«Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω…»
«Η γειτονιά των αγγέλων»
Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σκην. Κώστας Τσιάνος
Εθνικό Θέατρο
Νοέμβριος 2013
«Όλα υπάρχουν
στο σήμερα: το αύριο, το μεθαύριο και το χθες.» Ο ‘τρελός’ της Γειτονιάς των
αγγέλων, ονόματι Δωδεκάλογος, (άμεση αναφορά
Καμπανέλλη στον Παλαμά, και έμμεση στα γεγονότα της κηδείας του το ’43),
πιστός στη λαϊκή ρήση «από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια»,
διατυπώνει ό,τι ο σοφός γέροντας και προσφάτως εκλιπών Στυλιανός Αλεξίου θ’
αποτύπωνε στο στίχο του: «Απέραντη η στιγμή – αν την προσέξεις». Μπορεί στο
σήμερα να ενυπάρχει το χθες, ωστόσο κάποτε πρόκειται για ένα χθες γρήγορα
ξεπερασμένο και ξεχασμένο.
Η γειτονιά των
αγγέλων του Καμπανέλλη –για τον οποίο σκοπίμως αποφεύγουμε κάθε ανατριχιαστικό
χαρακτηρισμό– είναι μια φτωχογειτονιά προσφύγων του ’60 που αγκαλιάζει τους
ανθρώπους, τις ιστορίες τους, τους πόνους
και τις χαρές τους. Μέσα σ’ αυτή τη γειτονιά και μαζί με στιγμιότυπα
καθημερινά, εκτυλίσσεται ο τραγικός έρωτας της πλούσιας Ξένιας και του εργατόπαιδου
Ανδρέα που τους οδηγεί στο θάνατο. Πόσα όμως απ’ όλα αυτά μπορούν πραγματικά ν’
αποδοθούν το 2013 και να γίνουν κατανοητά απ’ το σημερινό θεατή; Τις γειτονιές
αυτές, όπου όλοι ζούσαν μαζί, έχουν αντικαταστήσει απρόσωπες πολυκατοικίες,
όπου οι ένοικοι διαμερισμάτων αγνοούν πολλές φορές την ύπαρξη του γείτονα, πόσω
μάλλον στοιχεία για εκείνον ή το χαρακτήρα του. Μαζί με τις γειτονιές, και με
την επακόλουθη κοινωνικοοικονομική ‘πρόοδο’, χάθηκε και μια ολόκληρη πραγματικότητα,
αυτή της πονεμένης φτωχολογιάς που εξυμνούν τα τραγούδια μας και που συνδέεται
με τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» της ξενιτιάς, αλλά και με «το πηλοφόρι και
το μυστρί» της εργατιάς και του μεροκάματου. Η σημερινή δε εξαθλίωση κάποιων κοινωνικών
στρωμάτων λόγω κρίσης, ελάχιστες αναλογίες έχει να επιδείξει. Τότε ήταν όλοι
ίσοι στη φτώχεια, διατηρούσαν την αξιοπρέπειά τους (η Τούλα αρνείται να δεχτεί
το –έστω μια φορά– φορεμένο φόρεμα της Ξένιας) κι εύρισκαν ουσιαστική παρηγοριά
στον διπλανό. Τι απ’ όλα αυτά ισχύει σήμερα; Και όπως είναι αναμενόμενο, ο
αντίκτυπος της αλλαγής περνάει στο σανίδι του 2013.
Ίσως οι
προθέσεις του σκηνοθέτη Τσιάνου να ήταν καλές, ωστόσο το αποτέλεσμα μάλλον δεν
είναι άλλο, από το ν’ αντιμετωπίζεται ένα πρόσφατο κομμάτι της ιστορίας μας από
εμάς τους ίδιους –συντελεστές και θεατές– ως φολκλόρ. Το γεγονός ότι «Η
γειτονιά των αγγέλων» είναι έργο που δύσκολα μπορεί να καταταχθεί ειδολογικά,
διόλου επιτρέπει την υπερβολή ή τη μετατροπή του σε μούζικαλ. Αν η πρώτη παράσταση το 1963 περιελάμβανε δέκα τραγούδια,
αντί για τα δέκα εννιά που περιλαμβάνει σήμερα, σίγουρα δεν έφταιγε η ελλιπής
έμπνευση του Θεοδωράκη, ούτε ο φόβος της λογοκρισίας (τόση εξορία και
βασανιστήρια εξάλλου υπέστη). Πολύ περισσότερο, πρόκειται για ζήτημα ισορροπίας
και στόχου. Η διάνθιση του έργου με τόσα πολλά τραγούδια δεν αναδεικνύει τίποτε
άλλο, από την ελαφρότητα στην οποία ο σημερινός Έλληνας είναι επιρρεπής, καθώς
και μια σίγουρη συνταγή επιτυχίας, αφού ο Θεοδωράκης –ως αναμφισβήτητος
εκφραστής του ελληνικού αισθήματος!– πουλάει. Αντί λοιπόν η μουσική να
πλαισιώνει το κείμενο, πλαισίωνε το κείμενο τη μουσική, με αποτέλεσμα κάτι πολύ
όμοιο με την μουσικοθεατρική παράσταση «Ποιος τη ζωή μου». Στο τραγούδι, ο
συνήθης ύποπτος Ζαχαρίας Καρούνης. Αυτή τη ροπή προς την ελαφρότητα αντανακλά
και η αλλαγή της έκβασης του έργου σε ένα τέλος αίσιο, παγιωμένη πλέον τακτική
στο Εθνικό. Πέρα από το ότι συνιστά επέμβαση στο έργο, το τέλος αυτό ελάχιστα
συνάδει με την τραγικότητα των προηγούμενων σκηνών, και μόνο επιφανειακά την
ανατρέπει. Τα λιτά, «υποδηλωτικά» σκηνικά του Μέντη ακολουθούσαν τις οδηγίες Καμπανέλλη.
Ένας περαιτέρω αντίκτυπος της απώλειας της γειτονιάς και
της δύσκολης πραγματικότητας του ’60 δεν μπορεί, παρά ν’ αντικατοπτριστεί στις
ερμηνείες των ηθοποιών. Τα μαθημένα στην καλοζωία και το γέλιο πρόσωπα, απόηχος
μιας «ευημερούσας» –μέχρι πρόσφατα– κοινωνίας, σε τίποτα δεν θυμίζουν «τις
μελαγχολικές φυσιογνωμίες των θαμώνων ενός καφενείου», όπως τις περιγράφει δημοσιογράφος
σε εφημερίδα του ’60, και δεν πείθουν ούτε ως προσωπεία. Έπειτα, πώς να μιλάμε
σήμερα για μάγκες, για το εργατόπαιδο και μάγκα της γειτονιάς, Αντρέα; Όποιο
συγκοινωνιακό μέσο κι αν ευθύνεται γι’ αυτό, ο Ρασούλης είχε δίκιο: «οι μάγκες
δεν υπάρχουν πια». Αξιοπρεπής η προσπάθεια του Ψαρρά να τον υποδυθεί, αλλά,
παρακολουθώντας την παράσταση, νιώσαμε τόσο έντονη την επιθυμία να είχαμε δει
σ’ αυτόν το ρόλο τον πρωταγωνιστή του ’63, Κούρκουλο. Σχεδόν τον βλέπαμε, να χορεύει
ένα παθιασμένο ζεϊμπέκικο –αντί να κάνει δυο άνοστα βήματα–, να μιλάει για
μπέσα και ν’ ανατριχιάζουμε, να ζηλεύει και να τον λυπόμαστε. Όσο για την
συν-πρωταγωνίστρια Ασλάνογλου, καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες να
παρουσιαστεί ως η σημερινή Καρέζη, είτε με το ρόλο της στο συγκεκριμένο έργο
είτε σε άλλα, όπως «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ευτυχώς που η ίδια παραμένει
προσγειωμένη και δηλώνει πως «δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί της». Μένει, μόνο,
κάποια στιγμή, σε κάποιο ρόλο, να μας δείξει «τη δική της ματιά». Ο λόγος της
περί αγάπης, ιδίως στις πρώτες σκηνές, συνιστά παρωδία. Αντιθέτως, αυθεντικές
στιγμές υποκριτικής προσφέρει απλόχερα ο Ταξιάρχης Χάνος ως τρελός,
ακολουθώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη «σχολή» Αρμένη, δίχως όμως μιμητικούς
απόηχους. Έκφραση, ερμηνεία, κίνηση, φωνή! –τόσο στο γενικό χειρισμό της, όσο
και στο τραγούδι– απολαυστικά. Ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της παράστασης.
Θα επαινέσουμε και κάτι ακόμη: το πρόγραμμα της
παράστασης. Εκεί που τα προγράμματα του Εθνικού βασίζονταν μέχρι πρότινος στις
φωτογραφίες, το προβάδισμα δίνεται τώρα στα κείμενα, με τις φωτογραφίες της παράστασης
σε χωριστό φυλλάδιο στο τέλος. Ελπίζουμε, αυτή να είναι και η γενικότερη
γραμμή.
Στις γειτονιές
του 2013, οι γειτονιές των αγγέλων είναι μάλλον δυσεύρετες…
Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 17.11.2013
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ", τεύχος 5.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου