Μια παράσταση για το βιβλίο Γκίνες!
«Μια μέρα, όπως κάθε μέρα,
σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα
της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας
και τους βολικούς καναπέδες τους,
σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις.»
της Λένας Κιτσοπούλου
σκην. Λένα Κιτσοπούλου
Θέατρο Τέχνης
Απρίλιος 2015
«Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου• ποιητού εν Kομμαγηνή• 595 μ.X.»: Αν στο σχολείο μάθαμε πως το ποίημα αυτό του Καβάφη φέρει επί τούτου τόσο ευμεγέθη τίτλο, ώστε να αποπροσανατολίζει και να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας, δεν συμβαίνει κάτι διαφορετικό με το νέο έργο της Κιτσοπούλου και τον αντίστοιχα υπερτροφικό τίτλο του. Η αναφορά, αντιθέτως, και η συμπερίληψη των Κεριών (και κατ’ επέκταση η επιλογή του Καβάφη από όλους τους Έλληνες ποιητές) μόνο τυχαία δεν είναι. Μεταφορά του Καβάφη στη σκηνή ή όχι, το έργο είναι για ρεκόρ Γκίνες: ως το θεατρικό με τις περισσότερες λέξεις της ρίζας «γαμάω -ώ».
Η υπόθεση του έργου περιλαμβάνεται στον τίτλο του, και ίσως μάλιστα στον τίτλο να παρέχονται περισσότερες πληροφορίες απ’ ό,τι σε ολόκληρο το έργο. Πρόκειται για μια καθημερινή συνομιλία σε ένα διαμέρισμα της Αθήνας. Το «μια», βέβαια, τρόπος του λέγειν, και το «καθημερινή», μόνο εφόσον συγχέεται το καθημερινό με το αγοραίο. Ακόμη και στην απλότητα και το «μηδενισμό» του, το έργο θα μπορούσε μέσω της σάτιρας και του σαρκασμού να έχει ουσία. Κάτι που δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθότι για πολλούς λόγους καθίσταται προβληματικό.
Κατ’ αρχήν δεν γίνεται σαφές τι είδους σχέση συνδέει τους δύο συνομιλητές. Προς το τέλος του έργου δηλώνουν πως είναι φίλοι, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ξυλοδαρμό της γυναίκας από τον άντρα ή με την άγνοια για γεγονότα της ζωής του άλλου που ένας φίλος θα γνώριζε. Κατά τα άλλα, οι δυο τους είναι και δεν είναι κάτι σαν φίλοι, συγκάτοικοι και ζευγάρι μαζί. Με άλλα λόγια, από το έργο λείπει και η συνεκτικότητα και η συνοχή, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από το δεύτερο μισό και μετά. Εκεί έχουμε ξαφνικά έναν μονόλογο της γυναίκας, άσχετο με τα προηγούμενα (και με τα επόμενα), όπως και έναν αλλόκοτο χορό τύπου Bollywood από τον αντρικό χαρακτήρα. Λόγος ύπαρξής τους δεν φαίνεται άλλος, από την κάλυψη του διώρου.
Μέσα σε όλο αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει ο λαϊκισμός, με την «έλλειψη εκτόνωσης του σύγχρονου Έλληνα», το κούρεμα των συντάξεων κλπ, λαϊκισμός που μας άφησε άφωνους με τη γελοιοποίηση του ίδιου του κοινού. Η Κιτσοπούλου ανακράζει απαντώντας στον άντρα και απευθυνόμενη στο κοινό της παράστασης «και τώρα μπορώ να πω τη μεγαλύτερη μπούρδα»: «Εμένα η γιαγιά μου έφτιαχνε πολύ ωραίο σιμιγδαλένιο χαλβά. Δες τι γίνεται από κάτω [στο κοινό]· της πουτάνας». Και το κακό είναι, ότι εν μέρει είχε δίκιο. Αρκετοί απ’ τη δεξιά πτέρυγα της πλατείας (το κοινό σαφέστατα διχασμένο), γελούσαν. Και δεν υποπτεύονταν καν πως κατάπιναν όχι μόνο ό,τι τους σέρβιραν, αλλά και τον ίδιο τον εξευτελισμό και χλευασμό τους: τους έλεγαν κατάμουτρα –και αληθώς!– ότι με την οποιαδήποτε ανοησία θα γελάσουν, αρκεί να την πει η (εκάστοτε) Κιτσοπούλου, και όντως αυτό έκαναν. Εδώ δεν ξέρει κανείς τι να πει. Ίσως ένα τέτοιο κοινό, που έχει μάθει να τα καταπίνει όλα, να αξίζει τέτοια μεταχείριση.
Αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκισμού και περαιτέρω ασυνέπεια συνιστούν οι διαρκείς βωμολοχίες. Γιατί, αν στόχευαν να αποτυπώσουν μια καθημερινή κουβέντα σε ένα καθημερινό σπίτι, αμφιβάλλουμε ότι ο μέσος Έλληνας μεταχειρίζεται τέτοια γλώσσα, δίχως αυτό να σημαίνει ότι τη χρησιμοποιεί συνειδητά ή με τρόπο ικανοποιητικό. Ομοίως, η ανάλυση π.χ. της υφής και της οσμής των κοπράνων δεν θεωρούμε ότι αποτελεί συνηθισμένο θέμα συζήτησης μεταξύ φίλων, οι θεατές όμως της παράστασης είχαν την τύχη να απολαύσουν ποικιλία.
Την κακογουστιά του έργου συμπλήρωνε αντίστοιχα και η κακογουστιά της σκηνοθεσίας. Βλέπουμε μια γυναίκα να ξυλοκοπείται, να εμφανίζεται μες στα αίματα και να φτύνει αίμα και την επόμενη στιγμή να παίζει με γαργάρες και να φτύνει το νερό ανέμελα τριγύρω. Βλέπουμε τα ακραία ξεσπάσματα με άναρθρες κραυγές, υστερικά γέλια και τα χέρια μες στο στόμα. Βλέπουμε την Κιτσοπούλου κυριολεκτικά να αφρίζει στον υστερικό μονόλογο αυτοθαυμασμού της. Βλέπουμε (για πρώτη φορά) να εκβιάζεται το χειροκρότημα του κοινού με μια πρόσθετη σκηνή σε αργή κίνηση και μια κραυγή που δεν σταματά ούτε αφού αρχίσουν οι πρώτοι θεατές να αποχωρούν. Με άλλα λόγια, αν στόχος ήταν η σάτιρα ή ο σαρκασμός, η αποτυχία επίτευξής τους ήταν παταγώδης. Κανέναν σαρκασμό δεν διαπιστώσαμε στα λόγια αυτοθαυμασμού της Κιτσοπούλου, αντιθέτως!
Και όπως πολύ σωστά σχολίασαν οι πρωταγωνιστές (Γιάννης Κότσιφας, Λένα Κιτσοπούλου), για όλο αυτό δεν χρειάστηκε ούτε αλλαγή του φωτισμού ούτε μουσική επένδυση (πριν το χορό α λα Bollywood). Μόνο που χρειάστηκαν ούτε ένας, ούτε δύο, αλλά τέσσερις βοηθοί σκηνοθέτη!
Και αν «τα φάρμακα της Τέχνης κάμνουνε –για λίγο– να μη νοιώθεται η πληγή», δεν ισχύει το ίδιο για την τέχνη της Κιτσοπούλου, για την οποία «δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά».
σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα
της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας
και τους βολικούς καναπέδες τους,
σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις.»
της Λένας Κιτσοπούλου
σκην. Λένα Κιτσοπούλου
Θέατρο Τέχνης
Απρίλιος 2015
«Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου• ποιητού εν Kομμαγηνή• 595 μ.X.»: Αν στο σχολείο μάθαμε πως το ποίημα αυτό του Καβάφη φέρει επί τούτου τόσο ευμεγέθη τίτλο, ώστε να αποπροσανατολίζει και να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας, δεν συμβαίνει κάτι διαφορετικό με το νέο έργο της Κιτσοπούλου και τον αντίστοιχα υπερτροφικό τίτλο του. Η αναφορά, αντιθέτως, και η συμπερίληψη των Κεριών (και κατ’ επέκταση η επιλογή του Καβάφη από όλους τους Έλληνες ποιητές) μόνο τυχαία δεν είναι. Μεταφορά του Καβάφη στη σκηνή ή όχι, το έργο είναι για ρεκόρ Γκίνες: ως το θεατρικό με τις περισσότερες λέξεις της ρίζας «γαμάω -ώ».
Η υπόθεση του έργου περιλαμβάνεται στον τίτλο του, και ίσως μάλιστα στον τίτλο να παρέχονται περισσότερες πληροφορίες απ’ ό,τι σε ολόκληρο το έργο. Πρόκειται για μια καθημερινή συνομιλία σε ένα διαμέρισμα της Αθήνας. Το «μια», βέβαια, τρόπος του λέγειν, και το «καθημερινή», μόνο εφόσον συγχέεται το καθημερινό με το αγοραίο. Ακόμη και στην απλότητα και το «μηδενισμό» του, το έργο θα μπορούσε μέσω της σάτιρας και του σαρκασμού να έχει ουσία. Κάτι που δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθότι για πολλούς λόγους καθίσταται προβληματικό.
Κατ’ αρχήν δεν γίνεται σαφές τι είδους σχέση συνδέει τους δύο συνομιλητές. Προς το τέλος του έργου δηλώνουν πως είναι φίλοι, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ξυλοδαρμό της γυναίκας από τον άντρα ή με την άγνοια για γεγονότα της ζωής του άλλου που ένας φίλος θα γνώριζε. Κατά τα άλλα, οι δυο τους είναι και δεν είναι κάτι σαν φίλοι, συγκάτοικοι και ζευγάρι μαζί. Με άλλα λόγια, από το έργο λείπει και η συνεκτικότητα και η συνοχή, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από το δεύτερο μισό και μετά. Εκεί έχουμε ξαφνικά έναν μονόλογο της γυναίκας, άσχετο με τα προηγούμενα (και με τα επόμενα), όπως και έναν αλλόκοτο χορό τύπου Bollywood από τον αντρικό χαρακτήρα. Λόγος ύπαρξής τους δεν φαίνεται άλλος, από την κάλυψη του διώρου.
Μέσα σε όλο αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει ο λαϊκισμός, με την «έλλειψη εκτόνωσης του σύγχρονου Έλληνα», το κούρεμα των συντάξεων κλπ, λαϊκισμός που μας άφησε άφωνους με τη γελοιοποίηση του ίδιου του κοινού. Η Κιτσοπούλου ανακράζει απαντώντας στον άντρα και απευθυνόμενη στο κοινό της παράστασης «και τώρα μπορώ να πω τη μεγαλύτερη μπούρδα»: «Εμένα η γιαγιά μου έφτιαχνε πολύ ωραίο σιμιγδαλένιο χαλβά. Δες τι γίνεται από κάτω [στο κοινό]· της πουτάνας». Και το κακό είναι, ότι εν μέρει είχε δίκιο. Αρκετοί απ’ τη δεξιά πτέρυγα της πλατείας (το κοινό σαφέστατα διχασμένο), γελούσαν. Και δεν υποπτεύονταν καν πως κατάπιναν όχι μόνο ό,τι τους σέρβιραν, αλλά και τον ίδιο τον εξευτελισμό και χλευασμό τους: τους έλεγαν κατάμουτρα –και αληθώς!– ότι με την οποιαδήποτε ανοησία θα γελάσουν, αρκεί να την πει η (εκάστοτε) Κιτσοπούλου, και όντως αυτό έκαναν. Εδώ δεν ξέρει κανείς τι να πει. Ίσως ένα τέτοιο κοινό, που έχει μάθει να τα καταπίνει όλα, να αξίζει τέτοια μεταχείριση.
Αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκισμού και περαιτέρω ασυνέπεια συνιστούν οι διαρκείς βωμολοχίες. Γιατί, αν στόχευαν να αποτυπώσουν μια καθημερινή κουβέντα σε ένα καθημερινό σπίτι, αμφιβάλλουμε ότι ο μέσος Έλληνας μεταχειρίζεται τέτοια γλώσσα, δίχως αυτό να σημαίνει ότι τη χρησιμοποιεί συνειδητά ή με τρόπο ικανοποιητικό. Ομοίως, η ανάλυση π.χ. της υφής και της οσμής των κοπράνων δεν θεωρούμε ότι αποτελεί συνηθισμένο θέμα συζήτησης μεταξύ φίλων, οι θεατές όμως της παράστασης είχαν την τύχη να απολαύσουν ποικιλία.
Την κακογουστιά του έργου συμπλήρωνε αντίστοιχα και η κακογουστιά της σκηνοθεσίας. Βλέπουμε μια γυναίκα να ξυλοκοπείται, να εμφανίζεται μες στα αίματα και να φτύνει αίμα και την επόμενη στιγμή να παίζει με γαργάρες και να φτύνει το νερό ανέμελα τριγύρω. Βλέπουμε τα ακραία ξεσπάσματα με άναρθρες κραυγές, υστερικά γέλια και τα χέρια μες στο στόμα. Βλέπουμε την Κιτσοπούλου κυριολεκτικά να αφρίζει στον υστερικό μονόλογο αυτοθαυμασμού της. Βλέπουμε (για πρώτη φορά) να εκβιάζεται το χειροκρότημα του κοινού με μια πρόσθετη σκηνή σε αργή κίνηση και μια κραυγή που δεν σταματά ούτε αφού αρχίσουν οι πρώτοι θεατές να αποχωρούν. Με άλλα λόγια, αν στόχος ήταν η σάτιρα ή ο σαρκασμός, η αποτυχία επίτευξής τους ήταν παταγώδης. Κανέναν σαρκασμό δεν διαπιστώσαμε στα λόγια αυτοθαυμασμού της Κιτσοπούλου, αντιθέτως!
Και όπως πολύ σωστά σχολίασαν οι πρωταγωνιστές (Γιάννης Κότσιφας, Λένα Κιτσοπούλου), για όλο αυτό δεν χρειάστηκε ούτε αλλαγή του φωτισμού ούτε μουσική επένδυση (πριν το χορό α λα Bollywood). Μόνο που χρειάστηκαν ούτε ένας, ούτε δύο, αλλά τέσσερις βοηθοί σκηνοθέτη!
Και αν «τα φάρμακα της Τέχνης κάμνουνε –για λίγο– να μη νοιώθεται η πληγή», δεν ισχύει το ίδιο για την τέχνη της Κιτσοπούλου, για την οποία «δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά».
Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 6 Απριλίου 2015
Αθήνα, 6 Απριλίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου