Και η δικαίωση συνεχίζεται... Όχι μόνο της Νεκταρίας, τα ποιήματα της
οποίας αγαπήθηκαν πολύ από τις συμμετέχουσες στο 5ο Φεστιβάλ "Γυναικεία
Κραυγή", ώστε να απαγγέλονται σε όλες ανεξαιρέτως τις ποιητικές
εκδηλώσεις του. Αλλά και δική μας, καθώς κάποιο Σάββατο ή Κυριακή πρωί
πέρυσι, παρασυρθήκαμε σε ένα όμορφο ταξίδι στις θάλασσες που ηχούν μες
στα "Κοχύλια", αποτυπώνοντας το οδοιπορικό μας στο περιοδικό "Φρέαρ".
Τώρα, τα "Κοχύλια από χρόνο" είναι υποψήφια για τα βραβεία Public στην κατηγορία της Νεοελληνικής Ποίησης: http://www.publicbookawards.gr/search.php?CatID=5&char=%CE%9A&type=GR
Ευχόμαστε ολόψυχα, στην ίδια και τα "Κοχύλια" της, καλή επιτυχία!!
**************************************
Κοχύλια από χρόνο – κριτική της Έλενας Σταγκουράκη
Νίνα Μενδρινού
Κοχύλια από χρόνο
Κέδρος, 2014
Κέδρος, 2014
«Πικρές ημέρες,/
αφέγγαρες νύχτες,/ πώς να σταθείς/ σ’ αυτές,/ φωνή/ πώς να κρατήσεις;» Η
Νίνα Μενδρινού εισακούει την απάντηση και προτροπή του Χρόνου στο
εναγώνιο αυτό ερώτημά της, κατορθώνοντας όντως να μετατρέψει αυτές τις
ημέρες και νύχτες σε παρελθόν, στα μαγικά της κοχύλια από χρόνο, και να
επιφυλάξει για τον εαυτό της τύχη υποσχόμενης διάρκειας.
Τα Κοχύλια από χρόνο
δεν είναι άλλο, από αυτό που δηλώνουν. Αναμνηστικά δηλαδή ενθύμια από
τα καλοκαίρια και τους χειμώνες της ζωής, κοχύλια που αποκτούν τη μορφή
εικόνων, προσώπων, εποχών και φωνών. Πρόκειται δε για κοχύλια που αφενός
συλλέγονται από το ταξίδι μες στο χρόνο, αφετέρου σωματοποιούν τον ίδιο
το Χρόνο ως έννοια και δύναμη. Ακόμη, αφορούν ένα χρόνο όχι μόνο
πραγματικό, αλλά και ονειρικά διεσταλμένο. Το αξιοπρόσεχτο στη συλλογή
είναι ότι το ταξίδι μες στο χρόνο πραγματοποιείται αμφίδρομα,
περιλαμβάνοντας όχι μόνο το βιωμένο παρελθόν της νεαρής ποιήτριας, αλλά
και μια –ηλικιακά τουλάχιστον– μη βιωμένη ωριμότητα, σε αντίθεση με την
εκφραστική της ωριμότητα όπως θα φανεί παρακάτω. Έτσι, πλάι στα θερινά
σινεμά με το φλερτ και τις εμπιστευτικές συζητήσεις με τη φίλη της
εικοσάχρονης, με έκπληξη συναντούμε τα ρυτιδωμένα και κηλιδωμένα χέρια
μιας ηλικιωμένης στο ποίημα –σε πρώτο πρόσωπο– «Γεράματα», τις
αναμνήσεις μιας γυναίκας «Κλείνοντας τα εβδομήντα» ή τις σκέψεις
–αποτυπωμένες με θαυμαστό ρεαλισμό– μιας γυναίκας με άνοια. Κυρίαρχος σε
ολόκληρη τη συλλογή είναι ο ρόλος της φύσης, μέσω της οποίας δηλώνεται η
εναλλαγή των εποχών του έτους και των περιόδων της ζωής της γράφουσας:
«Το τριζόνι,/ αιώνιος/ ραψωδός/ της νύχτας,/ ανέλπιδος/ εραστής/ των
άστρων», αλλά και «Για χάρη σου/ (…) μέσα στη χειμωνιά/ θα ανθίσω/ και
ας με κάψουν/ του Μάρτη/ τα ανοιξιάτικα/ χιόνια». Πίσω βέβαια από όλα
αυτά, οικογενειακές αναμνήσεις, στιγμιαίες ατομικές μνήμες, χωρισμούς
και αποχωρισμούς, αντικρίζουμε το βάρος της οντότητας, την ανθρώπινη
ύπαρξη με τα απαραγνώριστα χαρακτηριστικά της: «Μη γελιέσαι,/ δεν
υπάρχουν/ φυσιολογικές ζωές,/ μετρημένες λύπες/ υπάρχουν μόνο/ και
μυστικά/ του ενός…» ή αλλού «παράξενα αινίγματα/ οι ψυχές,/ ζαριές
απρόβλεπτες/ οι άνθρωποι». Κατά συνέπεια, δεν γίνεται αλλιώς, παρά να
ασκηθεί κριτική απέναντι σε μια κοινωνία και μια εποχή, όπως αυτές έχουν
διαμορφωθεί σήμερα από υπάρξεις αδύναμες: «…θα συγχωρέσει ίσως κάποτε/ ο
Θεός, μα/ ‘οι τοίχοι έχουν αυτιά,/ ο κόσμος μάτια και βλέπει’» ή
«Ευκολίες/ και παραδοξότητες/ μιας αμήχανης εποχής/ είχαμε φίλους
πολλούς/ να πάμε μαζί/ για έναν καφέ,/ μα/ ούτε έναν/ μαζί να
ξεδιψάσουμε/ νερό…»
Η συλλογή της
Μενδρινού διαθέτει ποιητική ουσία. Αναφέραμε ήδη την εκφραστική της
ωριμότητα, μια ωριμότητα θαυμαστή τόσο για το νεαρόν της ηλικίας της,
όσο –κυρίως!– και για το ίδιο το γεγονός μιας δεύτερης μόλις ποιητικής
συλλογής. Η Μενδρινού έχει στίχο λυρικό μες στην ελευθερία του: «Μια
συλλαβή/ από το όνομά μου/ είναι ό,τι από εσένα/ μου απόμεινε» ή «χρόνια
μου αλλοτινά,/ μη μου φανερωθείτε,/ καλά κρυφτείτε,/ μη σας βρω/ και
καώ» ή ακόμη «ήμουν/ άνεμος/ θαλασσινός,/ ψυχή/ εξόριστη/ ναυτικού/ που
δε γνώρισε/ αγκάλη,/ που ασκήτεψε/ στου Ονείρου/ την Ιθάκη». Άλλοτε πάλι
γίνεται στίχος έντονα στοχαστικός, προσφέροντας αυτό με το οποίο ο
ελεύθερος στίχος δικαιώνεται ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο:
σκέψεις και ιδέες. «Πάντα δίνει/ μια δεύτερη ευκαιρία/ η ζωή,/ ποτέ
όμως/ ο χρόνος,/ ποτέ/ η μνήμη» ή το ασύγκριτο: «Έτσι είναι, άλλωστε,/ η
φύση/ η ανθρώπινη:/ Και στις πιο αιώνιες/ αξίες της,/ θνητή.» Πέρα,
λοιπόν, από την εκφραστική ωριμότητα και τις ιδέες, η ποίηση της
Μενδρινού διαθέτει έντονη δραματικότητα που προκαλεί ειλικρινή και
βαθειά συγκίνηση, αλλά και μια αφηγηματικότητα, όπως αυτή θα έπρεπε
πάντα να υπάρχει στην ποίηση, προκειμένου να καθίσταται το εκάστοτε
ποίημα κάτι το απτό που συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη.
Για τα πολυάριθμα Κοχύλια από χρόνο
θα θέλαμε ενδεχομένως και μια εσωτερική δομή σε ενότητες ή απαλοιφή
ορισμένων (λίγων), προς το τέλος του βιβλίου, τα οποία διαφοροποιούνται
από το υπόλοιπο σώμα, υφολογικά και όχι μόνον. Αυτό που σίγουρα θα
έχρηζε απαλοιφής είναι τα τόσα αποσιωποιητικά που δασκαλεύουν τον
αναγνώστη προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα κλίμα που από μόνοι τους οι
στίχοι δημιουργούν. Στα «Κοχύλια» μπορεί να απουσιάζουν οι εξωτερικοί
τύποι, υπάρχει όμως ουσία.
Σε αντίθεση με πολλές
περιπτώσεις στο σημερινό λογοτεχνικό και ευρύτερο κόσμο, η ποίηση της
Μενδρινού δεν υποκρίνεται κάτι άλλο από αυτό που είναι, ούτε
προσποιείται γνώση του παντός και συναναστροφή με το Υψηλό και τα θεία.
Αραδιάζει τα κοχύλια της, σαν αυτά που ο καθένας μας μαζεύει στις
παραλίες της ζωής, και απλώνει το χέρι στον αναγνώστη, –σαν άλλοι
οιωνοσκόποι– μαζί να τα “διαβάσουνε” και να ιαθούν.
Ι. Άνοια
Έτσι
καθώς θυμάμαι
γεγονότα
που ποτέ δε γεύθηκα,
καθώς προσμένω
ημέρες λαμπερές,
από χρόνια
ήδη βιωμένες,
καθώς βλέπω
όλους τους καθρέφτες μου
να ψεύδονται,
όλα τα πρόσωπα γύρω μου
να μιλάνε σε άλλο χρόνο,
έτσι
καθώς ακούω
έναν πιτσιρίκο
με όλη την πονηριά
του γιου μου
στα μάτια του
να λέει
πως δεν είναι γιος
μα εγγονός μου,
καθώς νιώθω
τη μυρωδιά
του δέρματός μου
και καταλαβαίνω
πως η μητέρα μου
πρέπει να ’ναι δίπλα στο σαλόνι
και ας μου τη λένε πια
νεκρή,
έτσι
καθώς τίποτα
δε μοιάζει πια
παρόν,
τυλίγομαι
στο ελάχιστο
που μου ’χει
απομείνει,
ανάβω το γκαζάκι,
ρίχνω ζάχαρη και καφέ,
ξεχνώντας το νερό,
ανακατεύω προσεχτικά
το καμένο μπρίκι
και βρίζω άσχημα
την κοπέλα,
που τρέχει να με σώσει.
καθώς θυμάμαι
γεγονότα
που ποτέ δε γεύθηκα,
καθώς προσμένω
ημέρες λαμπερές,
από χρόνια
ήδη βιωμένες,
καθώς βλέπω
όλους τους καθρέφτες μου
να ψεύδονται,
όλα τα πρόσωπα γύρω μου
να μιλάνε σε άλλο χρόνο,
έτσι
καθώς ακούω
έναν πιτσιρίκο
με όλη την πονηριά
του γιου μου
στα μάτια του
να λέει
πως δεν είναι γιος
μα εγγονός μου,
καθώς νιώθω
τη μυρωδιά
του δέρματός μου
και καταλαβαίνω
πως η μητέρα μου
πρέπει να ’ναι δίπλα στο σαλόνι
και ας μου τη λένε πια
νεκρή,
έτσι
καθώς τίποτα
δε μοιάζει πια
παρόν,
τυλίγομαι
στο ελάχιστο
που μου ’χει
απομείνει,
ανάβω το γκαζάκι,
ρίχνω ζάχαρη και καφέ,
ξεχνώντας το νερό,
ανακατεύω προσεχτικά
το καμένο μπρίκι
και βρίζω άσχημα
την κοπέλα,
που τρέχει να με σώσει.
Παγερά αδιάφορη
την ακούω
μετά
να κλαψουρίζει
«ούτε εμένα πια,
βρε μαμά;»
και δεν της απαντώ,
γιατί ξέρω
πως είναι και αυτή
μια σκιά,
ένα ακόμα πρόσωπο
δίχως χρόνο,
εμένα η κόρη μου
τέτοια ώρα
είναι στο σχολείο της…
την ακούω
μετά
να κλαψουρίζει
«ούτε εμένα πια,
βρε μαμά;»
και δεν της απαντώ,
γιατί ξέρω
πως είναι και αυτή
μια σκιά,
ένα ακόμα πρόσωπο
δίχως χρόνο,
εμένα η κόρη μου
τέτοια ώρα
είναι στο σχολείο της…
ΙΙ. Σιωπηλό
Ο γερο-εστιάτορας
κάθεται σιωπηλός
στο βάθος του μαγαζιού,
ο σερβιτόρος
κοιτάζει βαριεστημένα
τους λουόμενους·
ώρα μεσημεριού,
η μεγάλη αίθουσα
άδεια,
μόνο ένα ζευγαράκι
με τα δυο του παιδιά
τρώει αργά,
κοιτάζοντας αμήχανα
τριγύρω του,
αυτή τη θάλασσα
άδειων τραπεζιών·
ο γερο-εστιάτορας
κοιτάζει και αυτός
μπροστά του
προς μια άλλη εποχή,
στα μάτια του
παίρνουν μορφή
οι μνήμες,
σαν φαντάσματα
πιάνουν τις θέσεις τους
στις άδειες καρέκλες
οι παλιοί πελάτες
και ξυπνάνε
οι αλλοτινές Κυριακές,
με τα πειράγματα,
τα κεράσματα,
τις προτιμήσεις,
τις ομιλίες τους.
κάθεται σιωπηλός
στο βάθος του μαγαζιού,
ο σερβιτόρος
κοιτάζει βαριεστημένα
τους λουόμενους·
ώρα μεσημεριού,
η μεγάλη αίθουσα
άδεια,
μόνο ένα ζευγαράκι
με τα δυο του παιδιά
τρώει αργά,
κοιτάζοντας αμήχανα
τριγύρω του,
αυτή τη θάλασσα
άδειων τραπεζιών·
ο γερο-εστιάτορας
κοιτάζει και αυτός
μπροστά του
προς μια άλλη εποχή,
στα μάτια του
παίρνουν μορφή
οι μνήμες,
σαν φαντάσματα
πιάνουν τις θέσεις τους
στις άδειες καρέκλες
οι παλιοί πελάτες
και ξυπνάνε
οι αλλοτινές Κυριακές,
με τα πειράγματα,
τα κεράσματα,
τις προτιμήσεις,
τις ομιλίες τους.
Σύντομα
η μικρή οικογένεια
των ναυαγών
ζητά λογαριασμό,
αποχαιρετά
και φεύγει,
και οι μνήμες
δεν έχουν πια
στεριά
να εκκινήσουν…
η μικρή οικογένεια
των ναυαγών
ζητά λογαριασμό,
αποχαιρετά
και φεύγει,
και οι μνήμες
δεν έχουν πια
στεριά
να εκκινήσουν…
ΙV. Πληγή δίφορη
Υπάρχουν δύο είδη
μοναξιάς,
μία αόρατη,
εσωτερική,
και μία άλλη,
απτή,
εξωτερική.
μοναξιάς,
μία αόρατη,
εσωτερική,
και μία άλλη,
απτή,
εξωτερική.
Η μία
είναι εκείνη
η φριχτή,
παγωμένη άβυσσος
μέσα στην οποία νιώθεις
να στροβιλίζεται
βουβή και μάταιη
η καρδιά σου,
να σβήνεται
κάθε επιμέρους χρονική στιγμή σου
είναι εκείνη
η φριχτή,
παγωμένη άβυσσος
μέσα στην οποία νιώθεις
να στροβιλίζεται
βουβή και μάταιη
η καρδιά σου,
να σβήνεται
κάθε επιμέρους χρονική στιγμή σου
η άλλη
είναι εκείνη
του ενός πιάτου,
του ξαναζεσταμένου φαγητού,
της μόνιμα φλύαρης
τηλεόρασης,
του σιωπηλού περιπάτου,
είναι εκείνη
του ενός πιάτου,
του ξαναζεσταμένου φαγητού,
της μόνιμα φλύαρης
τηλεόρασης,
του σιωπηλού περιπάτου,
η μία
είναι ο κόσμος
χωρίς εσένα,
η άλλη
εσύ
χωρίς τον κόσμο
είναι ο κόσμος
χωρίς εσένα,
η άλλη
εσύ
χωρίς τον κόσμο
είναι το ψέμα σου
και το ψέμα μας
και το ψέμα μας
είναι η αλήθεια σου
και η αλήθεια μας
και η αλήθεια μας
είναι ο τρόπος που πληγώνεσαι
και ο τρόπος που πληγώνεις…
και ο τρόπος που πληγώνεις…
V. Διαίρεση
Για εμάς
το νησί
ήταν πάντα καλοκαίρι,
εποχή περισσότερο
παρά
τόπος.
το νησί
ήταν πάντα καλοκαίρι,
εποχή περισσότερο
παρά
τόπος.
Εμείς
για το νησί
ήμασταν πάντα
του κυρ Τάσου
τα εγγόνια,
ονόματα περισσότερο
παρά
πρόσωπα.
για το νησί
ήμασταν πάντα
του κυρ Τάσου
τα εγγόνια,
ονόματα περισσότερο
παρά
πρόσωπα.
Σαν έτυχε
χειμώνα να πεθάνει
ο παππούς
και με βροχή
δυνατή
να ταξιδέψουμε,
μήτε εμείς
αναγνωρίσαμε
το νησί,
μήτε το νησί
εμάς,
τόπος και εποχή
είχαν διαμιάς
χαθεί…
χειμώνα να πεθάνει
ο παππούς
και με βροχή
δυνατή
να ταξιδέψουμε,
μήτε εμείς
αναγνωρίσαμε
το νησί,
μήτε το νησί
εμάς,
τόπος και εποχή
είχαν διαμιάς
χαθεί…
VI. Αποχαιρετισμός μιας φίλης
Θυμάμαι τις τρεις εποχές
των χεριών σου,
μαθήτρια πρώτα
να αδειάζεις κρυφά
απ’ την πλεκτή ζακέτα σου
ηλιόσπορους
την ώρα
του Τρωικού πολέμου,
δροσιά εικοσάχρονη
έπειτα,
με τους πρώτους έρωτες
άρωμα άγριο
στο δέρμα σου,
συνειδητά ονειροπόλα
αργότερα
να με αποχαιρετάς
των χεριών σου,
μαθήτρια πρώτα
να αδειάζεις κρυφά
απ’ την πλεκτή ζακέτα σου
ηλιόσπορους
την ώρα
του Τρωικού πολέμου,
δροσιά εικοσάχρονη
έπειτα,
με τους πρώτους έρωτες
άρωμα άγριο
στο δέρμα σου,
συνειδητά ονειροπόλα
αργότερα
να με αποχαιρετάς
γράφοντας με το δείχτη
μία αόριστη υπόσχεση
στον αέρα.
μία αόριστη υπόσχεση
στον αέρα.
Κριτική, επιλογή: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ" (http://frear.gr/?p=5315)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου