Εκ
γυναικός τα χείρω…
«Η
γυναίκα της Ζάκυθος»
Διονυσίου
Σολωμού
Σκην.
Δήμος Αβδελιώδης
Φεστιβάλ
Αθηνών 2013
«Το χάραμα επήρα/ του ήλιου το δρόμο/ κρεμώντας
τη λύρα/ τη δίκαιη στον ώμο», τα λόγια της γυναικείας μορφής στο όραμα του
ιερομονάχου Διονυσίου. Λόγω της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου σολωμικού
κειμένου, και με την παρακαταθήκη μιας αποτυχημένης «Ερωφίλης» να βαραίνει
στους ώμους, η δοκιμή του Αβδελιώδη στη «Γυναίκα της Ζάκυθος» αφενός προκαλούσε
το ενδιαφέρον και την περιέργεια, αφετέρου προβλημάτιζε. Να όμως που η «δίκαιη
λύρα» ανταμείβει και δικαιώνει.
Κείμενο που έχει δεχθεί πάμπολλες
ερμηνείες κι αναπαραστάσεις, «Η γυναίκα της Ζάκυθος» συνιστά πραγματεία του
Σολωμού πάνω στο Κακό, τη φύση, την προέλευση και τις εκδηλώσεις του. Παίρνει
δε σάρκα και οστά στο πρόσωπο μιας γυναίκας που δεν κατονομάζεται –γεγονός που
αυξάνει τη συμβολική αξία του χαρακτήρα– και η οποία συνιστά φορέα μισανθρωπίας,
ζήλειας, φιλαργυρίας, μιζέριας, μικροπρέπειας, ξενοδουλείας, καθώς και αδιαφορίας
κι απονιάς για ό,τι βρίσκεται πέραν του εαυτού και εκτός των θυρών της οικίας
της. Ο ποιητής, δια στόματος Διονυσίου ιερομονάχου αφηγείται με πόνο ψυχής πώς
οι άδικοι υπερτερούν σε αριθμό των δικαίων, πώς η γυναίκα της Ζάκυθος είναι η
ίδια η ουσία του κακού, αποδιώχνοντας κακήν κακώς ανέστιες «Μισολογγίτισσες» που
της ζητούν ελεημοσύνη, ευχόμενη την πτώση του Μισολογγιού κι εξυβρίζοντας ακόμη
και την ίδια της την αδερφή, αλλά και πώς ο ίδιος προείδε το χαμό της και πώς
εν τέλει η ίδια πνίγηκε (κρεμάστηκε) από το ίδιο της το μίσος. Επεξεργασμένο
από το Σολωμό μεταξύ 1826-1833, το κείμενο έμεινε ανολοκλήρωτο, όντας εν
τούτοις μοναδικό στο είδος του στην ελληνική γραμματεία.
Η σκηνοθεσία του Αβδελιώδη, μια ματιά με
ουσία, αποτύπωσε καίρια το βάθος και το σκοτάδι του έργου. Προχωρώντας η
αφήγηση, προχωρούσε με αργό βηματισμό, πλησιάζοντας το κοινό, και η
πρωταγωνίστρια, αποκαλύπτοντας και φέρνοντας ολοένα πιο κοντά του το κείμενο
και τους χαρακτήρες. Δύο τα κυρίαρχα πρόσωπα του κειμένου (ιερομόναχος – Γυναίκα),
δύο οι τόνοι της αφήγησης και οι ρυθμοί, δύο και τα αγάλματα-σκηνικές
αποτυπώσεις των προσώπων. Η πρωταγωνίστρια ενδυόταν κι εκδυόταν καθέναν από
τους δύο ρόλους, πότε ευρισκόμενη υπό τη σκέπη του αγγέλου που την ακολουθούσε πίσω
της (ως ιερομόναχος) και πότε απομακρυνόμενη απ’ αυτόν (ως Γυναίκα της
Ζάκυθος).
Το σύστημα εκφοράς λόγου, στο οποίο
αρέσκεται ο Αβδελιώδης, δικαιώθηκε εν προκειμένω, τόσο από την επιλογή του
κειμένου και της πρωταγωνίστριας, όσο και από το βαθμό και τον τρόπο με τον
οποίο ο ίδιος διαχειρίστηκε το εν λόγω σύστημα, κατορθώνοντας πραγματικά να
δώσει προβάδισμα στο μοναδικό αυτό κείμενο και να το αναδείξει. Ο τονισμός του
συριστικού «σ» έφερνε στο μυαλό φίδι και άρμοζε στον μοχθηρό χαρακτήρα της
Γυναίκας, όπως και οι βροντόφωνες εκρήξεις. Απ’ την άλλη, η όλη ερμηνεία του
κειμένου θύμιζε ανάγνωση ευαγγελίου, σε απόλυτη αρμονία με τη βυζαντινή
σκηνογραφία και μια θέαση έντονα χριστιανική.
Ο
άγγελος και οι επάλληλες πύλες στο βάθος της σκηνής θύμιζαν έντονα αγιογραφία.
Το σκηνικό, τέμπλο εκκλησίας, με τις αντίστοιχες θεότητες δεξιά κι αριστέρα της
κεντρικής («ωραίας») πύλης: δεξιά το Καλό, εν είδει αγγέλου, αριστερά το Κακό,
εν είδει δαίμονα Σατύρου, αποτυπώνοντας έτσι τη διαρκή πάλη του ενός με το άλλο
και την ταυτόχρονη συνύπαρξή τους μέσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, δίχως την
απόλυτη επικράτηση κάποιου απ’ τα δύο. Τα σκαλιά που οδηγούσαν από την πύλη στο
μπροστινό μέρος της σκηνής συνιστούσαν το σύνδεσμο με αυτό που ο Αβδελιώδης
καλεί «λαϊκό θέατρο», δηλαδή το αρχαίο δράμα που απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες,
εξού και το αμφιθεατρικό σχήμα των σκαλιών, υπό μορφή αρχαίου θεάτρου.
Πρόκειται, επιπλέον, για διακριτική παραπομπή στην τραγωδία και την τραγικότητα
της μορφής της Γυναίκας και κάθε κακού. Οι φωτισμοί του Αβδελιώδη και η
σκηνογραφία από κοινού με τον Αριστείδη Πατσόγλου αποτέλεσαν γενικά ένα εκλεπτυσμένο
φόντο, με Άποψη.
Η Όλια Λαζαρίδου, σε ρόλο ιερομονάχου
και Γυναίκας, υπήρξε καθηλωτική. Ευτυχής η επιλογή της για τον διπλό αυτό ρόλο.
Με μια ειλικρινή, ποιοτική ερμηνεία, κατάφερε όντως να «πει» το κείμενο «χωρίς
να το κακοποιήσει», ώστε αυτό ν’ ακουστεί, γεγονός –όπως σωστά επισημαίνει σε
συνέντευξή της– σπάνιο. Ακόμη, έδωσε υπόσταση στο σύστημα άρθρωσης του
Αβδελιώδη, πράγμα εξ ορισμού πολύ δύσκολο.
Η μόνη παραφωνία ήταν όντως ηχητική, με
την μουσική να γειώνει και να εξουδετερώνει το κρεσέντο και την κορύφωση του
δράματος, όπως και το φινάλε. Σε ένα τέτοιο, υποβλητικά φορτισμένο βυζαντινό
σκηνικό, το ελαφρύ πιάνο δεν αρμόζει. Θα ’λεγε μάλιστα κανείς ότι δεδoμένης της πολύ συγκεκριμένης σκηνοθεσίας και σκηνογραφίας,
η επιλογή αντίστοιχης μουσικής δεν θα ’ταν πράγμα δύσκολο.
Μια παράσταση με αγάπη και σεβασμό
απέναντι στο κείμενο, το δημιουργό και το θεατρικό κοινό, και σε διάλογο με την
ευρύτερη πολιτισμική παράδοση της Ελλάδας. Τώρα μάλιστα κ. Αβδελιώδη! Όσο για
τη Λαζαρίδου; … Εκ γυναικός τα κρείττω!
Έλενα
Σταγκουράκη
Αθήνα,
28.06.2013
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Φρέαρ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου