«Μαύρη
Ρωμιοσύνη. Όλο καινούργια θύματα»
«Ζ»
Βασίλη
Βασιλικού
Σκην.
Έφη Θεοδώρου
Εθνικό
Θέατρο
Οκτώβριος
2013
«Οι
νεκροί δεν μιλούν. Αλλά αν μπορούσαν να μιλήσουν... Οι ζωντανοί τώρα μιλούν με
αριθμούς. Γι' αυτό είναι πεθαμένοι. Οι λογάριθμοι γεννούν τους τραπεζίτες. Ο Λόγος γεννά τους ποιητές.»
Β. Βασιλικός
Τόσο όταν
γινόταν η επιλογή του συγκεκριμένου έργου για το δραματολόγιο του Εθνικού, όσο
και όταν ο Βασιλικός έγραφε το σημείωμα για το πρόγραμμα της παράστασης (το
Δεκέμβριο του 2012), αγνοούνταν ο συγκλονιστικός βαθμός στον οποίο αμφότερα θα
ήταν επίκαιρα τον Οκτώβριο του ’13. Στο κείμενό του αναφέρεται στον
Γρηγορόπουλο, καθώς τότε δεν υπήρχε ακόμη η υπόθεση Φύσσα. Φευ! «Το φίδι είναι
πολύ μεγάλο»...
Το «Ζ», όντας το
πρώτο στην Ελλάδα «μη μυθοπλασιακό μυθιστόρημα», συνιστά χρονικό της δολοφονίας
του Λαμπράκη το 1963, καλύπτοντας τα γεγονότα από τη δράση του υπέρ της ειρήνης
και της ελευθερίας του πνεύματος πριν την δολοφονία του από έναν
ακροδεξιό/νεοναζιστικό ιστό ώς και το «κλείσιμο» της υπόθεσης με την αθώωση των
ενόχων –φυσικών και ηθικών αυτουργών– το 1966. Γραμμένο εν θερμώ, το έργο
βρίθει λυρικών στοιχείων κι εξάρσεων, γεγονός που σύμφωνα με κάποιους οφείλεται
στο ότι ο Βασιλικός αποδίδει την πράξη της ενσυνείδητης αυτοθυσίας του Λαμπράκη
στην ποιητικότητα της ύπαρξής του. Εμείς θα λέγαμε ότι κινητήρια δύναμή της
υπήρξε η ιδεολογία του, εκείνη όχι του αριστερού, μα του ελεύθερου κι ελεύθερα
σκεπτόμενου ατόμου («την αριστερά την ξέρουν, δεν την φοβούνται» λέγεται για
τους ενόχους). Ο Λαμπράκης υπήρξε ιδεολόγος κι έμεινε συνεπής στα πιστεύω του
κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον του Σωκράτη. Με τη συνειδητή θυσία του έκανε
πράξη το στόχο του, που δεν ήταν άλλος από το ν’ αποκτήσουν οι ιδέες και οι
λέξεις ξανά το χαμένο νόημά τους. Το ιδεολογικό υπόβαθρο τονίζεται από τον
Βασιλικό με φράσεις όπως: «Αγαπάς κι όλοι αγαπούν. Τρως και μόνο εσύ τρως και
όχι ο διπλανός σου», «φοβάται κανείς όταν είναι λίγος, μικρός», «η ειρήνη είναι
πράξη, δεν είναι ιδέα», «ο κόσμος δεν πιστεύει στις λέξεις, πιστεύει στις εικόνες»,
«το κακό είναι πως κανείς συνηθίζει», «θέλω ξανά δικαιοσύνη, ισότητα,
ειρήνη»...
Η δραματουργική
προσαρμογή της Έφης Θεοδώρου για το Εθνικό Θέατρο ακολουθεί πιστά την υπόδειξη
του υπότιτλου του μυθιστορήματος, όντας «ντοκυμανταίρ ενός εγκλήματος». Το
εξαιρετικά αρμοσμένο κείμενο της παράστασης απαρτίζεται όχι μόνο από φράσεις
του μυθιστορήματος «Ζ» κι αποσπάσματα των απολογιών των ενόχων για τη δολοφονία,
αλλά και από στίχους του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Πολέμη. Μπροστά στο θεατή
ξετυλίγονται τα σκοτεινά γεγονότα εκείνων των σκοτεινών ημερών, θλίβοντάς τον,
τόσο λόγω της παντοδυναμίας του κακού, ύπουλου, προδοτικού, ευτελούς και
μικρόψυχου «ανθρώποδου» τότε, όσο και λόγω της επιβίωσης και μετενσάρκωσής του
στο πρόσωπο θρασύδειλων υποκειμένων σήμερα. Η φασιστική ρίζα μοιάζει να μην
ξεριζώθηκε ποτέ από τα ελληνικά χώματα, παραμένοντας μια ανοιχτή πληγή που
συνεχώς αιμορραγεί. Η κυκλική αφήγηση της παράστασης, αφήγηση με παλμό και
απρόσκοπτη ροή, πολυφωνική και συλλογική, επιφέρει ένα άρτιο αποτέλεσμα.
Σ’ αυτό
συμβάλλει καίρια και η μουσική, καλύτερα, ρυθμική επένδυση της παράστασης με το
ρυθμό των λεγομένων και πραττομένων των ηθοποιών, έναν ρυθμό που ακολουθεί κατά
πόδας τις κορυφώσεις και αποφορτίσεις της αφήγησης. Εξαιρετικά τα σκηνικά της
Εύας Μανιδάκη που πλαισιώνουν αρμοστά την παράσταση αποτυπώνοντας τη νηφάλια
ψυχρότητα των γεγονότων, μια ψυχρότητα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον
λυρισμό κάποιων χωρίων, της αποτύπωσης του εσωτερικού κόσμου του προσώπου «Ζ»
(Λαμπράκη), αλλά και της ίδιας της παρουσίας του επί σκηνής.
Οι εννέα
ηθοποιοί, επαρκείς στους πολλαπλούς ρόλους που καλούνται να ερμηνεύσουν.
Μοναδική παραφωνία η Κεχαγιόγλου, στην οποία έπεσε το βάρος της ποιητικότητας
και της απόδοσης των ποιητικών σημείων του έργου, ένα βάρος –όπως αποδείχτηκε–
αβάσταχτο για εκείνην. Αν αντί για την αποστασιοποίησή της και το κωμικό
αποτέλεσμα που κάποτε επέφερε η ερμηνεία της, απέδιδε τα σημεία αυτά όπως θ’
άρμοζε, η παράσταση θα είχε το συγκλονιστικό αποτέλεσμα που της αξίζει. Δύσκολο
πράγμα η ποίηση, και απαιτητικό. Και πάλι, βέβαια, συγκινηθήκαμε, αν και όχι τόσο
από το πώς, όσο από το τι. Τέτοια γεγονότα και αλήθειες, η ίδια η ιστορία,
υπερβαίνουν οποιαδήποτε αποτύπωση.
Μας εξέπληξε
ευχάριστα η έξοχη επιλογή κειμένων για το πρόγραμμα, πράγμα όχι σύνηθες. Στο κείμενό
του εκεί, ο Βασιλικός σημειώνει ότι σήμερα ο Λαμπράκης θα έλεγε: «Αδέλφια,
ο εχθρός δεν είναι προ των πυλών. Είναι εντός μας.» Δεν μπορεί να είναι τυχαίο
ότι αυτό ακριβώς το μήνυμα φρόντισε να περάσει ο Όστερμάιερ το περασμένο
καλοκαίρι σκηνοθετώντας τον «Εχθρό του λαού». Τόσο αυτοκαταστροφικός έχει γίνει
λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος; Έτσι εξηγείται λόγου χάρη η συστηματική καταστροφή
του περιβάλλοντος; Απαντά ο Βασιλικός: «Και ωστόσο, ο άνθρωπος δεν είναι
αυτοκτονικό ζώο.» Να είναι τότε τόσο ανεπίδεκτο ζώο, αναρωτιόμαστε, με τόσο
πρόσκαιρη μνήμη; Ανταπαντά ο συγγραφέας: «Μετά από 50 χρόνια θα ’μαι πάλι εδώ.»
Δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει καν πενηντακονταετία κι όμως ο σημερινός
Λαμπράκης –κατά κάποιο
τρόπο– λέγεται Φύσσας,
μένει μόνο η ευχή, το «Ζ» να παραμείνει επίκαιρο μονάχα για προβληματισμό, δεδομένου
ότι στον άνθρωπο ενυπάρχει πάντα το κακό, έτοιμο να στραφεί εναντίον του φορέα
του και των άλλων.
Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 07.10.2013
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ", τεύχος 4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου