10/9/11

Μα ποιος να πέσει σε φτωχειά, στα πλούτη μαθημένος...




















Γεώργιος Χορτάτσης

Από την Ερωφίλη [στ. 305 - 350]


ΠΑΝ. Γεις από την πλουσότητα δεν έχει γνωρισμένη,
με τη φτωχειά περνά ζωή καλή κι αναπαημένη.
Γεις απού γεννηθεί τυφλός, δεν έχει χρειά στον ήλιο
το λαμπυρό να κάθεται γη σ’ μαυρισμένο σπήλιο.
Γεις απού δρόσος κρύου νερού ποτέ του δε γνωρίζει,
δεν το ζητά στη δίψα του μηδέ ποσώς το χρήζει,
και γεις απού δεν είχε μπει σ’μιας κορασίδας χάρη,
πρίκα να πιάσει δε μπορεί, νιον άλλο αν εν’ και πάρει.
Μα ποιος να πέσει σε φτωχειά, στα πλούτη μαθημένος,
και να μην έχει βάσανα πάσα καιρό ο καημένος;
Ποιος με το φως των αμματιώ στη γη ποτέ γεννάται,
κι ώστε να ζει, σαν τυφλωθεί, να μην παραπονάται;
Ποιος με γλυκύ και κρύο νερό τη δίψα του να σβήσει,
και να του λείψει στό ’στερο και να μπορεί να ζήσει;
Γη ποιος μιας κόρης όμορφης φιλιά κι αγάπη χάνει,
και να μην έχει πεθυμιά πάραυτας ν’ αποθάνει;

Πλούσος, φραμένος στη δροσιά και χορτασμένος ήμου
και πλήσα καλορίζικον εκράτου το κορμί μου.
Βρύση χιονάτη κρυότατο νερόν επότιζέ με,
τα σωθικά μου εγιάτρευγε κι όλον εδρόριζέ με.
Δυο ήλιοι σ’ ένα κούτελο βαλμένοι φως μου δίδα,
και φωτερές τσι νύκτες μου σα μεσημέριν είδα.
Μια κορασίδα ευγενική παρά γυναίκαν άλλη,
με δίχως ταίρι σ’ τσ’ ομορφιές κ’ εις τα περίσσα κάλλη,
τσ’ ελπίδες τση είχεν εις εμέ κι όλη τση την αγάπη,
κι ολημερνίς πασίχαρο μ’ εκράτειε τον αζάπη.
Κ’ εδά σε πόσο κίντυνο στέκομαι και τρομάσσω
να μη γυρίσει η τύχη μου κι όλα γιαμιά τα χάσω,
φτωχός να μείνω το ζιμιό, τυφλός και διψασμένος,
και διχωστάς την κόρη μου την όμορφη ο καημένος.
Μα αν έναι κ’ ήτονε ποτέ τούτο μελλετικό μου,
καλλιά ’το νά ’χα γεννηθή δίχως των αμματιώ μου.
Καλλιά ’το νά ’χα ’σται τυφλός, καλλιά ’το, διψασμένος,
μέρα και νύκτα το νερό να το ζητώ ο καημένος.
καλλιά ’το τσι σαίτες του νά ’θελε φαρμακέψει,
όντεν εβάλθη ο έρωτας να ’ρθει να με δοξέψει,
να ’χα ποθάνει το ζιμιό, καλλιά ’τονε να βάλει,
σ’ τόση περίσσαν όργητα και κάκητα μεγάλη,
την κόρη μου την όμορφη θάνατο να μου δώσει,
και τση καημένης μου καρδιάς τα πάθη να τελειώσει,
παρά περίσσα σπλαχνικός να θέ να μου χαρίσει
πλιά παρ’ απ’ αποκότησεν η γλώσσα να ζητήσει,
κ’ εδά να θέλει αλύπητος, τα μόχει χαρισμένα,
ν’ αφήσει να μου πάρουσι, να βαραναστενάζω
κι ολημερνίς θυμώντας τα το θάνατο να κράζω.


2 σχόλια:

Γιωργος Κεντρωτης είπε...

Ωραία πράματα!

Έλενα Σταγκουράκη είπε...

Φευ! Αληθινά πράματα...

Την καλησπέρα μου!