Ilse Aichinger: «Η μεγάλη Αναρχική»
Συχνά επικρατεί η άποψη ότι
το έργο και το ήθος ενός ανθρώπου είναι δυο πράγματα ξέχωρα και έτσι πρέπει να
αντιμετωπίζονται, άποψη με την οποία –ομολογουμένως–διαφωνούμε. Πώς να το
κάνουμε, δεν είναι το ίδιο να γνωρίζει κανείς επιτυχία πατώντας επί πτωμάτων
και το ίδιο να έχει ιδρώσει. Νομπελίστες και ο Μπελ και ο Γκρας (Günter Grass), μόνο που ο πρώτος
πολέμησε στην πρώτη γραμμή στη Νορμανδία, ενώ ο δεύτερος πρόσφατα αποκάλυψε την
ανάμειξή του στο ναζιστικό καθεστώς. Ε λοιπόν, η «μεγάλη Αναρχική», όπως
χαρακτήρισε η εφημερίδα Τσάιτ (“Die Zeit”) την Ίλζε
Άιχινγκερ (Ilse Aichinger) ανήκει σε αυτή τη δυσεύρετη κατηγορία ανθρώπων
που προτιμούν τα έργα από τα λόγια. Απόδειξη; Το πολύ χαμηλό προφίλ της, σε
αντίθεση με τα εβδομήντα χρόνια ανελλιπούς συγγραφής και την ποιοτική
συνεισφορά της στη μεταπολεμική λογοτεχνία. Η συγγραφέας από την Αυστρία,
γεννημένη στη Βιέννη το 1921, έχει ως γνώμονα τη λακωνικότητα και την
τελειοποίηση. Από την παραγωγή ολοένα καινούργιων τίτλων, προτιμά την
ακατάπαυστη επεξεργασία των βιβλίων της, την επιμέλεια κάθε φράσης και κάθε
στίχου. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα, έναν τόμο ποίησης, μία αυτοβιογραφία και
μια ντουζίνα τόμους με διηγήματα. Αυτά, μετά τον πόλεμο. Γιατί κατά τη διάρκεια
του πολέμου διώχτηκε και καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα λόγω της εβραϊκής
καταγωγής της. Η αδερφή της φυγαδεύτηκε στην Αγγλία όπου γέννησε στα δεκαοχτώ,
ενώ πολλοί συγγενείς της δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Να γιατί
έχει πει ότι «δεν επιβιώνεις όλα όσα επιβιώνεις».
Τη μεθαύριον
Τα τελευταία νέα
από τους τόπους
κινούνται δίχως σβελτάδα
εκεί, όπου δροσιά κι αέρας.
Ποιος ξέρει, ποιος ποιον αφήνει;
Μια φωνή τερματίζει,
κτήμα αιώνιο:
πάει και πάλι.
πάει και πάλι.
Ευχή
Από τις συγκρατημένες ανάσες
να μάθεις τη σιωπή —
από το σκούρο ξύλο,
τους αχρείαστους ενδιάμεσους χώρους
από τα κορίτσια μες στα λευκά τους φορέματα,
στήλες σκόνης που ναούς συγκρατούνε,
από θύρες σε τρεμάμενους καθρέφτες.
Το τέλος του άγραφου
Κι έτσι δεν θα μάθει κανείς
για τις ανάσες μας
καθώς τη γέφυρα περνούσαμε
ούτε και τι αφήσαμε πίσω μας
θα μάθουν:
τα αδρά χαρακτηριστικά του ονόματος,
τους ακέφαλους ήλιους.
Οι προθάλαμοι των νοσηλευτηρίων
βουβοί.
Έγκαιρη συμβουλή
Πρώτον
πρέπει να πιστέψεις
πως είναι μέρα
όταν βγαίνει ο ήλιος.
Και αν πάλι δεν το πιστεύεις,
να πεις ναι.
Δεύτερον
πρέπει να πιστέψεις
πως είναι νύχτα
όταν βγαίνει το φεγγάρι.
Και αν πάλι δεν το πιστεύεις,
να πεις ναι
ή γνέψε πειθήνια με το κεφάλι —
και αυτό μόνο, τους αρκεί.
Εισαγωγή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: Αφιέρωμα "Οι γυναίκες της γερμανόφωνης μεταπολεμικής λογοτεχνίας", Athens Books Journal, τεύχος 75.