ ως Μακχίθ, χαριτωμένη η Κριστίνα Ντρέσλερ ως Πόλυ Πίτσουμ και λυρικά εκθαμβωτική η Άγκελα Βίνκλερ στο ρόλο της Τζένη. Πρόκειται για μια παράσταση αντάξια των απαιτήσεων και των προσδοκιών.
Ρεπορτάζ: Έλενα Σταγκουράκη
Βερολίνο, 28 Ιουνίου 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου