28/7/12

Εδώ στα καθ' ημάς...


















Thomas Bernhard

Ἐ­πα­να­πα­τρι­σμός

(Zuruckgekehrt)

ΤΑΝ ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ἐ­δῶ στὰ κα­θ’ ἡ­μᾶς μποῦν κὰν στὸν κό­πο νὰ γρά­ψουν γιὰ ἕ­ναν ἀ­πὸ τὴν ἴ­διαν αὐ­τὴ χώ­ρα προ­ερ­χό­με­νο καὶ δι­ε­θνοῦς φή­μης καὶ ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας καλ­λι­τέ­χνη, γρά­φουν τό­τε ἁ­πλῶς καὶ μό­νον γιὰ τὸν ἐν λό­γῳ καλ­λι­τέ­χνη, κα­θὼς μέ­σῳ αὐ­τῆς τῆς μνεί­ας μπο­ροῦν νὰ τὸν βλά­ψουν στὴν πα­τρί­δα του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ ἔ­γρα­φαν εὐ­θέ­ως αὐ­τὸ ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ εἰ­λι­κρι­νὰ σκέ­φτον­ται γιὰ τὸν καλ­λι­τέ­χνη αὐ­τόν, τὸν ὁ­ποῖ­ο, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δὴ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια χώ­ρα κι ἀ­νή­κει στὴν ἴ­δια γε­νιά —ποὺ δὲν ἀ­νέ­δει­ξε δὰ καὶ κά­τι ἄ­ξιο λό­γου—, τὸν μι­σοῦν ὅ­σο τί­πο­τα καὶ θὰ τὸν κα­τα­δι­ώ­κουν μὲ τὸ μί­σος τους ὣς τὸ τέ­λος τῶν ἡ­με­ρῶν τους. Δὲν τοῦ τὸ συγ­χω­ροῦν ποὺ μιὰ μέ­ρα τοὺς πα­ρά­τη­σε γιὰ τὴν τέ­χνη καὶ τὴν ἐ­πι­στή­μη του, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας συ­νε­χῶς μὲ τὰ ὁ­λο­έ­να καὶ κα­λύ­τε­ρα ἔρ­γα του τὸ δι­κό του μέ­γε­θος καὶ τὴ δι­κή τους ἀ­ση­μαν­τό­τη­τα. Ὅ­ταν δὲν τοὺς μέ­νει πλέ­ον ἄλ­λη ἐ­ναλ­λα­κτι­κή, κα­θὼς ὁ ὑ­πό­λοι­πος κό­σμος γρά­φει γι’ αὐ­τὸν τὸν κα­κό­βου­λο ἀ­πο­στά­τη, ὅ­πως τὸν θε­ω­ροῦν, γρά­φουν κι ἐ­κεῖ­νοι, φρον­τί­ζον­τας ὡ­στό­σο, λό­γῳ ἀ­κρι­βῶς τῆς ἄ­με­σης ἀν­τα­πό­κρι­σής τους, νὰ σύ­ρουν τὸν ἄ­σπον­δο ἐ­χθρό τους στὴ λά­σπη. Ἀ­δυ­να­τοῦν ν’ ἀν­τι­λη­φθοῦν ὅ­τι κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο βυ­θί­ζον­ται οἱ ἴ­διοι ὁ­λο­έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο σ’ αὐ­τὴν τὴ λά­σπη. Μὲ τὸ φθό­νο καὶ τὸ μί­σος τους ξα­πό­στει­λαν τὸ φί­λο μου μέ­χρι τὸ Νι­ου­κὰστλ τῆς Αὐ­στρα­λί­ας, ὅ­που εἶ­χε ἀ­φο­σι­ω­θεῖ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὴν ἐ­πι­στή­μη του. Ὅ­ταν πρὶν χρό­νια, πά­σχον­τας ἀ­πὸ ὀ­ξεί­α πα­τρι­δαλ­γί­α, μοῦ ἀ­να­κοί­νω­σε ὅ­τι ἀ­φή­νει τὸ Νι­ου­κὰστλ κι ἐ­πι­στρέ­φει στὴν πα­τρί­δα του, ἔ­σπευ­σα νὰ τὸν προ­ει­δο­ποι­ή­σω τη­λε­γρα­φι­κῶς γιὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φή του στὴν πα­τρί­δα, ἐ­φι­στών­τας του τὴν προ­σο­χὴ στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ πα­τρί­δα του δὲν εἶ­ναι πλέ­ον στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πα­ρὰ μο­νά­χα μιὰ κό­λα­ση, ὅ­που τὸ πνεῦ­μα ἐκ­μη­δε­νί­ζε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως, ἐ­νῶ τέ­χνη κι ἐ­πι­στή­μη ἀ­πα­ξι­ώ­νον­ται, κα­θὼς ἐ­πί­σης κι ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στρο­φή του θὰ σή­μα­νε τὸ τέ­λος του. Ἀ­ψή­φη­σε τὴ συμ­βου­λή μου. Σή­με­ρα, θα­νά­σι­μα ἄρ­ρω­στος, κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ει στὴν ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κὴ «Ἂμ Στά­ιν­χοφ», μό­νι­μη καὶ ταυ­τό­χρο­να φρι­κτὴ κα­τοι­κί­α του ἐ­δῶ καὶ χρό­νια.



Πρώτη δημοσίευση: Αφιέρωμα στο ιστολόγιο "Ιστορίες μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον" (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2012) 




Δεν υπάρχουν σχόλια: